Photo : Yure Nagashima
thegreekcloud | 09.08.2016 | 21:51
Σύκα. Πολλά. Οι συκιές ήταν εχθροί μας, όποιος προλάβαινε τρυγούσε. Πόσα να φας; τέσσερα, πέντε, έξη; τα άλλα στην τσέπη -που κόλλαγε μετά- για το σπίτι, τότε δεν ξέραμε τι μπορεί να σημαίνει το take no prisoners.
Μούρα στο στόμα, στο χώμα, βαμμένα χείλια, βαμμένα χέρια, βαμμένα παντελόνια και μπλούζες, η σκιά της μουριάς πάντα μύριζε αλλιώς. Απαγορευμένα, συνήθως. Κλέβαμε μούρα απ΄τις ξένες. Μόνο. Από τότε εμπεδώσαμε ότι το ξένο είναι πιο καλό. Κι ας σε βάφει, ανεξίτηλα πολλές φορές.
Ψωμί με θρεψίνη. Μια μέρα Αυγούστου την σκότωσε εν ψυχρώ η μερέντα.
Γυναίκες….πφφ….
Πάγος ψυγείου. Ωραία ψυγεία. Είχαν ένα τεράστιο κομμάτι νερογρανίτας μέσα τους, έκοβα στα κλεφτά με το μαχαίρι μια γωνιά απ’ τον πάγο και έγλυφα μέχρι να λιώσουν τα δάχτυλά μου ή να γίνει μουσκίδι η φανέλα μου. Αυτόν με την πέτσινη ποδιά που έφερνε με το τρίκυκλο τον πάγο και έκοβε στα δυο με το πριόνι την κολώνα για να την πιάσει μετά με την φοβερή και τρομερή του λαβίδα τον είδα μετά από χρόνια στις ταινίες του Τιμ Μπάρτον και του Γουές Κρέιβεν. Απέθαντος ο καργιόλης…
Βυσσινάδα από βύσσινο γλυκό και παγωμένο νερό. Καμιά τιποτένια δεν έχει το ηθικό ανάστημα -ως και σήμερα- να αναμετρηθεί μαζί της.
Τα σουτζουκάκια του Κουμαρέλα, στη γωνία της πλατείας. Με το φωτισμένο ρολόι απέναντι να χτυπάει εννιά. Δέκα. Το έντεκα το ακούσαμε στο δρόμο για το σπίτι. Μέχρι και σήμερα πιστεύω ότι ο Κουμαρέλας ήταν ένας εξωγήινος που κατέβηκε σ΄αυτόν τον πλανήτη για να μάθει στους γήινους πώς φτιάχνονται τα σουτζουκάκια. Μετά πήγε και σε άλλους γαλαξίες για να μεταδώσει αυτή τη γνώση. Συνταγή δεν άφησε φεύγοντας. Το ρολόι το άφησε.
Γκαζόζα Εσπέρια. Παίρναμε μια κάσα -δεκάξι μπουκάλια είχε, θυμάμαι- πορτοκαλάδες και από μισή λεμονάδες και γκαζόζες. Αυτές ήταν δικές μου, όταν ερχόταν η κάσα κερνούσα μια στον Σωτηράκη από δίπλα και τέλος. Κάθε βδομάδα ανανεώναμε την κάβα μέχρι που ένα καλοκαίρι η Εσπέρια δεν ξαναφάνηκε. Πολύ μου κακοφάνηκε. Μετά έφυγε κι ο Σωτηράκης.
Παγωτό κασσάτο Άσος. Και ο ανταγωνιστής, Τάσος. Ένα κάθε μέρα. «Εσύ ρε πόσα παγωτά έφαγες φέτος;», «εβδομήντα», «εγώ εβδομηνταένα», «ναι αλλά εγώ έκανα πιο πολλά μπάνια από σένα»…
Ψάρι πλακί. Τίμια μοιρασμένο, τόσες μερίδες όσα τα κεφάλια στο τραπέζι. Με μπόλικη ντομάτα, σκόρδο, μαϊντανό και κρεμμύδια για να φτουρήσουν οι μπουκιές. Το σιχαινόμουν.
Βρεμένα τσιμέντα και σκάλες. Κάθε απομεσήμερο. Και μετά ξανά το απόγευμα. Για να στεγνώσουν, να μπουν κουρελούδες πάνω τους και να πιάσουν μανάδες και γιαγιάδες γειτόνισσες κουβέντα ως αργά το βράδι. Αργά. Σάμπως έβλεπε ρολόι καμιά τους; Μόνο όταν ήταν να μας φωνάξουν σπίτι δεν λάθευαν στην ώρα.
Καλαμπόκια βραστά. Ψητά. Αλατισμένα. Κολλημένα στο δόντι. Κάθε μέρα. «Πριν πέσεις για ύπνο να πλύνεις τα δόντια σου, κολγκέιτ με γκαρντόλ σου πήρα, μη φυτρώσει καλαμποκιά μέσα σου», «καλά μαμά», «καλάθια».
Μια φέτα ψωμί, ένας κεφτές, πάντα κρύος, το απογευματινό μου, τη μέρα που είχαμε ζεστούς το μεσημέρι. Όμως οι ζεστοί της γειτόνισσας μύριζαν πάντα καλύτερα, ειδικά τη μέρα που εμείς είχαμε φασολάκια.
Βύσσινο γλυκό πάνω σε ψωμί με καλό βούτυρο, το άλλο απογευματινό μου. Αυτό έτρωγε η αστική τάξη. Η εργατική έτρωγε ψωμί με καφέ και ζάχαρη. Μερικές φορές έτρωγα κι εγώ ψωμί με καφέ και ζάχαρη κι από τότε δεν μπόρεσα να ξεκαθαρίσω τι σόι αστική καταγωγή είχα αφού δεν έτρωγα κάθε μέρα κεφτέδες ή βύσσινο γλυκό πάνω σε καλό βούτυρο.
Μυρωδιά ασβέστη σε δέντρα και πεζούλια. Κυκλάδες στη Θράκη, έτσι κάναμε παλιά. Αλλά όχι από καμιά ζήλια, μη φανταστείς, άλλωστε τι θα πει Μύκονος μόνο απ’ τη Γεωγραφία και τους χάρτες ξέραμε. Μετά μάθαμε ότι είναι ένα νησί που έχουν έναν πελεκάνο και έναν γαλάτη και είπαμε «παράξενο νησί», μετά μάθαμε κι άλλα πολλά αλλά γίναμε κι εμείς παράξενοι οπότε τους αφήσαμε στην ησυχία τους. Σταματήσαμε και να ασβεστώνουμε.
Τα Σεραφίνο, τα Τιραμόλα, τα Μπλεκ. Το ορκίζομαι, τα καλοκαιρινά-διπλά τεύχη- μύριζαν. Μάλλον τα ψέκαζαν με κάτι για να μην απεξαρτηθούμε ως το φθινόπωρο.
Δυο κιλά ντομάτες «για σαλάτα». Όσες ξέμεναν και δεν άντεχαν τις κακουχίες, πήγαιναν στο διπλανό τελάρο, «για φαγητό». Μερικές φορές παίρναμε απ’ αυτές του φαγητού και τις κάναμε σαλάτα. Δεν καταλάβαινα γιατί, τότε. Σήμερα μια χαρά το καταλαβαίνω αλλά ντοματίλα δεν μυρίζει καμία.
Γεμιστά πιπέρια και τομάτες στο ταψί που γύριζε απ το φούρνο της κάτω γειτονιάς. Μίσησα την ώρα και τη στιγμή που μπήκε η Siemens –ε ναι, ψέματα να λέω; – σπίτι και σταμάτησαν η γιαγιά μου και η μάνα μου να τρέχουν στο φούρνο, αυτές ξεκουράστηκαν κι εγώ πιπέρια δεν ξανάφαγα δυο καλοκαίρια, έτσι για να τους μάθω να κάνουν μαλακίες αγοράζοντας άχρηστες συσκευές.
Το κερί μέσα στο άδειο καρπούζι-φαναράκι. Στο ξανάπα, νομίζω : αν κάτι μυρίζει καλοκαίρι στη συναχωμένη μνήμη μου, αυτό είναι.
Ένα Φαντάζιο με τη Θάλεια Παπάζογλου ξεβράκωτη, είχε ξεδιπλωμένη μιαν άκρη σελίδας -εκείνες τις «ξεκόλλα και μύρισε»- και νόμιζα πως μύριζε το δέρμα της Αqua Velva. Έκανα ένα μήνα να συνέλθω. Τον επόμενο Ιούλιο τσοντάραμε όλοι και πήραμε Playboy. Ο πιο ξύπνιος έβρεξε ένα βαμβάκι με οινόπνευμα για να βγάλει τα σημάδια του μαρκαδόρου πάνω απ τα γυμνά στήθια. Εκείνος ο Ιούλιος μύριζε οινόπνευμα, όπως όλο το περιοδικό. Ρώγες δεν είδαμε. Ευτυχώς διαπιστώσαμε, καιρό αργότερα, ότι τα αληθινά μυρίζαν αλλιώς.
Σπόρια και Ταμ-Ταμ στα θερινά Ηλύσια. Δεν με ενδιαφέρει τι παίζει. Ήθελα ένα σακουλάκι σπόρια και Ταμ-Ταμ. Και να βγάλω τα πέδιλα για να ακουμπήσω τα ξυπόλητα πόδια μου πάνω στα χαλίκια. Πίνοντας Ταμ-Ταμ, απέναντι απ’ την οθόνη, χαμογελώντας στα σκοτεινά.
Το ντι ντι τι. Δεν υπήρχε μικρή Τερέζα που μπορούσε να αντισταθεί στη γοητεία του φλιτ του. Εδώ που τα λέμε ακόμη και μεγάλη –σα μικρός δεινόσαυρος- θα υπέκυπτε.
Kρέμα ξυρίσματος Kolynos και η βρεγμένη βούρτσα ξυρίσματος του πατέρα μου. Πολύ λυπήθηκα όταν μια μέρα είδα το μπολάκι που έφτιαχνε τον αφρό να φιλοξενεί κέρματα εντός του και έναν φριχτό αφρό Splendid να φιλοξενείται στο ντουλαπάκι του μπάνιου. Δεν τον είχα για τόσο άσπλαχνο.
Ο κόκκινος τραχανάς που στέγνωνε στο πίσω δωμάτιο. Δεν την άντεχα εκείνη τη μυρωδιά, πρώτη φορά κατόρθωσα να φάω τραχανά τριάντα χρόνια μετά. Κόκκινο. Τον άσπρο τον ξερνούσα, βαρέθηκαν να σκουπίζουν φορμάικες, μουσαμάδες και μωσαϊκά, ξεμπέρδεψα.
Κοτόπουλο τηγανισμένο με καλό βούτυρο στον Τεκέ. Οι κάμπιες απ τα δέντρα πέφτουν σαν καμικάζι στα κίτρινα πιάτα αλλά απτόητος συνεχίζω να κάνω παπάρες. Κάποιος βάζει στο τζουκ-μποξ Τζίμη Μακούλη, ο μπαμπάς μου παίρνει τη μάνα μου για να χορέψουν στη μικρή πίστα και μ’ αφήνουν μόνο με τα κοτόπουλα, τις κάμπιες και δυο Fix. Άμα αφήσεις μικρό παιδί με μια μπίρα δίπλα, ενηλικιώνεται απότομα. Ειδικά αν είναι Αύγουστος.
Ο ιδρώτας ανάμεσα στα στήθη της κυρίας Χρυσοσπάθη όταν έσκυβε στο ψυγείο για να μας γεμίσει τα χωνάκια με κρέμα-σοκολάτα. Ποιο παγωτό ήταν πιο βαθιά; εκείνο διαλέγαμε, εντάξει, η γαλατού μας δεν ήταν ακριβώς η Malena αλλά άμα είσαι δεκατρία όλα τα γυναικεία στήθη με κρέμα-σοκολάτα είναι γεμάτα. Δυο μεγάλα χωνάκια που λιώναν μέσα στο μυαλό μας. Και λίγο παρακάτω….
Φρέσκα σκορδάκια απ΄τον κήπο. Σκέτα. Με τυρί, ελιά και ψωμί, πλάκα ή φόρμα. Μύριζα δεν μύριζα χέστηκα. Μικρό ήμουν, φιλιά δεν έπαιρνα, δεν έδινα. Και στην καρδιά της Τρανσυλβανίας να με άφηναν νυχτιάτικα, θα με βρίσκαν σώο και αδάγκωτο την επόμενη μέρα.
Κοκοράκια γλειφιτζούρια με κόκκινη ζάχαρη και καραμελωμένο φιρίκι-γλειφιτζούρι. Αυτό ήταν για τα πλούσια της γειτονιάς, εγώ κι ο αδερφός μου δεν ήμασταν απ΄τα φτωχά αλλά η μάνα μας έλεγε να μη το παίρνουμε γιατί πριν το καραμελώσουν ήταν άπλυτο και έτσι έμεινε. Την πίστεψα ο σιχασιάρης, ποτέ δεν δοκίμασα.
Μπάμιες μέσα σε νερό με ξύδι «για να μη μαυρίσουν». Μετά σκέτες. Μια Κυριακή στις τέσσερις και με κοτόπουλο. Ωραίο φαΐ, το καλύτερο μη σου πω, όταν είχαμε μπάμιες εγώ έτρωγα τηγανητές πατάτες.
Νivea και Atrix για τα χέρια απ τους συγγενείς της Γερμανίας. Αυτοί οι περίεργοι άνθρωποι με τα περίεργα αυτοκίνητα που είχαν οβάλ πινακίδες, κατέβαιναν μόνο τα καλοκαίρια για να σώσουν τα χέρια των γυναικών από τις φοβερές κακουχίες ώστε να μπορούν να αγγίζουν μετά τους άντρες τους χωρίς να τους γρατζουνάνε. Εμείς συγγενή στη Γερμανία δεν είχαμε αλλά παραγγέλναμε τις νιβέες μας σε συγγενείς γειτόνων κι έτσι τα χέρια της μάνας μου τα χρωστάνε όλα στην καλοσύνη –με το αζημίωτο- των ξένων.
Συμπυκνωμένος χυμός πορτοκάλι σε γυάλινο μπουκάλι. Κρύο, παγωμένο νερό για να αραιώσει η αντιβίωση. Μη το βάλετε χέρι κι αυτό, για κέρασμα το ΄χω..
Ο παππούς μου επιστρέφει σπίτι, κρεμάει το ψαθάκι του στο καρφί δίπλα στον καθρέφτη, τη μυρωδιά απ’ το ιδρωμένο καπέλο –Σταμίων ήταν- δεν την ξεχνώ, αυτή η μυρωδιά ήταν ο παππούς μου, πλένει χέρια, κάθεται στο μικρό τραπέζι της αυλής, ένα ποτήρι ούζο Τσότρα μπροστά του, δυο ελιές, μια φέτα παστουρμά. Και μετά αργιάνι, φορώντας το άσπρο του φανελάκι, πριν πέσει για σιέστα. Ιεροτελεστία. Sacred Summer, πράγματι..
Το πρώτο τζιντζερ-έιλ που ήπια στο Ξενία, όταν τελειώσαν οι εξετάσεις της Δευτέρας Γυμνασίου, για να το γιορτάσω, τόσο βαριές μου έπεσαν. Ως και σήμερα πάντα έχω δυο τρία κουτάκια στο ψυγείο, σαν αγχολυτικά. Για να βεβαιωθώ πως τέλειωσαν οι εξετάσεις και δεν θα με φωνάξουν για να ξαναδώσω.
Πάρα πολύ μουρουνέλαιο. Άγνωστο γιατί, μου το δίναν πάντα καλοκαιριάτικα, τόσο δηλαδή που νόμιζα ότι οι μουρούνες –που δεν είναι μουρούνες- είναι καημένα ψάρια που ζουν μόνο τρεις μήνες το χρόνο και παίρνουν το ζουμί τους για να το δίνουν σε τσογλανάκια σαν κι εμένα που όλα τα φαγητά μου ξίνιζαν και μου βρώμιζαν. Αν με δεις σήμερα, θα πεις έπιασε τόπο. Ο αδερφός μου έπεσε μέσα σε ένα μπουκάλι, όπως ο Οβελίξ στη μαρμίτα, κι αν τον δεις σήμερα θα πεις ότι έπιασε τζακποτ. Ώρες ώρες σκέφτομαι πως θυσιάστηκε αυτός για να σωθώ εγώ.
Αληθινά γλυκά, σε ωραίο πιατάκι, με ένα ποτήρι κρύο νερό δίπλα, ντοματάκι ασβεστωμένο και τραγανό, καρπούζι τυλιχτό, τύφλα να ‘χουν τα σαραγλί και τα ελατήρια, μελιτζανάκι γλυκό με καρφωμένο ένα γαρύφαλλο στον μελιτζανί κώλο του. Καίσια και κολοκύθια δεν έτρωγα, άμα έχεις μελιτζανάκι δεν ασχολείσαι με δεύτερης διαλογής κώλους.
Τα άσπρα λαστιχένια παπούτσια της θάλασσας στη σακκούλα με τα μαγιώ. Ούτε το αλάτι μύριζε, ούτε το ιώδιο, παρά μόνο το λάστιχο. Έσκισα τρία ζευγάρια παίζοντας μπάλα στην ξεραμένη λιμνοθάλασσα πίσω απ την παραλία. Για δοκάρια δυο κουβαδάκια…
Ψόφιες γάτες σε έρημες και χορταριασμένες αυλές. Βόθροι που ξεχείλιζαν περιμένοντας τον καθυστερημένο αχόρταγο. Δεν ξέρω αν φταίνε τα γατιά ή το μαλθακό παχύ μας έντερο σήμερα, αλλά ακόμη και τα βρωμερά καλοκαίρια μύριζαν καλύτερα τότε.
Ο βραδινός δροσερός αέρας στο δωμάτιό μου, με την αφίσα του Κούδα πάνω απ’ το κεφάλι μου. Μύριζε. Ο αέρας, όχι ο αρχηγός. Το συμπύκνωμα μιας ολόκληρης καλοκαιρινής μέρας, με γδαρμένα γόνατα, χτυπημένους αστραγάλους και πλυμένα πόδια στη βρύση της αυλής. Για να μη γίνουν τα καθαρά σεντόνια «σαν τα μούτρα μου». Τι κακό έχουν τα μούτρα ενός εντεκάχρονου δηλαδή; εκτός απ’ το ότι μπορεί να ‘πεσε για ύπνο με κανένα κολλημένο κουκούτσι από καρπούζι πάνω τους…
Περιττό να σου πω –αλλά θα στο πω για να σφιχτεί και το δικό σου το στομάχι- ότι σαν ερχόταν η ώρα για ξυμένα μολύβια, σβήστρες και ένα κομάτι λαγάνας γεμιστής με βούτυρο κραφτ και μουρταδέλα μέσα στην τσάντα, ήξερα πως το θέρος παρήλθε. Tώρα το νιώθω και με τις μισές αισθήσεις… όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος τόσο πιο ολιγαρκής στις μνήμες γίνεται.