Posted by sarant στο 18 Αυγούστου, 2016
Απόψε είναι πανσέληνος, ή τουλάχιστον έτσι διαβάζω εδώ, αν και οι εκδηλώσεις σε αρχαιολογικούς και άλλους σημαδιακούς χώρους ξεκίνησαν από χτες, μια και η αυγουστιάτικη πανσέληνος είναι κάτι το ξεχωριστό.
Φέτος η αυγουστιάτικη πανσέληνος πέφτει σχεδόν στη μέση του μήνα, ενώ πέρυσι παραλίγο να είχαμε δυο φεγγάρια τον Αύγουστο, όπως είναι ο τίτλος εκείνης της παλιάς ταινίας του Φέρρη, αλλά τελικά είχαμε δυο φεγγάρια τον Ιούλιο, στις 2 και στις 31 του μήνα. Αφού πανσέληνος από πανσέληνο απέχουν 29 μέρες και κάτι, μερικές χρονιές έχουμε μήνα με δυο φεγγάρια, ενώ άλλες, όπως φέτος, όχι.
Οι παλιοί πολιτισμοί μετρούσαν τον χρόνο με τις φάσεις του φεγγαριού και είχαν σεληνιακούς μήνες και σεληνιακό ημερολόγιο -εβραίοι και μουσουλμάνοι το έχουν άλλωστε κρατήσει, είναι μία από τις πολλές ομοιότητες των δύο θρησκειών.
Αλλά και σε ετυμολογικό επίπεδο φαίνεται η αδιάρρηκτη σχέση σελήνης και ημερολογίου, αφού η αρχαϊκή λέξη για τη σελήνη ήταν «μήνη», λέξη συγγενική με τη λέξη «μην», που αρχικά σήμαινε τον σεληνιακό μήνα. Από τη μήνη και ο μηνίσκος, ο χόνδρος που έχουμε στο γόνατο και ταλαιπωρεί τους αθλητές, ιδίως τους ποδοσφαιριστές, που ονομάστηκε έτσι επειδή έχει σχήμα ημισελήνου.
Όσο για το φεγγάρι, το βρίσκουμε ως ‘φεγγάριν’ και ‘φεγγάριον’ σε διάφορα μεσαιωνικά δημώδη κείμενα. Το ‘φεγγάριον’ είναι υποκοριστικό της λέξης «φέγγος», που ήταν αρχικά το φως, η λάμψη αλλά σταδιακά η σημασία του ειδικεύτηκε να σημαίνει το σεληνόφως. «Φως ημέρας, φέγγος σελήνης» εξηγεί ο λεξικογράφος Ησύχιος.
Αλλά για το φεγγάρι μπορούμε να γράψουμε όχι άρθρο παρά βιβλίο ολόκληρο -και επειδή μόλις έχω έρθει από ταξίδι δεν έχω τέτοιαν αντοχή. Οπότε, σας αφήνω να αφιερώσετε εσείς τραγούδια, ποιήματα ή ό,τι άλλο στο αυγουστιάτικο φεγγάρι -κι εγώ θα συμβάλω με ένα χρονογράφημα που έγραψε ο Βάρναλης τον Αύγουστο του 1941, ακριβώς για να υμνήσει την αυγουστιάτικη πανσέληνο και για να θυμηθεί την αγαπημένη του Αίγινα, από την οποία μόλις επέστρεψα κι εγώ.
Σεληνιασμός…
Ο «ήλιος του μεσονυκτίου», τ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι, που δεν έχει ούτε ανατολή, ούτε δύση, η αποθέωση της νύχτας μια φορά το χρόνο, άνοιξε τους κρουνούς του από τα μεσούρανα και πλημμύρισε με τα μοβ χρυσάφια του το σύμπαν. Όλα ακινητούνε μαγεμένα· όλα σιωπούν ονειρευάμενα· όλα βαστάνε την ανάσα τους δεμένα σφιχτά συναμεταξύ τους. Ο ήλιος κομματιάζει την πλάση, το φεγγάρι την ενώνει –«έν το παν». Δεν υπάρχει τίποτα από το θαμπότερο αστέρι ίσαμε το τελευταίο χρυσό βότσαλο, που να μην έχουνε την ίδια ψυχή, να μην ονειρεύονται το ίδιο όνειρο και να μη καρδιοχτυπούνε με τον ίδιο παλμό.
Πώς να κλείσει μάτι ο άνθρωπος! Κι αν το κλείσει, το φεγγάρι περνάει από τα βλέφαρά του και κατεβαίνει στην ψυχή του και «δουλεύει» εκεί μέσα: κάνει τα μάγια του και τα θάματά του! Το φεγγάρι εισδύει παντού. Περνάει τζάμια και τοίχους. Γιατί εξαερώνει τα πάντα. Και μετεωρίζει την ύπαρξη μεταξύ φθοράς και αθανασίας.
Τα βουνά έχουν εξαϋλωθεί. Τα δέντρα σκόρπια ή πολλά μαζί έχουνε γίνει σκοτεινοπράσινος αχνός. Η θάλασσα είναι μια πυρωμένη μετάλλινη πλάκα. Τα γιασεμιά στους φράχτες μοσκοβολάνε δυνατότερα. Και τα μπάρσαμα των πεύκων από τα βουνά και τους κήπους ταξιδεύουνε μακρύτερα. Όπου ίσκιος κι ένα πνεύμα ισκιερό. Κι όλα πνεύματα αγαθά.
Το φεγγάρι έχει ραντίσει τα πάντα με το νερό της νιότης και δεν τα χωράει ο τόπος! Οράματα μιας υπερκόσμιας πλάσης αναδύονται από το άγνωστο, που αύριο θα είναι πάλι άγνωστο, όπως ήτανε και πριν. Δεν υπάρχει τρόπος να σωθεί κανείς από τη μυστική γοητεία. Αλλά και δεν υπάρχει κανείς και τίποτα που να θέλει να σωθεί!
Πώς λοιπόν να κοιμηθεί κανείς; Απόψε ο ύπνος, ο ωραίος έφηβος με τα δυο μικρά φτερούγια, τα φυτρωμένα στα μελίγγια του (τα φτερούγια του στοχασμού, που δεν τα κουράζει κανένα «διάστημα») ο «άναξ πάντων τε θεών πάντων τ’ ανθρώπων», έχασε τη βασιλεία του για μια-δυο νύχτες και γυρίζει κι αυτός τις στράτες τ’ ουρανού και της γης άστεγος και… άυπνος!
Ο ουρανός είναι βαθύτερος από άλλοτες. Γιατί τα άστρα μικρύνανε τόσο πολύ, που ο κρουσταλλένιος θόλος μοιάζει ν’ ανέβηκε ψηλότερα. Όλα τα «μεγέθη» έχουνε χαθεί. Κι όλα τα περιγράμματα των όντων έχουν διαλυθεί. Οι εφτά παρθένες της Πούλιας, που «τρεμοδακρύζουν αιώνια αγκαλιασμένες» (όπως λέγει ο Χρηστομάνος) έχουνε φύγει. Και μοναχά ο Ζευς ετόλμησε να βγει στην «υπερκόσμια γλάρα» με το αδύναμο λυχνάρι του, που όλο σβήνει.
Κι ο παλιός ταξιδευτής, που δεν είχε τότες περάσει τα τριάντα κι έτσι δεν είχε πάρει ακόμα τίποτα στα σοβαρά (δηλ. στα τραγικά) ξαπλωμένος απάνω στην ταράτσα του μια κλει και μια ανοίγει τα μάτια του και μ’ αυτό το φτεροκόπημα των βλεφάρων του ταξιδεύει και πάλι. Στο αγαπημένο του νησί του Σαρωνικού.
Πεσμένος μπρούμυτα στα βράχια οσμίζεται την άρμη και κοιτάει τον πράσινο βυθό με τα κινούμενα χόρτα και με τα πολλά αστράμματα. Έως τη χαραυγή! Μέσα στο λιμάνι η «Πόπη», η «Αγγελική», η «Βαρβάρα» –όλες οι γνωστές φιλάρεσκες των κυμάτων– κρεμάσανε στα κατάρτια τους από ένα φεγγάρι και στα πλάγια τους ένας ανεπαίσθητος φλοίσβος, σαν αργό καρδιοχτύπι ή σαν υγρό φιλί στο στόμα, τις κάνει να ριγούν. Τα σπίτια από ξανθό μάλαμα ή από καμένο ασήμι ζυγιάζονται τον αέρα και δοκιμάζουνε τα φτερά τους, έτοιμα να φύγουν. Για πού; Αλλ’ αυτό είναι η μεγάλη ηδονή. Να φεύγεις και να μην ξέρεις πού πας. Όπου να γυρίσεις να ιδείς στο νερό κι ένα ολοστρόγγυλο φεγγάρι κολυμπάει σαν φωτεινή μέδουσα, ανοιγοκλείνοντας τα πλοκάμια του. Όλα μοιάζουνε ψεύτικα· και το ψέμα είναι ανώτερο από την αλήθεια. Κι όταν ξημερώματα πάει στο σπίτι του να ξεκουραστεί, βρίσκει το φεγγάρι στο… κρεβάτι του. Από τ’ ανοιχτό παράθυρο αντικρίζει για χιλιοστή φορά στο απέναντι χωράφι το γάιδαρο, που όλη νύχτα «αγραυλεί» μαγεμένος κι αυτός, όπως είναι μαγεμένα και το πηγάδι και τα θερισμένα στάχια και το κυπαρίσσι πέρα και το καμπαναριό παραπέρα κι η Γενοβέφα στον τοίχο! Μια ευχάριστη μυρωδιά ανεβαίνει από τα θυμάρια, από τις συκιές, από τα φρεσκοσαπουνισμένα σανίδια του πατώματος –μια στοργική αγκαλιά, αόρατη, τον σφίγγει, αγκαλιά δροσερή σαν από τρεχούμενα νερά. Είναι ευτυχής, δηλ. ήτανε!
Στο παράθυρο άφησε η νοικοκυρά ένα βαθύ πιάτο με φρέσκα σταφύλια και σύκα, δίπλα στο κανάτι του νερού. Η καλοσύνη των στοιχείων, η καλοσύνη των απλών ανθρώπων και προπαντός τα νιάτα κάμνανε τότε την υψηλότερην αρμονία της χαράς… Από το φως της νύχτας περνούσε στο φως της ημέρας, χωρίς διακοπή – και τ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι έλαμπε ολοχρονίς.
(Ο Βάρναλης αναφέρεται σε ένα όχι πολύ γνωστό ποίημα του Χρηστομάνου: «Πέρα / τρεμοδακρύζουν αιώνια αγκαλιασμένες / της Πούλιας οι εφτά Παρθένες/ Πέρα ακόμη, / της νεκρής Βασίλισσας η κόμη / στην υπερκόσμια γλάρα διάφανη ανεμίζει», στίχοι από το ποίημα «Νυχτερινό» του Κ. Χρηστομάνου που δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο του 1907 στο 4ο τεύχος του περιοδικού Ηγησώ, που το εξέδιδε συντροφιά δέκα νέων, που ένας τους ήταν ο Βάρναλης).