thegreekcloud | 04.08.2016 | 15:00
Στην πρώτη τριάδα με τα sos καλοκαίρι εστί καρπουζίλα, γεμιστά και μυρωδιά πευκοβελόνας. Στην ιερολογημένη καλοκαιρινή μυθολογία η καρπουζίλα έρχεται απο καρπούζι που διάλεξε ο πατέρας, τα γεμιστά τα μαγείρεψε η μαμά και οι πευκοβελόνες μυρίζουν ξερή πευκοβελονίλα μεσημέρι στο Δήλεσι, μετά το σετ γεμιστά/καρπούζι και πριν τον μπάτη.
Στη δεύτερη τριάδα με τα sos καλοκαίρι εστί ατέλειωτη αφιονισμένη ποδηλατάδα, μπάνιο του σκοτωμού με μάσκα/αναπνευστήρα και κάποιο βουνό για ανελέητη πεζοπορία από αυτές που σε ενώνουν σε ευθεία εξ ιδρώτα γραμμή με τον αρχαίο σκληρό πρόγονο που μέτρησε με βιά τη γη μέχρι να βρει τη γη του.
Στην τρίτη τριάδα με τα sos καλοκαίρι εστί “μια παραλία ερημική και να απλώναμε εκεί της ζωής μας το βήμα”, μαμά-πατέρας σε αναγνωριστική ανά τριήμερο κλήση για επιβεβαίωση ότι ένθεν κακείθεν της γραμμής είμαστε ακόμα ζωντανοί και μετά ανακατωμένα ένας Αύγουστος επιστροφής στην Κωσταντινούπολη, ένας άγουρος Σεπτέμβριος στη Βαρκελώνη, δυο σπαρτιατικά παγωτένια μπάνια σε Πολυλίμνιο και Νέδα, κάτι καντήλια στα δρακάκια της Δρακόλιμνης που τελικά ήταν σαύρες, μια κουτρουβάλα στο Σαρακήνικο, μια ξαφνική καταιγίδα στο Ημεροβίγλι, η κρυφή παραλία με τη σπηλιά στη νότιο Πελοπόννησο, ένα άγριο μπάνιο σε μανιασμένη θάλασσα στα Φαλάσαρνα και ένα στην Ελιά, ωραία Χανιά Ι και μετά Χανιά ΙΙ μαγικά, ένα απόγευμα χειροπιαστής γαλήνης στην Καρδαμύλη, η βόλτα στο Δάσος των Κενταύρων, η βουτιά στις Κολυμπήθρες του Αλή πασά, ο γρίφος του Βοϊδομάτη, το προσκύνημα στους Δελφούς και στα πιο ωραία ντολμαδάκια της Αράχωβας, ο ήχος μιας παράκλησης που μας ήρθε ξαφνικά στη μέση του πουθενά από παρατημένο ξωκλησάκι δε θυμάμαι πού, μια τρομερή ταρατσάδα που γκουγκλάραμε αστερισμούς στην Ύδρα, ο μίλκυ πάνω από τα Σφακιά, οι μακρινοί κεραυνοί ένα βράδυ στο Πήλιο, τα ερείπια του ρώσικου ναύσταθμου στον Πόρο με την καντίνα να παίζει στο τρανζίστορ τα αμερικάνικα και το βράδυ ο Αλντεμπαράν να μας ψάχνει με γουρλωμένη την αγριοματάρα για να μας δωσει την ευχή του, ματαιωμένα απο την πραγματικότητα σχέδια με τα κορίτσια για Ιταλία, για Ντουμπρόβνικ, για γύρο της Πορτογαλίας, για Γιβραλτάρ, για Αίγυπτο και για Μαρόκο, σμικρυμένα από την πραγματικότητα σχέδια με το αγόρι για μακρύ ινδιάνικο ξεροψημένο καλοκαίρι, το πρότζεκτ Γαύδος, το πρότζεκτ Τριζόνια-Ερατεινή-Ναύπακτος, ξανά ο Πόρος, ξανά η Κρήτη, η περιέργεια για το Ιόνιο και η σκέψη για ταξίδι σε πιο βόρειο Ελλάδα, στα Βοδενά του Δραξάν, στη Βεργίνα του Ανδρόνικου, στα Μετέωρα των γονιών μου, στα Κουρφάλια του Γιοβάν και του Γρέγου, στη Θεσσαλονίκη του πρόξενου Κορομηλά, στην Ξάνθη του Μάνου και στην Αλεξανδρούπολη της αδελφής μου.
Όλα τα αγαπώ και αυτά που έγιναν και αυτά που ακυρώθηκαν και αυτά που δεν αναφέρω και αυτά που θα ‘ρθουν. Αλλα η νεφελοκοκκυγία μου, η στιγμή της απόλυτης, ουτοπικής πια ευτυχίας που, αν μπορούσα θα την έχτιζα στα σύννεφα και θα την προστάτευα με τοίχο, είναι ενα απλό βράδυ στις πολύ αρχές του Δημοτικού, μέσα καλοκαιριού στο Δήλεσι, εν αναμονή φιλοξενούμενων, με το παπί μου τον μπιμπίκο φρεσκοπλυμένο αγκαλιά μου, με τα τα γεμιστά της μαμάς που ήταν γερή και το καρπούζι του πατέρα που ήταν νέος είχαν όλοι τους κέφια και όρεξη και τους τούμπαρα και παίξαμε γκρινιάρη σε μια παρτίδα που μας φάγανε τα κουνούπια, γελάσαμε πολύ, στραβοκοίταζε μισονυσταγμένος ο μπιμπίκος και κέρδισε η μάνα.
Δειτε επίσης: