διον διομ μανιάς
δεν τ αποφάσισα, δεν το σκέφτηκα, γιατί διάβασα το πιο κάτω άρθρο του χρήστου γιανναρά που λέει:
“αν έχει νόημα η λέξη «κόλαση», σίγουρα σημαίνει τον βασανισμό να ζει κανείς τη μία και μοναδική ζωή του σε κοινωνία που κυριαρχούν η συμβατικότητα, τα προσχήματα, ο αμοραλισμός”.
και ότι:
ο λόγος είναι απόλυτα υποταγμένος στην προτεραιότητα δημιουργίας εντυπώσεων.
τι να πεις και με ποιόν να τα πεις, που λέι κι ο φίλος μου ο aris
σκέφτεσαι λοιπόν σοβαρά και σ όλους λες μαλακίες εκτός της κόρη σου της συβαρίτισσας.
έτσι κρατάς καθαρό το μυαλό σου σεβόμενος και τους συνανθρώπους σου.
να μειώνεσαι είναι δικαίωμα, να μειώνεις είναι έγκλημα είτε γίνεται συνειδητά είτε ασυνείδητα.
επιλογές δεν υπάρχουν
ή είσαι ο πρώτος, ο ωραίος, ο μεγάλος, ο ξύπνιος, ο σωστός
ή ο μαλάκας.
είναι στάση ζωής να προσπαθείς να είσαι ο πρώτος κι απαιτεί να διαθέτεις χρόνο και αντοχές που κουράζουν, βαρέθηκα το χτύπημα από το κύμα στη μάσκα, μια ζωή, για να κερδίσω τι; σε ταρακουνάει και καμιά φορά αν ξεχαστείς σε μπαντάρει.
το να είσαι μαλάκας πάει κάτου σαν μέλι, τους γράφεις όλους κανονικά, λίγος αέρας στα πανιά, με γλύκα το κύμα, καμιά βολτούλα, χρόνος για σκέψη κι άστους να βράζουνε στο ζουμί τους, τους μαλάκες
φιλάκια
Baby , I don’t know
Just why I love you so
Maybe it’s just the way
That God made me this day
Baby, I don’t know
Just why I love you so
Maybe it’s just the way
That God made me this day
Honey, I hear you
And I’m feeling for you
It won’t be too long till
We’re back as one again
[divider] [/divider] [divider] [/divider]
I still don’t know what I was waiting for
And my time was running wild
A million dead-end streets
Every time I thought I’d got it made
It seemed the taste was not so sweet
So I turned myself to face me
But I’ve never caught a glimpse
Of how the others must see the faker
I’m much too fast to take that test
Ch-ch-ch-ch-Changes (Turn and face the strange)
Turn and face the strain
Ch-ch-Changes
Don’t have to be a richer man
Ch-ch-ch-ch-Changes
Ch-ch-Changes (Turn and face the strange)
Don’t want to be a better man
Time may change me
But I can’t trace time
I watch the ripples change their size
But never leave the stream
Of warm impermanence and
So the days float through my eyes
But the days still seem the same
And these children that you spit on
As they try to change their worlds
Are immune to your consultations
They’re quite aware of what they’re going through
Ch-ch-ch-ch-Changes
Ch-ch-Changes (Turn and face the strange)
Don’t tell them to grow up and out of it
Ch-ch-ch-ch-Changes (Turn and face the strange)
Where’s your shame
You’ve left us up to our necks in it
Time may change me
But you can’t trace time
Strange fascination, fascinating me
Changes are taking the pace I’m going thru
Ch-ch-ch-ch-Changes
Ch-ch-Changes (Turn and face the strange)
Look out you Rock’n’ rollers
Ch-ch-ch-ch-Changes
Ch-ch-Changes (Turn and face the strange)
Pretty soon now you’re gonna get older
Time may change me
But I can’t trace time
I said that time may change me
But I can’t trace time
Written by David Bowie
[divider] [/divider] [divider] [/divider]
Του Χρηστου Γιανναρα
Τι θα πει «αμοραλισμός», ποια η σημασία του; Η λέξη δεν έχει καταγωγή ελληνική, τη φτιάξαμε από το γαλλικό amoral που σημαίνει, όπως διαβάζουμε στο Robert Micro: «ο ξένος (άσχετος) με την ηθικότητα». Διαφέρει, δηλαδή, ο αμοραλιστής από τον ανήθικο. Ο ανήθικος εναντιώνεται στις αρχές της ηθικής, ενεργεί ενάντια στην ηθική. Ενώ αμοραλιστής είναι ο αδιάφορος για την ηθική, αυτός που δεν θέτει θέμα διαφοράς του «καλού» από το «κακό», αρνείται να διακρίνει το ηθικό από το ανήθικο.
Σίγουρα ο ορισμός του «καλού» και του «κακού» είναι συμβατικός, προϊόν χρησιμοθηρικής σύμβασης – συμφωνίας. Συνδέεται, ωστόσο, και με μια πραγματιστική εκδοχή όταν διαστέλλει το αληθινό από το ψεύτικο, το γνήσιο από το αλλοτριωμένο. Συχνά, επίσης, συνδέεται στον κοινωνικό βίο το «κακό» με το άλογο, άρα με το ενστικτώδες, το ορμέμφυτο, το κτηνώδες, δηλαδή με τον εγωκεντρισμό, την ιδιοτέλεια. Τότε το «καλό» ταυτίζεται με ό,τι υπηρετεί τις σχέσεις κοινωνίας, ό,τι συνιστά έμπρακτη έγνοια για τη συλλογικότητα, ετοιμότητα αυθυπέρβασης.
Και ας έρθουμε στη λέξη «πρόσχημα». Λεξικογραφεί ο Μπαμπινιώτης: «Πρόσχημα λέμε ό,τι προβάλλεται ως δικαιολογία, την προσπάθεια να κινούνται οι δικαιολογίες σε πλαίσια συμβατικά, δηλαδή να είναι αληθοφανείς, να μην γίνεται προφανές το ψεύδος». Και ποιος ο ορισμός του «συμβατικού», της «συμβατικότητας»; Η λέξη θέλει να ξεχωρίσει αυτό που γίνεται ανεκτό με κοινή συμφωνία – σύμβαση, να το διαστείλει από το κοινά και αυτονόητα αποδεκτό. Σε μια συλλογικότητα υφίστανται κάποιες άτυπες, σιωπηρές συμφωνίες ανοχής και κατάφασης τυποποιημένων προτύπων συμπεριφοράς με περιστασιακό, χρηστικό χαρακτήρα, προτύπων άσχετων με την ειλικρίνεια και γνησιότητα της συμπεριφοράς.
Το ερώτημα που προετοιμάζει αυτή «η των λέξεων επίσκεψις» είναι συγκεκριμένο και ρεαλιστικό: Η συμβατικότητα, η κυριαρχία των προσχημάτων, ο αμοραλισμός, συνιστούν συμπτώματα που παρακολουθούν παντού και πάντοτε τον λεγόμενο «δημόσιο βίο» μιας κοινωνίας; Είναι μια αναπόφευκτη αναγκαιότητα του δημόσιου βίου; Το ερώτημα ζητάει απάντηση διαπιστωτική και οι διαπιστωτικές αποφάνσεις έχουν πολλή σχετικότητα. Για να είναι στοιχειωδώς έγκυρες προαπαιτείται σοβαρή μελέτη της Ιστορίας αλλά και του επίκαιρου διεθνικού «παραδείγματος» – τελικά συναρτώνται οπωσδήποτε και με την κριτική ευφυΐα, την απροκατάληπτη, του ανθρώπου που τολμάει τη διαπιστωτική απόφανση.
Με όλες τις επιφυλάξεις σχετικότητας και διαψευσιμότητος των διαπιστώσεών της, μια πρώτη απαντητική πρόταση στο παραπάνω ερώτημα θα μπορούσε να ορίζει ότι: Σε κάποιο ποσοστό η συμβατικότητα στον δημόσιο βίο είναι και αναπόφευκτη και υποχρεωτική. Και αυτό επειδή εξασφαλίζει, με το κύρος της κοινής συναίνεσης – σύμβασης, το χρηστικό ελάχιστο του σεβασμού που απαιτείται για τους δεσμούς των κοινωνικών λειτουργημάτων και για τους λειτουργούς των θεσμών. Το να πειθαρχούμε στις συμβατικές οριοθετήσεις τόσο της γλώσσας όσο και της συμπεριφοράς, να πειθαρχούμε ειλικρινά ή προσχηματικά, συνειδητά ή από συνήθεια, είναι όρος λειτουργικότητας του δημόσιου βίου, προϋπόθεση για την αποδοτικότητα των θεσμών. Θεσμών που εξασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή και ευρυθμία.
Η συμβατικότητα στον δημόσιο βίο είναι αναπόφευκτη, αλλά σε κάποιο ποσοστό. Το ποσοστό κυριαρχίας της συμβατικότητας κρίνει το επίπεδο μιας κοινωνίας: τη στάθμη καλλιέργειας και ανάπτυξης, την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού, τις ζωτικές προτεραιότητες της θεσμικής οργάνωσης. Από το ποσοστό της συμβατικότητας στον δημόσιο βίο κρίνεται και η παρακμή, η αποδιοργάνωση, ο εκφυλισμός μιας κοινωνίας.
Οπου πλεονάζει κυριαρχικά η συμβατικότητα, οι συμπεριφορές είναι προσχηματικές, αμβλύνονται τα κριτήρια διάκρισης ποιοτήτων, γίνεται αυτονόητη η αναξιοκρατία. Και αυτονόητη αναξιοκρατία σημαίνει κατίσχυση του αμοραλισμού. Οι κοινωνικές προτεραιότητες περιθωριοποιούνται μέχρις εξαφάνισης, η κτηνώδης αλογία του εγωκεντρισμού αναδείχνεται πρότυπο βίου. Χάνεται ή και χλευάζεται η διάκριση «καλού» και «κακού», ηθικού και ανήθικου, γνησιότητας και αλλοτρίωσης. Η κυριαρχία της συμβατικότητας στον δημόσιο βίο αποδείχνεται σημάδι προχωρημένης, ίσως και μη αναστρέψιμης παρακμής μιας κοινωνίας, τεκμήριο ελαχιστοποίησης και προμήνυμα αφανισμού των προϋποθέσεων συνοχής της συλλογικότητας.
Πότε είναι γόνιμη και αναγκαία η πειθάρχηση στις συμβατικές οριοθετήσεις γλώσσας και συμπεριφοράς και πότε εκφαυλιστική και παρακμιακή; Προφανέστατα είναι λειτουργική η συμβατικότητα όταν συνειδητά υπηρετεί τις σχέσεις κοινωνίας και καταστροφική όταν διευκολύνει την ιδιοτέλεια, τον αντικοινωνικό ατομοκεντρισμό. Θεσμικά (δηλαδή πολιτικά, με κανονιστικές διατάξεις) να οριοθετηθεί η διάκριση και διαφορά, μοιάζει μάλλον αδύνατο. Μόνο έμμεση μπορεί να είναι η πολιτική παρέμβαση: μέτρα για τη συνεχή αναβάθμιση της κατά κεφαλήν καλλιέργειας – απόλυτη προτεραιότητα της εκπαίδευσης, κοινωνικός έλεγχος των ΜΜΕ, άτεγκτη αξιοκρατία σε κάθε πτυχή λειτουργίας του κράτους. Τέτοιες έμμεσες παρεμβάσεις «χτίζουν» προοδευτικά την απροσδιόριστη αλλά καθολική «αίσθηση» ορίων της γόνιμης και της νεκρωτικής (της κοινωνικής και της αντικοινωνικής) συμβατικότητας.
Μιλάμε για νέκρα, όταν ο λόγος στο κοινοβούλιο είναι κατά 99,9% συμβατικός και σπάνια, σπανιότατα ανιδιοτελής και γνήσιος. Οταν και εκτός κοινοβουλίου ο πολιτικός λόγος είναι απόλυτα υποταγμένος στην προτεραιότητα δημιουργίας εντυπώσεων. Οταν τα κομματικά συνέδρια, αντί να παράγουν πολιτικό προβληματισμό, ξεπέφτουν σε μικρονοϊκή και εξευτελιστική στη συμβατικότητά της ρητορεία. Οταν οι επιφορτισμένοι με την ευθύνη εκπροσώπησης της αγωνίας και της πίκρας του λαού χειροκροτούν όρθιοι, σαν ευτελείς λακέδες, ολίγιστους θλιβερούς στην ανεπάρκειά τους ηγέτες, προϊόντα συμβατικής εξισορρόπησης συμφερόντων.
Νέκρα, όταν τίμιοι άνθρωποι, ευφυείς, με προσχήματα παιδαριώδη και κριτήρια απολύτως αμοραλιστικά, επαινούν, βραβεύουν, χειροκροτούν ατάλαντους καλλιτέχνες, μετριότατους έως και κωμικούς συγγραφείς, επιπόλαιους ή επιδεικτικά χυδαίους δημοσιογράφους, αφόρητης πλήξης και κενότητας θεάματα. Σε κοινωνίες παρακμής οι άνθρωποι φτάνουμε να ψηφίζουμε για άρχοντες και εξουσιαστές μας θλιβερά εκτοπλάσματα της κοινωνικής συμβατικότητας, γιατί έχουμε χάσει την ικανότητα να ξεχωρίζουμε τα πρόσωπα από τα προσωπεία, το πραγματικό από το επίπλαστο.
Αν έχει νόημα η λέξη «κόλαση», σίγουρα σημαίνει τον βασανισμό να ζει κανείς τη μία και μοναδική ζωή του σε κοινωνία που κυριαρχούν η συμβατικότητα, τα προσχήματα, ο αμοραλισμός.