Στο καινούργιο βιβλίο του «Κόκκινος Δεκέμβρης. Το ζήτημα της επαναστατικής βίας» από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα, ο Τάσος Κωστόπουλος μέσα από πλήθος στοιχείων, μαρτυριών και ντοκουμέντων απ’ όλες τις πλευρές της αναμέτρησης αποδεικνύει το ταξικό πρόσημο μιας σύγκρουσης που τη σφραγίζει σε όλες τις στιγμές της εκδήλωσής της, εξηγώντας το ειδικό και το μεμονωμένο μέσα από το γενικό και το καθολικό.
Προδημοσίευση
Παρά τις αντιφάσεις της, αν είναι να κρατήσουμε κάτι από την εικόνα της επαναστατικής βίας των Δεκεμβριανών, αυτό είναι χωρίς αμφιβολία το ταξικό πρόσημό της – για πρώτη (και ίσως για τελευταία) φορά τόσο καθαρό στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Οταν οι όμηροι διαμαρτύρονταν στους φύλακές τους για την πείνα τους, θυμάται χαρακτηριστικά ένας απ’ αυτούς, βιομήχανος το επάγγελμα, έπαιρναν την απάντηση:«Εμείς πώς πεινούσαμε τέσσερα χρόνια;».
Σε μια άλλη εκδοχή της ίδιας πάνω-κάτω στιχομυθίας, τα τέσσερα χρόνια έγιναν δεκατρία – από την εκδήλωση, με άλλα λόγια, της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα.
Η κοινωνική αυτή πόλωση εξηγεί, περισσότερο από την υποτιθέμενη «προχειρότητα» της Ε.Π., και το φαινόμενο που αφηγείται ο Ριχάρδος Σωμερίτης, των εύπορων «εαμιτών» που σύρθηκαν κι αυτοί ως όμηροι του ΕΛΑΣ μέχρι τη Θήβα ώσπου ν’ απελευθερωθούν με χίλιες δυσκολίες.
Για το υπόστρωμα δε του συσσωρευμένου κοινωνικού μίσους, που συχνά επισκίαζε τις καθολικά αποδεκτές εθνικές διαχωριστικές γραμμές, αποκαλυπτικός είναι ο βάρβαρος ενθουσιασμός με τον οποίο υποδέχτηκαν τα λαϊκά στρώματα της Αθήνας τον προσχηματικό απαγχονισμό δυο λαδεμπόρων από τους Γερμανούς στην πλατεία Αγάμων (νυν Αμερικής), τον Οκτώβριο του 1943.
Για τους ίδιους τους αστούς, που κατά κανόνα βίωσαν και περιγράφουν τα γεγονότα ως επανάσταση, τα πράγματα ήταν εξαιρετικά απλά.
Ακόμη και στην Κηφισιά, ή μάλλον ιδίως εκεί, εξηγεί η χήρα Μεταξά, «ήσαν οι περισσότεροι κομμουνίζοντες, παρασυρθέντες από τας υποσχέσεις να τους μοιράσουν τας επαύλεις»· κατά την αποτυχημένη παρέμβασή του υπέρ των εκεί συλληφθέντων, προσθέτει, ο επιχώριος μητροπολίτης «εξήγησε στους ελασίτας ότι έπρεπε να μη λάβουν υπ’ όψι τας κατηγορίας των Κηφισιωτών, όπου το μίσος και ο φθόνος ήσαν δυνατώτερα από παντού αλλού, επειδή η απόστασις που υπάρχει μεταξύ πλουσίων με τας πολυτελείς επαύλεις και των ολόγυρα πτωχών προσφυγικών συνοικισμών, ήτο μεγάλη».
Οταν η ίδια πέφτει να κοιμηθεί, από τα τραγούδια των ανταρτών ξεχωρίζει και θα συγκρατήσει έναν μόνο, εμβληματικό στίχο: «το Κολωνάκι με εκείνα τα παλάτια».
[…] Μαρτυρίες όπως οι παραπάνω αποτυπώνουν ενδεχομένως περισσότερο την υποκειμενική πρόσληψη των γεγονότων από τους πανικόβλητους αστούς, παρά τις πραγματικές προθέσεις των πληβειακών μαζών που στρατεύθηκαν στο όραμα της «λαοκρατίας».
Υπάρχουν ωστόσο σποραδικές ενδείξεις ότι, στη διάρκεια του Δεκέμβρη, μια εξίσου συνειδητή αντιπλουτοκρατική διάθεση τροφοδότησε ένα μέρος τουλάχιστον της εαμικής βίας, σε βάρος όχι μόνο πολιτικών αλλά και κοινωνικών αντιπάλων του κόσμου που ξαναπήρε τα όπλα.
[…] Ενα ερμηνευτικό σχήμα όλων των παραπάνω είναι να δούμε τα Δεκεμβριανά και την «κόκκινη βία» τους ως το (αθέλητο από την ηγεσία του αριστερού κινήματος) προϊόν της κοινωνικής έκρηξης που προκλήθηκε από την έρπουσα κρίση εκπροσώπησης μιας υπολογίσιμης μερίδας του εαμικού κόσμου της πρωτεύουσας από τις πολιτικές επιλογές της ηγεσίας του κατά το αμέσως προηγούμενο διάστημα.
Το φθινόπωρο του 1944 η εθνική ενότητα των Σκόμπι και Παπανδρέου είχε αποδειχθεί διπλά προβληματική γι’ αυτό τον κόσμο.
Στο κοινωνικό πεδίο κατ’ αρχήν, με την υιοθέτηση μιας αντιλαϊκής οικονομικής πολιτικής, η ουσιαστική αποδοχή της οποίας από το ΚΚΕ θα ιεραρχηθεί κατόπιν εορτής από την 11η ολομέλεια του 1945 ως «δεξιό λάθος» ισότιμο του Λιβάνου και της Καζέρτας· το πρόσφατο βιβλίο του Δημήτρη Μαριόλη για την «αδύνατη ταξική ανακωχή» των ημερών είναι αρκούντως διαφωτιστικό για τις υπόγειες εντάσεις που τροφοδότησε αυτή η επιλογή.
Ποινικοποίηση
Και στο πολιτικό πεδίο, με την απροκάλυπτη πρόθεση απορρόφησης των δωσίλογων κατασταλτικών μηχανισμών από το ελεύθερο κράτος και τις διάσπαρτες προαναγγελίες μιας επερχόμενης ποινικοποίησης του δυναμικότερου σκέλους της εαμικής Αντίστασης, αυτού που είχε βάψει τα χέρια του στο αίμα υπηρετώντας τον αντιφασιστικό αγώνα.
[…] Η απόπειρα της κομμουνιστικής ηγεσίας για μια ελεγχόμενη εξάλειψη των ένοπλων δυναμικών ερεισμάτων της «αντίδρασης», προκειμένου στη συνέχεια να επιβάλει από θέση ισχύος έναν καλύτερο συμβιβασμό με τους Βρετανούς χωρίς να διακινδυνεύσει τη συνέχιση της ζωτικής επισιτιστικής βοήθειας, εκτροχιάστηκε έτσι από την υπόγεια κοινωνική δυναμική του αθηναϊκού ΕΑΜ σε αυθεντικό επαναστατικό ξέσπασμα.
Κι όταν άρχισε να γίνεται φανερό πως η επανάσταση ήταν αδύνατο να νικήσει, οι ατομικές επιλογές πήραν το πάνω χέρι: είτε με τη μορφή αντεκδικήσεων, ατομικών και συλλογικών, είτε ως απελπισμένη προσπάθεια προσπορισμού υλικών ωφελημάτων που οι πάντες ήξεραν πως ήταν αναπόφευκτα βραχύβια.
Εξ ου και ο απελπισμένος, παραβατικός συχνά χαρακτήρας του «κόκκινου τρόμου» που έμελλε να στοιχειώσει τα κατοπινά χρόνια τους εφιάλτες των αστών.
Απομένει η αμφίσημη πρόσληψη αυτής της βίας, ακόμη και των φόνων, από τα λαϊκά στρώματα.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται εδώ μια εγγραφή του ημερολογίου της Αλεξάνδρας Κριεζή, κόρης του Στέφανου Δραγούμη, σχετικά με την κηδεία του συζύγου της, απόστρατου ναυάρχου Αντωνίου Κριεζή, και της κόρης της, Φαίνης Ξύδη, που είχαν εκτελεστεί ως όμηροι από τον ΕΛΑΣ.
Το συμβάν τοποθετείται στις 5 Μαρτίου 1945, κατά την άκρως επίσημη ανακομιδή των λειψάνων τους από τα Κιούρκα στο Α΄ Νεκροταφείο.
Μετά την ολοκλήρωση της τελετής και την αναχώρηση της ίδιας με το αυτοκίνητο της πριγκίπισσας Ελένης, σημειώνει, κάποιοι γνωστοί της «φεύγοντας από το κοιμητήριον, επέρασαν από κάτι δρομάκια διά να κόψουν δρόμον. Από τες δυο μεριές ήσαν μαζεμένες γυναίκες στις ταράτσες και είπαν δυνατά και με ύφος χλευαστικόν:“Πολλά τέτοια ‘πάρτιζ’ (parties) θα έχουμε τώρα”. Και εγέλασαν δυνατά».
Περισσότερο από την ακρίβεια του συμβάντος, αυτό που έχει σημασία εδώ είναι η καταγραφή του.
Αν μη τι άλλο, αποτυπώνει με το σαφέστερο δυνατό τρόπο τη «μνησικακία» της «μεγάλης αντικομμουνιστικής μάζας» για όσα είχε ζήσει από την Απελευθέρωση και μετά· φαινόμενο που ένας διεισδυτικός παρατηρητής των ημερών, ο Γιώργος Θεοτοκάς, δεν δίστασε να παρομοιάσει στο δικό του ημερολόγιο με την «ψυχολογία της καθολικής πλειοψηφίας της Γαλλίας τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου».
[…] Ο καθαρμός του δημόσιου χώρου συμπυκνώνεται συμβολικά στις αλλεπάλληλες εκκλήσεις κι αστυνομικές εντολές για σβήσιμο των επαναστατικών συνθημάτων που μολύνουν τους δρόμους της πρωτεύουσας, ενώ του ιδιωτικού διεκπεραιώνεται με σαφώς διακριτικότερες διαδικασίες.
Στα ψιλά του Ελληνικού Αίματος διαβάζουμε π.χ. για το συλλογικό αίτημα «χιλιάδων Αθηναίων που διαμένουν εις πολυκατοικίας», των κατεξοχήν δηλαδή εκπροσώπων της μεσαίας τάξης εκείνων των χρόνων, «να εκκαθαρισθή η τάξις των θυρωρών, οι πλείστοι των οποίων υπήρξαν μέλη των ανατρεπτικών οργανώσεων της Δεκεμβριανής επαναστάσεως», και να διοριστούν νέοι που ν’ «απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης των ενοίκων».