the greek cloud | 24.08.2016 | 16:55
Μανόλης Σαββίδης
Ο Αύγουστος τελειώνει. Ήδη από τις 16 Αυγούστου οι παραθεριστές άρχισαν να επιστρέφουν στα αστικά κέντρα, κομίζοντες την τρομεράν ευχή: «Καλό χειμώνα!»
Τον κακό τους τον καιρό, θα απαντήσετε. Επειδή τελειώσανε οι δικές τους διακοπές, δεν σημαίνει ότι τελειώσανε και οι δικές σας. Και σίγουρα δεν τελείωσε το καλοκαίρι: το καλοκαίρι στο βόρειο ημισφαίριο, λέει η επιστήμη, ορίζεται από το Θερινό Ηλιοστάσι (21 Ιουνίου) ως την Φθινοπωρινή Ισημερία (21 Σεπτεμβρίου). Επίσης, οι εποχές του χρόνου είναι από αρχαιοτάτων χρόνων τέσσερεις, και μετά το καλοκαίρι δεν ακολουθεί ο χειμώνας, ακολουθεί το φθινόπωρο. Γιατί λοιπόν οι συμπολίτες μας επιμένουν να μας εύχονται «καλό χειμώνα» τέσσερεις ολάκερους μήνες πριν την ώρα του;
Η απάντηση είναι απλή: γιατί έχουν μια λαθεμένη αντίληψη περί των κοινωνικών υποχρεώσεων στις οποίες εντάσσεται αυτή η ευχή. Έτσι δημιουργούνται δύσκολες καταστάσεις, όταν συναντάς καλοπροαίρετους ανθρώπους που σου εύχονται άλλα αντ’ άλλων, και προβληματίζεσαι για το πώς να αντιδράσεις. Να αντευχηθείς; Όχι, προς Θεού! Να τους διορθώσεις; Ματαιόσπουδο. Να τους πεις ότι δεν ξέρουν τι τους γίνεται, και δεν δίνουν σημασία στα λόγια τους; Δεν είναι διόλου ευγενικό. Να τους αγνοήσεις; Σχετικά ανώδυνο, αλλά αγενές σε άλλο επίπεδο. Τότε;
Δεν υπάρχει γενική απάντηση περί του πρακτέου. Υπάρχει όμως γενική απάντηση στο ερώτημα Γιατί νομίζουν οι συμπολίτες μας ότι πρέπει να ευχηθούν έτσι, και ίσως από την εξέτασή του να μπορούν να προκύψουν κάποια συμπεράσματα που θα μας επιτρέψουν να πράξουμε κατά κρίση και συνείδηση.
Μπορούμε να διακρίνουμε τις ευχές σε δύο είδη, τις ευχές χαιρετισμού και τις ευχές αποχαιρετισμού. (Είμαι σίγουρος ότι κάποιοι ειδικοί –γλωσσολόγοι, λαογράφοι ή κοινωνιολόγοι– θα με εγκαλέσουν για έλλειμμα επιστημονικότητας και ορολογίας. Το ξέρω ότι έχουμε πολλών ειδών ευχές, εορταστικές και άλλες κατά περίσταση, αλλά ας περιοριστούμε προσώρας σε αυτά τα δύο είδη. Και ούτε κουβέντα για κατάρες.)
Οι ευχές χαιρετισμού είναι αυτές που απευθύνουμε όταν συναντάμε κάποιον, οι δε ευχές αποχαιρετισμού είναι αυτές που απευθύνουμε ως κατευόδιο όταν χωρίζουμε. Παράδειγμα ευχής χαιρετισμού είναι το «καλημέρα», το οποίο απευθύνουμε μόνον όταν συναντάμε κάποιον, και ποτέ όταν χωρίζουμε. Παράδειγμα ευχής αποχαιρετισμού είναι το «καληνύχτα», το οποίο απευθύνουμε όταν χωρίζουμε, και ποτέ όταν συναντάμε κάποιον. Με εξαίρεση το απλό «γεια», οι δυο ευχές είναι κατά κανόνα διαφορετικές.
Η ευχή «καλό χειμώνα» είναι μια ευχή αποχαιρετισμού που χρησιμοποιείται πλέον λανθασμένα, ως ευχή χαιρετισμού. Δηλαδή, οι παραθεριστές που ολοκλήρωναν τις διακοπές τους στην επαρχία και δεν θα ξαναέβλεπαν τους ντόπιους πριν από τις επόμενες καλοκαιρινές διακοπές, τον επόμενο χρόνο, ακούγανε (και αντεύχονταν) την ευχή καλό χειμώνα νά ’χουμε, δηλαδή ως του χρόνου που θα ιδωθούμε να μη σας κάψει ο χιονιάς τη σοδειά, μην πλημμυρίσουνε τα χωράφια, μην παγώσουνε τα κοπάδια, μην ψοφήσουνε τα ζώα, μην πεθάνετε.
Επιστρέφοντας στις πόλεις τους, οι πρώην παραθεριστές διατηρούσαν την ανάμνηση της ευχής αποχαιρετισμού που τους είχαν απευθύνει οι ευγενείς κάτοικοι της περιφέρειας, και άρχισαν να την χρησιμοποιούν διστακτικά, συχνά με τη μορφή ερωτήσεως, σε όσους συναντούσαν: Να πούμε καλό χειμώνα; Είχαν, βλέπετε, ασυναίσθητη επίγνωση ότι κάποιο λάθος έκαναν, και ότι ο χειμώνας, καλός ή κακός, είναι ασυμβίβαστος με θερμοκρασία τριανταπέντε βαθμών Κελσίου. Με τον καιρό, το ερωτηματικό εξέπεσε, και οι τέως τουρίστες απευθύνουν ένα βροντερό «καλό χειμώνα» σε όποιον συναντούν, γιατί έτσι νομίζουν ότι απαιτούν οι καλοί τρόποι και οι κοινωνικές συμβάσεις. Το ακούνε άλλωστε στο δρόμο, στη δουλειά, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση…
Εδώ και δεκαπέντε χρόνια περνώ κάθε Αύγουστο στην Αθήνα, και ξέρω ακριβώς πότε άκουσα για πρώτη φορά την ευχή «καλό χειμώνα» πέρυσι (24 Αυγούστου) και φέτος (17 Αυγούστου). Παρατήρησα επίσης φέτος ότι άρχισε να ακούγεται δειλά και η ευχή «καλό φθινόπωρο», εξ ίσου λανθασμένη. Αν έπρεπε σώνει και καλά να ευχηθούμε κάτι το «καλό» που να είναι και εποχικό, θα μπορούσαμε την 1η Σεπτεμβρίου να ευχόμαστε και «καλή χρονιά», επειδή αυτή η ημέρα είναι η αρχή του εκκλησιαστικού έτους (αρχή της Ινδίκτου), αλλά τι τα θέλετε, έχουμε αποκοπεί από τις θρησκευτικές παραδόσεις.
Η χρήση νομιμοποιεί, λέει μια θεωρία. Ναι, αλλά η γενικευμένη λανθασμένη χρήση αυτής μιας ευχής δεν την κάνει σωστή, απλώς τη νομιμοποιεί. Και δυστυχώς το «καλό χειμώνα» δεν είναι η μόνη περίπτωση. Υπάρχει και άλλη, πολύ συχνότερη, σε καθημερινή χρήση, που οφείλεται και αυτή σε λαθεμένη αντίληψη περί κοινωνικών υποχρεώσεων αλλά και σε άγνοια της ελληνικής γλώσσας.
Εδώ και μερικά χρόνια, έχει επικρατήσει στα αστικά κέντρα η ευχή «καλησπέρα» αντί του «καλημέρα» μετά την δωδεκάτη μεσημβρινή. Την ακούμε παντού και από τους πάντες: τηλεφωνητές, πωλητές, δημοσιογράφους του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης (που ήταν και οι πρώτοι διδάξαντες). Ουσιαστικά ευχόμαστε «καλό βράδυ» με τον ήλιο να καίει πάνωθέ μας, γιατί αγνοούμε ότι η εσπέρα είναι το διάστημα από την δύση του ηλίου ώς τη νύχτα, ήγουν το βράδυ. (Για να επιστρέψουμε στη θρησκευτική παράδοση: ξέρετε εσείς κανέναν εσπερινό να τελείται μεσημεριάτικα;)
Εδώ η αιτιολογία του σφάλματος είναι λίγο πιο περίπλοκη. Δεν είναι μόνον ότι δεν ξέρουμε τι σημαίνει αυτή η εξωτική λέξη «εσπέρα» που χρησιμοποιούμε, αλλά θέλουμε να γίνουμε Αμερικανοί. Αυτοί είναι που έχουν τις ευχές «good morning», «good afternoon», «good evening» και «good night». Τι κι αν οι Έλληνες είχαν μόνον τρεις, δηλαδή «καλημέρα» όταν συναντούσαν κάποιον και ο ήλιος έλαμπε, «καλησπέρα» όταν συναντούσαν κάποιον και ο ήλιος είχε δύσει, και «καληνύχτα» όταν χωρίζανε; Θα επανεφεύρουμε τις κοινωνικές και γλωσσικές συμβάσεις, γιατί δεν μπορούμε να υπολοιπόμεθα των πεπολιτισμένων Αμερικανών. Δεν είμεθα δα και επαρχιώται του πολιτισμού. Ή μήπως είμαστε;
Έχω έναν πολιτισμένο Αμερικανό φίλο, νεοελληνιστή, κάτοχο της ελληνικής, που έρχεται κάθε καλοκαίρι στη χώρα μας. Πρόπερσι με ρώτησε για πρώτη φορά, «τι έχουν πάθει οι άνθρωποι και μου εύχονται good evening από το μεσημέρι;» Του εξήγησα ότι οι Αθηναίοι Έλληνες δεν δείχνουν να είναι ιδιαίτερα υπερήφανοι για τη γλώσσα και την παράδοσή τους, και ότι στ’ αλήθεια μάλλον θα θέλανε να είναι κάτι άλλο, χλιδάτο, όπως αυτά που βλέπουνε στην τηλεόραση, χωρίς ρυπαρούς προγόνους και δυσάρεστο παρελθόν. Οι μόνοι που θέλουν να γίνουν Έλληνες είναι κάτι Αλβανοί μετανάστες που πιστεύουν (όσο πιστεύουν ακόμη) στο μύθο της Νέας Ελλάδας. Εμείς ήδη διαμορφώνουμε τη Νεότερη Ελλάδα.
Παραθέτω απόσπασμα από μαρτυρία παρελθόντος καλοκαιριού, προ ενενήντα τεσσάρων ετών, όταν η Νέα Ελλάδα ήταν υπό διαμόρφωση και οι Ρωμιοί γινόντουσαν Νεοέλληνες, κομίζοντας τις παραδόσεις, τις αναμνήσεις και τις ευχές τους. Μια από αυτές ήταν και το «ώρα καλή», ευχή που άκουγα παιδί από τη μάνα μου και την ακούω ολοένα και πιο σπάνια, μόνον από ηλικιωμένους ανθρώπους.
Στην Αγία Παρασκευή ιδίως, κάτω από μια μισοκατεστραμμένη καμάρα που στηρίζεται σε αρχαίες κολώνες με πανέμορφα κιονόκρανα, στοιβάζεται ένα απερίγραπτο τσούρμο ανθρώπων […] Τα ρακένδυτα παιδιά, κάτωχρα, ταλαιπωρημένα από την ελονοσία, κρέμονται από τα ρούχα του ξένου ζητιανεύοντας μια δεκάρα. Οι γιαγιάδες κάθονται οκλαδόν δίπλα σε ξύλινες κούνιες που κρέμονται από λεπτά σκοινιά και ανασηκώνονται αμέσως, δείχνοντας τις εικόνες που έφεραν μαζί τους φεύγοντας, όπως ο Αινείας μετέφερε τους θεούς του. Διηγούνται τα βάσανά τους στα ελληνικά της Ιωνίας και η χροιά τους μου φαίνεται πιο γλυκειά απ’ ό,τι το ιδίωμα των Θρακιωτών και των Μακεδόνων. […] Η ελεημοσύνη δεν αρκεί σ’ αυτούς τους δύστυχους αν δεν συνοδεύεται από ένα χαμόγελο. Συχνά μία από τις γυναίκες αυτές θα αναζητήσει ένα λουλούδι, ένα κλωναράκι από κάποιο γειτονικό κήπο για να σου το προσφέρει. Και πρέπει να δεχτείς το δώρο που συνοδεύεται από ευχές για καλοτυχία και από τον όμορφο εκείνο χαιρετισμό που θυμίζει τη γλύκα της ζωής που φεύγει σαν να μας καλεί να την αδράξουμε: «Ώρα καλή!»
«Ώρα καλή!» μάς έλεγαν οι πρόσφυγες της Αγίας Παρασκευής. «Ώρα καλή!» επαναλάμβαναν οι πρόσφυγες των Αγίων Αποστόλων, καθισμένοι στο βυζαντινό νάρθηκα, μαζεμένοι στην αυλή, κάτω από τα καταπράσινα δέντρα δίπλα σ’ ένα παλιό πηγάδι. […] Υπάρχει ο πόλεμος που καταστρέφει τον κόσμο, υπάρχει ένα απερίγραπτο ξέσπασμα φρικαλεοτήτων, ανοησίας, πόνου και μίσους… Και όσοι είναι εδώ έχουν χάσει τα πάντα! Όμως οι ροδιές κοκκινίζουν, οι τριανταφυλλιές λυγίζουν από τα άνθη, οι πελαργοί χτυπάνε χαρούμενα τα ράμφη τους πάνω στο μιναρέ, οι κοπέλες είναι ελκυστικές παρά τη δυστυχία τους […] Η στιγμή είναι όμορφη. Ώρα καλή!
(Marcelle Tinayre, Ένα καλοκαίρι στη Θεσσαλονίκη: Απρίλιος-Σεπτέμβριος 1916»,
μετ. Αλεξανδρα Νεστοροπούλου, Λάμπρος Φλιτούρης, εκδ. Ασίνη, Αθήνα 2008)
Ίσως αυτή να είναι η απάντηση στο αρχικό ερώτημα: την επόμενη φορά που κάποιος σας ευχηθεί «καλό χειμώνα», απαντήστε του «ώρα καλή». Άλλωστε οι εποχές λεγόντουσαν και ώρες στα ελληνικά…
[ αναδημοσιεύεται από εδώ ]
Δειτε επίσης:
Κώστας Καναβούρης: Ποιότητα: ο πατέρας μου