Πέντε ήταν οι βασικοί άξονες που παρουσίασε ο πρωθυπουργός ως θεμέλια της «Νέας Μεταπολίτευσης» που οραματίζεται και εντάσσονται στη νέα συνταγματική αναθεώρηση, η συζήτηση για την οποία ξεκίνησε πριν από λίγες ημέρες από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα.
Ενας από αυτούς είναι και οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, ένα ζήτημα για το οποίο έχει χυθεί πολύ μελάνι, καθώς πρόκειται για εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα.
Σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες, προτείνεται στο νέο Σύνταγμα να ισχύει «ρητή κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του Κράτους με διατήρηση όμως για ιστορικούς και πρακτικούς λόγους της αναγνώρισης της Ορθοδοξίας ως κρατούσας θρησκείας».
Γεγονός είναι ότι, σε σχέση με τις προεκλογικές εξαγγελίες και την πάγια θέση της Αριστεράς περί χωρισμού Κράτους – Εκκλησίας, οι εξαγγελίες Τσίπρα συνιστούν σαφώς οπισθοχώρηση.
Παρά ταύτα το θέμα υφίσταται και η «Εφ.Συν.» ανοίγει ξανά τον φάκελο, υπό τα νέα δεδομένα.
Στην εναρκτήρια αυτή συζήτηση μέσω των σελίδων της «Εφ.Συν.» καταγράφονται η άποψη της κυβέρνησης, διά του υφυπουργού Εξωτερικών Γ. Αμανατίδη, οι θέσεις των κομμάτων, ενώ αρθρογραφούν ο καθηγητής Γ. Σωτηρέλης και ο μητροπολίτης Δημητριάδος Ιγνάτιος.
«Να αποφευχθούν παρεξηγήσεις από τη χρήση αόριστων όρων»
Ιγνάτιος, μητροπολίτης Δημητριάδος
«Νομίζω ότι σε κάθε διάλογο γύρω από τις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους, όπως με την ευκαιρία της συνταγματικής αναθεώρησης, κατ’ αρχάς είναι κεφαλαιώδης η συναίνεση πάνω σε έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας, ώστε να αποφευχθούν παρεξηγήσεις από τη χρήση αόριστων όρων.Διαφορετικά η συζήτηση φοβάμαι ότι θα εξελιχθεί απλώς σε ανταλλαγή συνθημάτων. Η πρόταση εισαγωγής στο Σύνταγμα του “θρησκευτικά ουδέτερου κράτους” πρέπει να διευκρινιστεί πριν από την έναρξη οποιαδήποτε σχετικής διαβούλευσης.
Για παράδειγμα, η αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας, που ισχύει βάσει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεν εμπόδισε μέχρι σήμερα το Ηνωμένο Βασίλειο να είναι μέρος της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, παρότι αρχηγός της Αγγλικανικής Εκκλησίας είναι η Βασίλισσα της Αγγλίας.
Επιπλέον, ο όρος “επικρατούσα θρησκεία” στο Ελληνικό Σύνταγμα, παρά τις παρανοήσεις που προκαλεί σε έναν μη νομικό, ερμηνεύεται από την πλειονότητα του νομικού κόσμου ότι έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα.
Αποτελεί συνταγματικό τεκμήριο ότι η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών είναι μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γεγονός που οφείλει να συνεκτιμά και να λαμβάνει υπ’ όψιν ο κοινοβουλευτικός νομοθέτης και η κρατική διοίκηση π.χ. κατά τη διαμόρφωση της ύλης του μαθήματος των Θρησκευτικών.
Εάν κάποιοι παρερμηνεύουν τον όρο της επικρατούσας θρησκείας δεν σημαίνει ότι πρέπει να αλλάξει το Σύνταγμα, αλλά ότι πρέπει να πάψουν οι παρερμηνείες του.
Οσο για την κρατική μισθοδοσία του κλήρου, δεν αποτελεί νομικά αδικαιολόγητο προνόμιο ή θεοκρατικό κατάλοιπο, αλλά έχει αποζημιωτική λειτουργία έναντι της σχεδόν ολοκληρωτικής αφαίρεσης της εκκλησιαστικής περιουσίας, που χωρίς αποζημίωση κατέχει και μέχρι σήμερα εκμεταλλεύεται το Ελληνικό Δημόσιο.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι σύμφωνη με την κατοχύρωση ενός εποπτικού και λιγότερο παρεμβατικού Κράτους σε σχέση με τα εσωτερικά της ζητήματα.
Είναι όμως έτοιμη η Ελληνική Πολιτεία να πάψει να επιλέγει και να διορίζει βάσει νόμου τους μουφτήδες της Δυτ. Θράκης;
Είναι έτοιμη να παραδώσει το Τέμενος, που πρόκειται να δημιουργήσει στον Ελαιώνα, στη διοίκηση και διαχείριση των μουσουλμανικών θρησκευτικών ενώσεων, αντί της κρατικής διοίκησής του (νόμος Γιαννάκου, 2006); Είναι έτοιμη η Πολιτεία να αναθεωρήσει τις επίσημες αργίες του Κράτους που είναι μεγάλες θρησκευτικές εορτές;
Είναι έτοιμο το Κράτος να συζητήσει την απόδοση στην Εκκλησία σημαντικών θρησκευτικών μνημείων της, που σήμερα κατέχονται από το Δημόσιο ως “αρχαιολογικά μνημεία” ή να επιτρέψει στην Εκκλησία να ιδρύσει και να λειτουργεί χριστιανικά νεκροταφεία, αντί των δημοτικών κοιμητηρίων;
Εκ κατακλείδι, δεν πιστεύω ότι οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι έχουν τη λαϊκή εντολή να αποκόψουν την ιδεολογία του Συντάγματός μας από το ιστορικό του παρελθόν και από αρχές και αξίες της Ελληνικής Επανάστασης».
Αμοιβαίος σεβασμός και διακριτοί ρόλοι
Γ. Αμανατίδης, υφυπουργός Εξωτερικών
«Η κυβερνητική πρωτοβουλία για τη συνταγματική αναθεώρηση αποτελεί μία προσπάθεια περαιτέρω εναρμόνισης του υφιστάμενου νομικού πλαισίου με τις σύγχρονες κοινωνικές και πολιτισμικές ανάγκες.Υπό αυτό το πρίσμα, έχουν τεθεί στα ζητήματα προς διαβούλευση για την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση και οι σχέσεις της Πολιτείας με την Εκκλησία.
Οι δύο άξονες του διαλόγου είναι ο αμοιβαίος σεβασμός και οι διακριτοί ρόλοι των δύο θεσμών με σκοπό να διασφαλίζονται η θρησκευτική ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών.
Αλλωστε, σήμερα η συνεργασία μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας είναι πιο επιτακτική από ποτέ, αν σκεφτεί κανείς ότι παγκόσμιες προκλήσεις, όπως η προσφυγική κρίση και ο θρησκευτικός εξτρεμισμός, μας φέρνουν όλους αντιμέτωπους με την ανάγκη αναστοχασμού απέναντι στις αρχές της αγάπης, της αλληλεγγύης, του αλληλοσεβασμού, που διέπουν κατά κόρον την Ορθοδοξία.
Το θεμελιώδες άρθρο για τη θρησκευτική ελευθερία και τη σχέση της Πολιτείας με τις θρησκευτικές κοινότητες (συμπεριλαμβανομένης και της Ορθόδοξης Εκκλησίας) είναι το άρθρο 13 του Συντάγματος, βάσει του οποίου η Ελληνική Δημοκρατία οφείλει να εγγυάται και να προστατεύει τη θρησκευτική ελευθερία.
Βάσει αυτού, θα πρέπει να εξετάζεται το άρθρο 3, το οποίο επιτελεί δύο κύριες λειτουργίες: αφενός διασφαλίζει τη θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αφετέρου προχωρά σε μια διαπίστωση με όρους ιστορικούς, πολιτισμικούς, αλλά και αριθμητικής, της θέσης της Ορθοδοξίας στην Ελλάδα.
Αυτή η θέση σε καμία περίπτωση δεν απειλείται, ούτε απομειώνεται με την κυβερνητική πρόταση για τη συνταγματική αναθεώρηση. Το αντίθετο μάλιστα.
Στον αντίποδα, οι νομικές και άλλες σχέσεις μεταξύ των δύο θεσμών ακολούθησαν εδώ και χρόνια την εξελικτική πορεία αντίστοιχων σχέσεων που υφίσταντο (και υφίστανται) σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Αυτό που απομένει τώρα είναι ο εξορθολογισμός των διακριτών ρόλων, προκειμένου αυτοί να αποκρυσταλλωθούν και να αποτυπωθούν πλήρως».
«Αναγκαίο, αλλά άτολμο βήμα»
Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου-Πανεπιστήμιο Αθηνών
«Η πρώτη εντύπωση για την εξαγγελία του πρωθυπουργού, ως προς μια νέα ρύθμιση των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθετεί πλέον, και σε αυτό το ζήτημα, μια συμβιβαστική (και μάλλον συντηρητική) στάση.Η παλαιά ριζοσπαστική ρητορεία περί “χωρισμού Κράτους – Εκκλησίας” εγκαταλείπεται (όπως είχε συμβεί παλαιότερα, με παρεμφερή επιχειρηματολογία, και από το ΠΑΣΟΚ) και η όλη προσπάθεια επικεντρώνεται πλέον αμήχανα στο να συνδυαστεί η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους με τη διατήρηση, “για ιστορικούς και πρακτικούς λόγους”, του όρου “επικρατούσα θρησκεία”.
Στο σημείο αυτό, πάντως, είναι νομίζω χρήσιμες κάποιες ειδικότερες επισημάνσεις:
Ο χωρισμός Κράτους – Εκκλησίας δεν είναι απλώς ένα ζήτημα που άπτεται του κράτους δικαίου και του πολιτικού φιλελευθερισμού.
Η ύπαρξη μιας θρησκείας εν είδει κρατικής ιδεολογίας και μιας Εκκλησίας με ιδιαίτερο καθεστώς και ιδιαίτερα προνόμια θέτει πρώτα και πάνω απ’ όλα ζήτημα δημοκρατίας και γι’ αυτό έχει εγκαταλειφθεί σε όλα τα θεσμικώς προηγμένα κράτη της Ευρώπης.
Από εκεί και πέρα, όμως, δεν υπάρχει μία μόνο αντιμετώπιση του θέματος, στη λογική του άσπρου-μαύρου.
Πέρα από τον –ιστορικά διαμορφωμένο– στεγανό και σχεδόν εχθρικό χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, τύπου Γαλλίας, υπάρχουν και πολλές άλλες παραλλαγές, που κινούνται κατά κανόνα στο πλαίσιο μιας ευμενούς ουδετερότητας απέναντι στις υπάρχουσες Εκκλησίες (κρατούσες ή μη).
Η ουδετερότητα αυτή συναρτάται ευθέως με τις ιδιαίτερες συνθήκες και τη νομική πραγματικότητα της κάθε χώρας, με μεγάλη ποικιλία σχετικών ρυθμίσεων, τόσο σε συνταγματικό όσο και σε νομοθετικό επίπεδο (ενώ στις χώρες όπου επικρατεί η Καθολική Εκκλησία η συνήθης εξειδίκευση των συνταγματικών επιταγών γίνεται με “κονκορδάτα”, δηλαδή συμφωνίες μεταξύ κρατών και Βατικανού).
Το ζητούμενο, λοιπόν, από μια συνεπή δημοκρατική συνταγματική πολιτική, θα ήταν να ευρεθεί το πλέον πρόσφορο για τη χώρα μας σύστημα χωρισμού, αλλά χωρίς αγνόηση ή υποτίμηση μιας σημαντικότατης συνιστώσας της εθνικής και πολιτιστικής μας παράδοσης.
Υπό αυτό το πρίσμα, η πλέον καθαρή λύση είναι, νομίζω, μια διατύπωση σαν αυτήν του Συντάγματος της Ισπανίας, που προβλέπει μεν ότι “δεν υπάρχει επίσημο θρησκευτικό δόγμα του κράτους“, προσθέτει, όμως, ότι: “Οι δημόσιες αρχές θα λαμβάνουν υπόψη τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της ισπανικής κοινωνίας και θα διατηρούν τις ανάλογες σχέσεις συνεργασίας με την Καθολική Εκκλησία και τα άλλα δόγματα”.
Αν όμως επιλεγεί, για λόγους αναθεωρητικής τακτικής και πολιτικών ισορροπιών, η άτολμη λύση που προτείνει ο πρωθυπουργός, επιβάλλεται τουλάχιστον μια ερμηνευτική δήλωση (ανάλογη με αυτήν περί αντιρρησιών συνείδησης), με την οποία θα διευκρινίζεται ρητά και με σαφήνεια ότι καμία κρατική αρχή δεν θα μπορεί να χρησιμοποιεί τη συνταγματική διάταξη περί “επικρατούσας θρησκείας” σαν περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων».
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης έδωσαν στην «Εφ.Συν.» τις δικές τους θέσεις επί του θέματος, με εξαίρεση τη Ν.Δ. που δήλωσε πως απέχει από κάθε διάλογο εκτός Βουλής
Νέα Δημοκρατία:
«Αν πραγματικά ο κ. Τσίπρας ήθελε ένα νέο Σύνταγμα σε μια νέα Ελλάδα θα έπρεπε να αποδεχθεί την πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη για συναινετικό καθορισμό όσο το δυνατόν περισσότερων άρθρων προς αναθεώρηση, ώστε ο λαός με την ψήφο του να αποφασίσει στις εκλογές το περιεχόμενο των αλλαγών που απαιτούνται. Αντί γι’ αυτό, επιλέγει μια αέναη διαβούλευση. Εφόσον το θέμα θα συζητηθεί στη Βουλή τον Μάρτιο του 2017, εμείς έως τότε δεν πρόκειται να κάνουμε καμία συζήτηση ούτε προτιθέμεθα να παίξουμε το παιχνίδι της κυβέρνησης, που δεν είναι παρά υπεκφυγή και πρόφαση συζήτησης. Γι’ αυτό και δεν θα κάνουμε καμία δήλωση, ούτε για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, πέραν του ότι το άρθρο 3 για μας είναι αδιαπραγμάτευτο και δεν πρέπει να αλλάξει».
Δημοκρατική Συμπαράταξη:
«Υποστηρίζουμε την ουσιαστική και ειλικρινή επαναπλαισίωση των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας, έτσι ώστε να αποσαφηνίζεται ο διακριτός ρόλος της Εκκλησίας, μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον πραγματικής θρησκευτικής ελευθερίας και την κατάργηση προνομίων και την εισαγωγή κανόνων για τη δίκαιη φορολόγηση και την αποτελεσματική αξιοποίηση της εκκλησιαστικής και μοναστικής περιουσίας. Για μας, το άρθρο 3 καταργείται και το άρθρο 13 τροποποιείται ώστε να διασφαλίζεται πλήρως η θρησκευτική ελευθερία. Η οριοθέτηση των σχέσεων με την Εκκλησία θα προβλέπεται από ειδικό νόμο».
Ποτάμι:
«Πιστεύουμε πως το άρθρο 3 του Συντάγματος περί επικρατούσας θρησκείας πρέπει ν’ αλλάξει. Θα πρέπει να υπάρξει διαχωρισμός Εκκλησίας – Κράτους και το κράτος να είναι καθαρά κοσμικό. Επιθυμούμε να υπάρξει αλλαγή στο μάθημα των Θρησκευτικών, οι πολίτες με διαφορετικά θρησκεύματα, πέραν της Ορθοδοξίας, να έχουν την ίδια αντιμετώπιση, η προσευχή στα σχολεία να μην είναι υποχρεωτική».
ΚΚΕ:
«Εχουμε στο παρελθόν καταθέσει στη Βουλή και πρόταση νόμου για τον πλήρη διαχωρισμό του Κράτους από την Εκκλησία. Ουσιαστικά ο διαχωρισμός αυτός είναι ένας αστικός εκσυγχρονισμός, ο οποίος έχει θεσμοθετηθεί εδώ και αιώνες σε άλλα καπιταλιστικά κράτη και αφορά την ελευθερία συνείδησης, καθώς δεν θίγει σε τίποτα το δικαίωμα των θρησκευομένων να ασκήσουν ελεύθερα και ακώλυτα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα».
Ενωση Κεντρώων:
«Η Ενωση Κεντρώων είναι ξεκάθαρα υπέρ της ανεξιθρησκίας, δίχως αστερίσκους και εξαιρέσεις, στηρίζει ωστόσο την επίσημη θρησκεία και την Εκκλησία της Ελλάδος. Θεωρούμε προαιρετική την αναγραφή του θρησκεύματος σε οποιοδήποτε δημόσιο έγγραφο και εναπόκειται στην προσωπική βούληση του καθενός το αν θα το εκφράσει με τέτοιο τρόπο ή όχι. Αντίστοιχα ξεκάθαρες είναι και οι θέσεις μας απέναντι στη δίωξη θρησκευτικών μειονοτήτων, την οποία και δεν ανεχόμαστε. Καυτηριάζουμε τα κακώς κείμενα ανθρώπων της Εκκλησίας (παράνομος πλουτισμός, κακοδιαχείριση στα οικονομικά ενοριών και μητροπόλεων, φιλοδεξιές πολιτικές προπαγάνδες κ.ά.). Ωστόσο, η Εκκλησία δεν είναι μόνο τα λάθη μερίδας του κλήρου, καθώς έχει προσφέρει τα μέγιστα ανά τους αιώνες. Δεν μπορεί, όμως, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες να διαδραματίζει ρόλο επιρροής σε ζητήματα που αφορούν εξωτερική πολιτική, άμυνα, διαχείριση δημοσίων οικονομικών και σε τομείς όπου η πολιτεία εκπροσωπείται ξεκάθαρα από τα αρμόδια όργανά της, τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο».