the greek cloud | 02.08.2016 | 14:44
Το πλοίο «Παναγιά Τήνου» ακόμη βρίσκεται μισοβυθισμένο στο λιμάνι του Πειραιά σαν γριά που σκοντάφτει στο πεζοδρόμιο και φωνάζει για βοήθεια μέσα στο καταμεσήμερο σε άδεια γειτονιά, δεκαπενταύγουστο. Τα αριστερά πλευρά του πλοίου ανασηκωμένα καίγονται, ενώ τα δεξιά πνίγονται μέσα στα αδιαπέραστα πρασινωπά λιμνάζοντα νερά. Πόσο άραγε θα πλέει το φάντασμα μισορημαγμένο και αποδεχόμενο το πλιάτσικο σε ιστορία και ύλη;
Πέτυχα τις προάλλες έναν κύριο στο βαγόνι, ο οποίος μιλούσε στο κινητό του για το παραπάνω ζήτημα. Ήταν γεράκος με ένα κασκέτο και μια φρατζόλα ψωμί υπό μάλης. Ο συνομιλητής φαινόταν να ακούει παρά να μιλάει στην άλλη άκρη του τηλεφώνου. Δυσανασχετούσε ο συνεπιβάτης μου για το ναύαγιο του πλοίου και αναρωτιόταν γιατί ακόμα δεν το έχουν μαζέψει και πότε θα συμβεί αυτό. Μετά, έλεγε πόσο εύκολη είναι η διαδικασία της ρυμούλκησης και γιατί δεν νοιάζεται κανείς, πού είναι το κράτος, λίγα σκοινιά χρειάζονται και σου την κάνει στο πι και φι τη δουλειά εκείνος κτλ κτλ…
Στα τρένα συναντάς αυτούς τους ανθρώπους συχνά. Πλάθουν ιστορίες καταπληκτικές με πλοκή και σενάριο χωρίς κανένα συλλογιστικό κενό και για να μην τους περάσουν για τελείως κανονικούς και παράλογους καμώνονται πως μιλούν στο τηλέφωνο. Φαίνονται ικανοποιημένοι, ευχαριστημένοι που οι υπόλοιποι επιβάτες γίνονται ακούσια ωτακουστές των πλασματικών μυθιστοριών τους και κάποιου εγώ τους, ανύπαρκτο και μακρινό από το συμπαγές τώρα. Είναι εντελώς συναρπαστικό μέσα στην παραδοξότητά και την κενότητα του νοήματος που έχει η συγκεκριμένη πράξη. Δείγμα των καιρών, της ανύπαρκτης ιδιωτικότητας που έχουμε αποτινάξει λες και είναι ένα προβληματικό ψεγάδι μιάς πεθαμένης δυτικοευρωπαϊκής εποχής και της εμμονικής λατρείας να είμαστε κάτι πάνω από τους άλλους, επιχειρηματίες, δαιμόνιοι με γεμάτες τσέπες, πολυάσχολοι…. να μανιπουλάρουμε.
Η αστική τρέλα του δρόμου επαναπροσδιορίζεται, βασικά. Παλιά είχαμε τους τρελούς που αποκήρυσαν το καθεστώς και το σύστημα και αποδείκνυαν με επιχειρήματα και δηκτικό ύφος την ΑΛΗΘΕΙΑ. Κάθονταν στη μέση της πλατείας στο Μοναστηράκι σαν Μεσσίες και διαλαλούσαν την διανοητική τους πραγμάτεια. Εκπληκτικές ομιλίες, λαοπρόβλητοι δημαγωγοί με χάρισμα από το πουθενά. Μου άρεσαν.
Αυτοί που δεν μου αρέσουν είναι αυτοί που σε ρωτάνε πότε και πού θα πας διακοπές. Αν έχει ήδη πάει, σε κοιτάνε συμπονετικά που για σένα τελείωσε η ζωή. Η συμπόνια διογκώνεται σαν μπαλόνι παραφουσκωμένο με ήλιον, αν τους παραδεχτείς πως δεν πήγες σε κάποιο νησί, αλλά την έβγαλες σε κάποιο παραθεριστικό μέρος του κύριου ελλαδικού κορμού, στο οποίο έφτασες με αμάξι, κάρο ή γαϊδούρι και ουχί με πλοίο, αεροπλάνο, αερόστατο ή έστω γόνδολα. Είναι ένα περίεργο κατάλοιπο των ’90 το ψώνιο των διακοπών σε νησί, sony και ντε;! Βέβαια, κανείς δεν απαξιώνει την ποιητική και αισθητική απόλαυση και αξία των νησιών μας, αλλά ο σνομπισμός των ανθρώπων που διατηρείται αμείωτος αν δεν επισκέφθηκες κάποιο από αυτά είναι ένα παράλογο παράλληλο συναισθηματικό σύμπαν, που υπάρχουν είλωτες που δεν έχουν φωτογραφίες με τους μύλους της Μυκόνου ή την Πορταριά της Νάξου και καίγονται στα καζάνια του Πηλίου!
Αν προσθέσω και εκείνους που δεν τους αρέσει να μας εμπνέει ο Αύγουστος και ο Παπάζογλου, φτιάχνω ένα πανάσχημο κολάζ από φιγούρες παρμένους από πίνακες του Ιερώνυμου Μπος, οι οποίοι μου τρώνε τα εισιτήρια, τα ναύλα και τα μπανιερά για να μάθω που δεν έχω κάνει αρκετή ηλιοθεραπεία και τόλμησα να γυρίσω λευκή και άγλυκη από τις διακοπές.
Σας άρεσαν τα σουβενίρ μου;
Έχω και έξτρα γκρίνια, αν θέλετε στο επόμενο επεισόδιο.
Δειτε επίσης: