διον διομ μανιάς | 2η αυγ 2016
είπα να μη σου απαντήσω αλλά τ αποφάσισα γιατί ότι και να γράψεις με κάνεις και γελάω.
κεφ α΄ (το ρωγοβύζι)
ξέρεις γιατί οι δικές μας θέλουν να διώξουν τσι λουλουδούδες, τις εισαγόμενες, τα ξενάκια
τι κορμάρες είναι αυτές φίλε μου;
πια φτώχια, πια διατροφή, ποιος βουνίσιος αέρας, πιο γονίδιο;
και η δική μας η μενεγάκη, το απολειφάδι, με το μισό κολομέρι απ όξου τάχα μου, να βγάζει εκατομμύρια κι αυτές να πουλούνε λουλούδια, μα πόσο μαλάκες είμαστε;
άσχετο:
ήθελα να ξέρω προικισμένοι έλληνες σαν τον ηλία ψινάκη, που θα μπορούσαν να προσφέρουν πολλά στο πολιτισμό μας, γιατί σκοτώνουν το χρόνο, τη ζωή τους προωθώντας άχριστους μαλάκες
Τι σε μέλλει εσένανε
από πού είμαι εγώ
απ’ το Καραντάσι φως μου
ή απ’ το Κορδελιό
Τι σε μέλλει εσένανε
κι όλο με ρωτάς
από ποιο χωριό είμαι εγώ
αφού δε μ’ αγαπάς
Απ’ τον τόπο που είμαι εγώ
ξέυρουν ν’ αγαπούν
ξεύρουν τον καημό να κρύβουν
ξεύρουν να γλεντούν
Τι σε μέλλει εσένανε
κι όλο με ρωτάς
από ποιο χωριό είμαι εγώ
αφού δε μ’ αγαπάς
Τι σε μέλλει εσένανε
κι όλο με ρωτάς
αφού δε με λυπάσαι φως μου
και με τυραγνάς
Τι σε μέλλει εσένανε
κι όλο με ρωτάς
από ποιο χωριό είμαι εγώ
αφού δε μ’ αγαπάς
Απ’ τη Σμύρνη έρχομαι
να βρω παρηγοριά
να βρω μες στην Αθήνα μας
αγάπη κι αγκαλιά
Τι σε μέλλει εσένανε
κι όλο με ρωτάς
από ποιο χωριό είμαι εγώ
αφού δε μ’ αγαπάς.
κεφ β΄ (τα πανηγύρια)
όσο για τα πανηγύρια φίλε μου, άδικο έχεις,
είμαστε για τα πανηγύρια, είτε σ αρέσουνε είτε όχι.
τα καψουροτράγουδα, τα σκυλάδικα γενικά κι ο αρχαίος μας πολιτισμός αντάμα
κεφ γ΄ (το παπαδαριό)
μπράβο μας
εμείς τα θέλουμε έτσι φίλε μου
μια φορά ένας ανιψίδι μου με τρία μεταπτυχιακά και δύο διδακτορικά μου είπε
εμείς θα τ αφήσουμε όπως τα βρήκαμε από τους πατεράδες μας.
μεγάλο λαμόγιο που λες, πολλά στη UBS.
έτσι μας θέλουν οι ελίτ, ζώα να μας βόσκουν, γι αυτό σπουδάζουν, αυτό μαθαίνουν
ε ρε εμπόριο το παπαδαριό
τι ιερά κόκαλα, τι ιερές παντόφλες, τι καντήλια τσου πεθαμένους, τι ξέθαμα νεκρών, ότι παπαριά μπορείς να φανταστείς για να μας τ αρπάζουν τα λαμόγια.
όταν σου λέω ότι τα θέλουμε, ότι μας αρέσουνε δεν με πιστεύεις
κεφ δ΄ (τραβέρσο ανάποδο)
το μόνο που έχω να σου πω φίλε
“θεριά οι ανθρώποι και δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν”
κι ένα του βάρναλη
Πού να σε κρύψω γιόκα μου
να μη σε φτάνουν οι κακοί
σε ποιο νησί του ωκεανού
σε πια κορφή ερημική.
Δε θα σε μάθω να μιλάς
και τ’ άδικο φωνάξεις
ξέρω πως θα χεις την καρδιά
τόσο καλή τόσο γλυκή
που μες τα βρόχια της οργής
ταχειά, ταχειά θε να σπαράξεις.
Συ θα’χεις μάτια γαλανά
θα ‘χεις κορμάκι τρυφερό
θα σε φυλάω από ματιά κακή
και από κακό καιρό
Από το πρώτο ξάφνιασμα
της ξυπνημένης νιότης
δεν είσαι συ για μάχητες
δεν είσαι συ για το σταυρό
εσύ νοικοκερόπουλο
όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης
Κι αν κάποτε τα φρένα σου
το δίκιο φως της αστραπής
κι αν η αλήθεια σου ζητήσουνε
παιδάκι μου να μην τα πεις
Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν
το φως να το σηκώσουν
δεν είναι η αλήθεια πιο χρυσή
απ’ την αλήθεια της σιωπής
χίλιες φορές να γεννηθείς
τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν
[divider] [/divider] [divider] [/divider]
κι ένα ακόμη
Σ’ αυτόν η αγάπη προσφέρει
το ποτήρι του αίματος μας.
Σ’ αυτόν το πνεύμα σωριάζει
τα άστρα που τρύγησε απο
τους ουράνιους κήπους.
Γι’ αυτόν ανοίγει τα φτερά της
η πεταλούδα της ωραίας μας στιγμής.
Γι’αυτόν ανθίζουν οι κρίνοι των κυμάτων
στο αλέτρι της πλώρης.
Γι’αυτόν απ’το δέντρο της ζωής μας
πέφτουν αργά αργά τα χρυσά φύλλα
της πείρας και της υποταγής.
Τον Ήλιο σκλαβώνουν
οι ζωγράφοι και διηγούνται τα έργα του.
Στα χιόνια των μαρμάρων κατοικούν
οι ευγενικές του μορφές.
Στη Σιωπή ανθίζουν οι αιώνιες ιδέες του.
Δόξα στον Πόνο που σε σπάραξε
Μητέρα των θλιμμένων.