Posted by sarant στο 24 Ιουλίου, 2016
Δημοσιεύω σήμερα ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του Κώστα Βάρναλη «Άνθρωποι», και συγκεκριμένα από την ενότητα «Αληθινοί άνθρωποι», που περιλαμβάνει το υλικό από ένα εκτενές ρεπορτάζ στο Δημόσιο Ψυχιατρείο, στο Δαφνί, που είχε κάνει το 1938 ο Βάρναλης για λογαριασμό της εφημερίδας «Πρωία». Οι τοξικομανείς κλείνονταν κι αυτοί στο Ψυχιατρείο, τότε.
Ο φίλος μας ο Corto είχε την πρωτοβουλία να προτείνει τη δημοσίευση και να πληκτρολογήσει το κείμενο, και τον ευχαριστώ θερμά γι’ αυτό. Το μεταφέρω όπως μου το έστειλε διότι δυστυχώς αυτή τη στιγμή δεν έχω πρόσβαση στο πρωτότυπο για να ελέγξω κάποιες γραφές που μου φαίνονται αμφίβολες.
Να σημειωθεί ότι το 1942 ο Βάρναλης χρησιμοποίησε υλικό από το ρεπορτάζ του σε ένα του χρονογράφημα («Τοξικομανείς», Πρωία, 5 Αυγούστου 1942) Παραθέτω λοιπόν και αυτό το χρονογράφημα, το οποίο θα συμπεριληφθεί στον τόμο «Αττικά χρονογραφήματα» που λογαριάζω να κυκλοφορήσει στο τέλος του χρόνου από τις εκδόσεις Αρχείο με 400 χρονογραφήματα του Κ. Βάρναλη σε δική μου επιμέλεια.
ΧΑΣΙΚΛΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Από τους ψυχοπαθείς δε μιλούνε καθόλου ή μιλούνε πολύ λίγο οι ηλίθιοι, οι μελαγχολικοί και οι υστερικοί. Οι ηλίθιοι έχουν άδειο το κεφάλι τους, οι μελαγχολικοί είναι βυθισμένοι στη λύπη τους κι οι υστερικοί, όταν δε βρίσκονται στην περίοδο της κρίσης τους, είναι αφηρημένοι.
Μιλούν όμως πολύ οι μανιακοί κάθε λογής, όταν μάλιστα βρίσκονται σε κατάσταση παροξυσμού. Τότε παθαίνουν «ιδεόρροια», δηλαδή πλήθος ιδέες έρχονται όλες μαζί στο κεφάλι τους κι ο άρρωστος μεταπηδάει από τη μια στην άλλη.
Όμως έξω από τους ηλίθιους, όλοι τους είναι γραφομανείς. Γράφουν κι όσοι ξέρουνε γράμματα κι όσοι… δεν ξέρουν. Αυτοί οι τελευταίοι πιάνουν τους άλλους αρρώστους ή τους γιατρούς ή τους επισκέφτες και τους λένε: «Γράφε»! Κι αρχίζουν να υπαγορεύουν.
Μα τι γράφουν; Ό,τι θες. Αναφορές, υπομνήματα, αιτήσεις, διαμαρτυρίες στο Ψυχιατρείο ή στα υπουργεία· ερωτικά γράμματα, πολιτικούς λόγους, επιστημονικές θεωρίες, φιλοσοφίες, τερερέμ. Αλλά κυρίως γράφουν διηγήματα, μυθιστορήματα, στίχους, αυτοεξομολογήσεις.
Απ’ αυτά τα γραμμένα ντοκουμέντα θα δημοσιέψουμε μερικά. Έχουνε πολύ ψυχολογικό ενδιαφέρο. Προ παντός είναι αυτούσια κι αυθεντικά στοιχεία της διανοητικής και της συναισθηματικής ζωής των αρρώστων. Ενώ οι προφορικές τους κουβέντες, όσο και να πεις, παθαίνουν στη μετακόμισή τους από το στόμα του αρρώστου στο χαρτί… πολλές αβαρίες.
Ήταν στο Ψυχιατρείο κάποιος νεαρός οπιομανής. Δε μας ενδιαφέρει τ’ όνομά του. Έγινε καλά κι έφυγε. Άφησε όμως έναν ολάκερο φάκελο από πεζά και έμμετρα έργα. Είναι γραμμένα σε πολύ καλή δημοτική και δεν έχουν ορθογραφικά λάθη. Ο άρρωστος αυτός ήξερε γράμματα. Ήταν τελειόφοιτος γυμνασίου. Σ’ ένα από τα ποιήματά του υπογράφεται με το ψευδώνυμο «Αυτόχειρ». Γιατί; Έτσι για γούστο. Ούτε…αυτοχτόνησε ποτές του μα ούτε και του πέρασε τέτοια σκέψη από το κεφάλι του.
Διάλεξε αυτό το ψευδώνυμο από χιουμοριστική διάθεση. Γιατί ο «συγγραφέας» κάνει χιούμορ και εις βάρος των άλλων και εις βάρος δικό του. Είναι πικραμένος εναντίον της κοινωνίας· σ’ αυτήν αποδίδει το φταίξιμο και του δικού του ξεπεσμού και των ομοίων του.
Και να τι γράφει ο ίδιος σ’ ένα πεζό του κομμάτι:
Δε μου χει λάχει ν’ αυτοχτονήσω. Δε μου χει περάσει ποτές αυτή η ιδέα από το μυαλό. Αλλ’ αν εσύ σκέβεσαι από καιρό να κάμεις ένα τέτοιο πράμα και σου κολλήσει να πας να πεθάνεις, μια συβουλή έχω να σου δώσω. Αν κάθεσαι την ώρ’ αυτή στο σπίτι σου ή στο καφενείο και σκέβεσαι πού να πας να πεθάνεις, από ποιο δρόμο να πας για τον άλλο κόσμο, σε συβουλεύω: πήγαινε όπου θες. Μα κοίταξε ο τελευταίος τόπος, που θα πατήσεις ζωντανός, να μην είναι νεκροταφείο. Όχι για άλλο λόγο. Αλλά το νεκροταφείο θα σου κόψει την έμπνευση. Μόλις μπεις σε δαύτο με την απόφαση να μείνεις εκεί, θα σου φανεί, ότι τα κρύα χώματά του σου χύνονται στην πλάτη, σα να βιάζονται να σε κουκουλώσουν! Θα σε πιάσει συγκοπή!
Και αν τύχει και πέσει το μάτι σου σε κανέναν καύκαλο, ε, τότε μην τα ρωτάς! Θα σου φανεί, ότι μαζί με την αβάσταχτή του πίκρα κοροϊδεύει το δικό σου πόνο και φκαριστιέται, που μαντεύει την απόφασή σου.
Ο «ΑΥΤΟΧΕΙΡ», έχει συγγραφικό ταλέντο, καθώς θα ιδούμε και στ’ άλλα του κείμενα, που θα παραθέσουμε. Έχει φυσικότητα, ζωντάνια κι ειλικρίνεια ρεαλιστική. Δεν κάνει φιλολογία. Να τώρα πώς περιγράφει τις χαρές και τα βάσανα των χασικλήδων:
Πότε με θρέφει ο λουλάς,
(αμάν, αμάν, αμάαααν… ωώχ!)
πότε μ’ αδυνατάει,
πότε με ρίχνει στο νταλκά
και με παρηγοράαααει!
(Ταρί, ταρί, τατάρι-τάρι, τάρι, τάρι·
ταρί, ταρί, ταρί-νταντράμ, νταρίντα, ντραμ!).
Γλυκά, απαλά η πέννα χαϊδεύει τα τέλια του μπουζουκιού, που καταπίνει τον ήχο σιγά στο καβούκι του, για να τον απλώσει ξερό κλάμα στο βρυκολακιασμένο του είναι, καταχθόνιο παράπονο στο ντουμανισμένο τους κεφάλι.
Η μπουργάνα πού και πού αφήνει ένα ήσυχο βουητό για να στρώσει το κλάμα, άμα πάει να γίνει υστερικό. Ο μπαγλαμάς σβραχνός ακολουθάει το μοιρολόι μ’ αναφυλλητά που βγαίνουνε γαργαλιστά, σα να τον έχουνε πνίξει τα δάκρυά του.
– Μήτσο, θα πιούμε κι άλλονε;
– Πώς! Αμέ! Καν’ τονε , ρε!
Ο μικρός βάζει νερό στο τσιμπουκάκι. Παίρνει το λουλά, του βάζει ψιλοκομμένο τουμπεκάκι μόλις πιο κάτω από τα χείλια, κολλάει 6-8 δοντιές «μαύρο» από πάνω, πιπίζει λίγο τουμπεκάκι πάλι, το πατάει αλαφρά με το χοντρό δάχτυλο του χεριού του και φυσάει τη φωτιά:
Πάτα, φύσα, κάνε τόνε,
τράβα, ρούφα, κι άναφ’ τόνε.
Ύστερα από καμιά δεκαριά τραβηξιές, που πάνε στα κούφια, ο «Θανάσης» είν’ έτοιμος, αναμμένος.
Τραβάει ο ένας, ο άλλος, ο άλλος.
– Γειά μας!
– Γειά μας!
– Γειά μας, παιδιά.
– Γεια μας, Μήτσο.
Ο τσιλιαδόρος όμως σφυράει κίνδυνο:
-χχχχχχ!…
Ως που να πεις έξι-τρία τα σέα έχουνε θαφτεί στη ζούλα τους. Το πίσω παράθυρο ανοίγει, για να βγει το ντουμάνι. Κι η σκούπα υποβοηθάει στο έργο. Οι μάγκες φτιάνουνται στις καρέκλες τους και κάνουνε τάχα τον αδιάφορο. Ο καθένας κοιτάει να βάνει στη μορφή του, στη στάση του και στις κινήσεις του την ψυχραιμία, που έχασε στ’ άξαφνα, για να φανεί έτσι στα μάτια της αστυνομίας πιο αθώος. Το «χχχ» του τσιλιαδόρου είναι πραγματικά για δαύτους φίδι, οχιά, που την ανακαλύφτουνε άξαφνα να τους έχει ζώσει κατακρέατα.
Αυτά τα δυο πεζογραφήματα είναι ολάκερα. Μα θα δώσω κι ένα κομμάτι από ένα πολύ μακρύ διήγημά του, όπου περιγράφει μια δεκεμβριάτικη νύχτα σ’ ένα βαγόνι του Λαρισαϊκού στον Περαία. Στο βαγόνι αυτό έχουνε «κουρνιάσει καμιά δεκαπενταριά πρεζάκηδες», ο Κώτσος, ο Φασαρίας, ο Στραβολαίμης, ο Καζάνας, ο Καρδερίνας, η Δέσποινα.
– Ρε παιδιά! ρεεε! Δεν ακούτε ρε! Ρε Κώτσο, ρε Φασαρία!
– Τι ναι ρε; Τι κάνει έτσι;…Τι θελα γω να ρθω στο παληοβάγονο για ύπνο; Δεν πήγαινα στο καροτσάκι να κοιμηθώ και να πέφτανε τα νύχια μου από το κρύο παρά που με ξυπνά αυτός δέκα βολές την ώρα. Τι θες ρε, και με ξυπνάς; Τι σόι αρκολίκι έχεις για κουβέντα; Θα μ’ αφήσεις να κοιμηθώ ή θα σου σπάσω την κεφάλα;
– Μη βρίζεις, μωρέ Φασαρία! Το ξέρουμε, έχεις δίκιο, σε ξυπνάμε και χαρμανιάζεις αλλά μου φαίνεται, πως πέθανε ο Βασίλης ο…
– Αλήθεια ρε; Ρε το φουκαρά το Βασίλη;
– Ποιος πέθανε, μωρή ψείρα; του λέει ένας άλλος.
– Ο Βασίλης. Ρε Κώτσο!
– Για σκούντα τόνε, μην έχει παραβαρέσει και δεν ακούει από τον μοστούρα του.
– Μπα!…αφού έχει παγώσει!..
…………………………………………………………………………………..
– Κανένας δε θ’ απλώσει χέρι απάνω του! Εγώ θα τόνε σκαλίσω κι ό,τι του βρω, το πρωί θα τα πάω στην αδερφούλα του (στα Βούρλα) για να τα χει ενθύμια…
– Τι ενθύμια να πάρει η αδερφούλα του από το Βασίλη; Τις ψείρες του; Αυτές, άμα πεθάνει ο άνθρωπος, φεύγουν από πάνω του.
…………………………………………………………………………………….
– Για σπρώχτ’ την πόρτα, ρε Καζάνα. Μου φαίνεται πως ξημέρωσε.
Η πόρτα του βαγονιού σούρνεται με δυσκολία ν’ ανοίξει και τρίζει σα να κλαίει. Τρίζει απαίσια σαν πλάκα τάφου.
……………………………………………………………………………………..
Οι αλήτες ένας ένας πηδάνε από το βαγόνι και παίρνει ο καθένας το δρόμο του. Το δρόμο που δεν ξέρει πού πάει. Το δρόμο που πάει και δεν ξέρει αν γυρίζει. Το δρόμο, που πάει και καλύτερα να μη γυρίζει…Το δρόμο που πάει στη φυλακή. Το δρόμο που πάει στο θάνατο…Το δρόμο που πάει στο τραπέζι του Ανατομείου…
Κι ο πεθαμένος; Έμεινε με την κρυάδα του. Με το δικαίωμα στη ζωή. Με το χέρι στην κοιλιά, που σπάραζε από την πείνα, την ώρα, που έβγαινε η ψυχή του!
Οι φύλακες από το Μεταγωγών ήτανε στο ίδιο στενό και απέναντι.
Στο Μεταγωγών τους φέρνανε από δω κι από κει και μόλις γεμίζανε τα κρατητήριά τους, μάτσο όλους μαζί για την Παλιά. Αλλ’ όμως κι η Παλιά το βιολί της! Δε δεχότανε παραπάνω από τους 800- ούτε μισό! Μισό δηλαδή το λέει ο λόγος. Γιατί μισός άνθρωπος δεν υπάρχει. Ή τουλάχιστο κι αν μείνανε μισοί από το πραγματικό τους, αυτό πια, τι να σου πω, αυτό δεν έχει να κάνει. Στα χαρτιά δε μπορείς να γράψεις «μισός»! Α! Να του δίνεις μισή μερίδα, μάλιστα! Αλλά και πάλι δε μπορεί. Μπορεί δηλαδή να του δίνεις μισή μα θα γράφεις ολόκληρη!..
Να τώρα και δυο μικρά ποιήματα του ίδιου από τα πολλά, που έχει γράψει:
Στων ιδανικών μου το ρέμα αφέθηκα να πλέω
παίρνοντας σχέδιο κολυμπητή πνιμένου.
Αλλάζω στάσες: «Σώμα, υπάκουο στην ψυχή μου γένου».
Γελάω σαρκαστικά, θυμώνω, κλαίω.
Το νου μου αυλακώνουνε πόθοι μοιχοί
και πιλότοι στα ιδανικά μου είναι. Κι ό,τι
αυτοί θέλουν, κάνουν την ψυχή.
Άλλη φωνή, άκου, μέσα μου ηχεί!
Άλλο:
Στο πέλαο του οπίου ταξιδεύοντας εγώ
κι ο άστατος ο λογισμός μου,
βαρύς εγώ κι αυτός ταχύς, γι’ αυτό
έμεινα μοναχός μου.
Για μια στιγμή τα έχασα. Και νόμισα
πως έδωσα στο μέρμηγκα φτερά
(να γύρναγες πάλι κοντά μου, τι χαρά)!
Στην αίσθησή μου έβρεξα ηδονή. Μα χιόνισα
του γυρισμού το δρόμο. Η σκέψη μου έμεινε νεκρά.
Αχ! πόρνη ηδονή μου, φόνισσα!
…………………………………………………………………….
Παιδεύοντας τη σκέψη μου με σκέψη
έλεγα μην κατόρθωσα να βρω πραγματικώς:
μουστούρης είμαι ή σκέπτομαι ορθώς;
Γι’ αυτή την έννοια, ποια πρέπει να βρω λέξη;
Βαριοί καπνοί μυαλό μου βάρυναν και πέψη.
Καθένας κόκκος του όπιου κόσμος
ολάκερος φανταστικός!
και τώρα το χρονογράφημα:
ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΕΙΣ (Πρωία, 5 Αυγούστου 1942)
Δόθηκε εντολή από τον αρμόδιο υπουργό να μαζευτούν από τους δρόμους οι τοξικομανείς ή όπως λένε οι ίδιοι τον εαυτό τους οι πρεζάκηδες, οι χασικλήδες, οι λουλάδες.
Υπάρχουνε λοιπόν ακόμα τέτοιοι; Αυτό φαίνεται απίστευτο. Πού και πώς το βρίσκουνε το «μαυράκι»; Αλλ’ αν το βρίσκουνε, πώς μπορούνε και το αγοράζουν άνθρωποι αλήτες, αυτό το μαύρο διαμάντι;
Αλλά για να «περισυλλεχθούν», θα πει πως υπάρχουν και θα πει ακόμα πως το βρίσκουν το αφιλότιμο!
Οι εξοχότητες αυτές των «τεχνητών παραδείσων» φαίνονται από μακριά. Πρόσωπα ωχρά, μάτια θαμπά, σκέψη βυθισμένη στο αχανές, περπάτημα βαρύ. Συνηθισμένα τους «παλάτια» τώρα το καλοκαίρι είναι οι κάσες και οι καλάθες της Αγοράς, τα σπήλαια του Λυκαβηττού, των Τουρκοβουνίων, του Γαλατσιού. Και το χειμώνα –άλλοτες— τα εγκαταλελειμμένα βαγόνια του Λαρισαϊκού. Όταν ονομάζω τα γιατάκια τους «παλάτια», δεν κάνω υπερβολή. Τουναντίον τους… προσβάλλω! Τι είναι ένα παλάτι για το Φασαρία, το Στραβολαίμη, τον Καζάνα, τον Καρπούζα, τον Καρδερίνα, τον Μπουργάνα και τη… Δέσποινα, όταν αυτοί, μαστουρωμένοι, βρίσκονται στον έβδομο ουρανό ή τα παραμυθένια σαράγια της Χαλιμάς, όπου το πάτωμα είναι ασήμι, οι τοίχοι μάλαμα, οι κολόνες ζαφείρι κι από το ταβάνι κρέμεται σε χοντρούς σταλαχτίτες το διαμάντι; Τι είναι το παλάτι του Σαρδανάπαλου με τις χιλιάδες «πήλινες» γυναίκες; Αυτοί έχουνε δίπλα τους τα ουρί του παραδείσου, αιθέρια, άπιαστα κι αθάνατα, με τους μπαγλαμάδες, τα σαντούρια και τα τουμπελέκια και τ’ αηδονíσια κελαδήματα!
Πότε με θρέφει ο λουλάς
(αμάν, αμάν, αμάν, ώωχ!)
πότε μ’ αδυνατάει,
πότε με ρίχνει στον νταλκά
και με παρηγοράει
(ταρί, ταρί, τατάρι, τάρι,
ταρί, νταντράμ, νταρίντα, ντραμ!)
Τώρα όμως θα τους κατεβάσουν από τους εφτά ουρανούς και θα τους κλείσουν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο του Δαφνιού. Αλλ’ είναι βέβαιο πως θα προσπαθήσουν να ξεφύγουν από την τράτα, που θα πάει να τους ψαρέψει. Αυτοί δε θέλουνε θεραπείες και φάρμακα. Ο «τσιλιαδόρος» (ο μικρός, που σφυράει, άμα εμφανιστεί η αστυνομία) θα λάβει διαταγές να «επαγρυπνεί» περισσότερο.. «Αυτό το σσσσ (το σφύριγμα) του τσιλιαδόρου είναι για μας φίδι οχιά, που άξαφνα μας έχει ζώσει κατακρέατα», όπως λέει ένας απ’ αυτούς.
Αλλά όσοι πιαστούν και οδηγηθούνε στο Ψυχιατρείο μπορούνε τάχα να γιατρευτούν, δηλαδή να το κόψουν; Μπορούνε ως ένα σημείο, θέλοντας και μη. Όταν όμως βγουν από κει, με την πρώτη αφορμή το ξαναρχίζουν. Θα βρούνε πάλι την παρέα τους την παλιά, θα έχουνε σικλέτια, φτώχειες –και θα ζητήσουνε τη «θεραπεία του κακού» στη λήθη, που την χαρίζει πλουσιοπάροχα το ναρκωτικό ή το αλκοόλ.
Στην αρχή θα τους δίνουνε επί 7-10 μέρες σε περιορισμένη δόση από τ’ αγαπημένα τους ναρκωτικά ή σπίρτα. Κι ύστερα θα τους το κόψουν. Γιατί το απότομο κόψιμο μπορεί να τους προκαλέσει αυτοδηλητηρίαση, ακόμα και θάνατο…
Έχω γνωρίσει μερικούς από δαύτους στο Ψυχιατρείο. Είναι λογικοί, δουλεύουνε με προθυμία, έχουν όρεξη να τρώνε κι επιπλέον τους φεύγει η κιτρινάδα και το θάμπος των ματιών. Θα έπρεπε να μείνουν σ’ όλη τους τη ζωή μέσα. Γιατί άμα βγουν, όπως είπαμε, δεν έχουν αρκετή θέληση, ώστε ν’ αντισταθούνε στον πειρασμό. Πολλοί βγαίνουν κι ύστερα από καιρό τους ξαναφέρνουνε πάλι πίσω… Ράβε ξήλωνε δηλαδή.
Μερικοί απ’ αυτούς ξέρουνε γράμματα και τότε δεν είναι δύσκολο να κάνουν και φιλολογία χασικλίδικη. Ένας που είχε το ψευδώνυμο «Αυτόχειρ» έγραψε ποίηση και πρόζα πολύ ενδιαφέρουσα. Αυτό δεν είναι πράγμα σπάνιο. Οι τρελοί, οι εγκληματίες, οι τοξικομανείς κάνουνε τέχνη που έχει δύο «αρετές»: την πρωτοτυπία και την ειλικρίνεια. Να πώς ο «Αυτόχειρ» μάς έδωσε τον ψυχικό του κόσμο σε στίχους, που αν από την τεχνική τους άποψη δεν είναι τέλειοι όμως από ψυχογραφική είναι σπουδαίοι:
Στων ιδανικών μου το ρέμα αφέθηκα να πλέω
παίρνοντας σχέδιο πολεμιστή πνιμένου.
Αλλάζω στάσεις. «Σώμα, υπάκουο στην ψυχή μου γένου»!
Γελάω σαρκαστικά, θυμώνω, κλαίω.
Το νου μου αυλακώνουνε πόθοι μοιχοί·
πιλότοι στα ιδανικά μου είναι. Κι ό,τι
αυτοί θέλουν, κάνουν την ψυχή.
Άλλη φωνή, άκου, μέσα μου ηχεί.