amancalledkkmoiris | sep 2nd, 2016 ~ kapa
Είμαι ρηχός, είμαι ελαττωματικός, είμαι πιο χλιαρός κι από νερό της βρύσης εν μέσω καύσωνα, μα η παραλία αυτής της ’ερωτικής’ πόλης ανέκαθεν με φόβιζε ακόμη κι όταν η επιφάνειά της ήταν πιο επίπεδη κι από φρεσκοστρωμένο μεταξωτό σεντόνι. Δεν ξέρω αν είναι κάποιο παιδικό τραύμα, κατάλοιπο, απώθηση, πως τα λένε οι shrinks. Τη θάλασσα απέναντι την έβλεπα σαν στόμα ανοιχτό και σκοτεινό, έτοιμο να σε καταπιεί αν ξεγελαστείς και πας κοντά του. Ακόμη και τώρα που πέρασαν τα χρόνια και πάλεψα να ξεθαρρέψω, μια άσχημη είδηση αρκεί για να με ξαναστείλει πίσω, στο απέναντι πεζοδρόμιο ή είκοσι μέτρα μακριά, χαζεύοντας με ασφάλεια τους τολμηρούς που τρέχουν πλάι της με τα ντράι φιτ τους, βαδίζουν πιασμένοι χεράκι χεράκι, κάνουν ποδήλατο, τρώνε μαλλί της γριάς, πετάνε τσόφλια από σπόρια καταγής, ρίχνουν πετονιές, πουλάνε πρέζα, βγάζουν σέλφι στο χείλος της και -οι πιο γενναίοι- ακουμπώντας ,σχεδόν, το νερό με τα λερωμένα σταράκια τους.
Αν είχε κάμπο εκεί, στη θέση του Θερμαϊκού, θα ήταν μια -ακόμη- κακάσχημη πόλη. Ανοχύρωτη στις ισιάδες που φτάνουν ως εκεί που πάει το μάτι, σε άλλες βαρετές ισιάδες δηλαδή που τις βαφτίζουν ’ορίζοντα’ για να κανακεύουν τους άνεργους ποιητές.
Μα δεν είναι έκπληξη, για μένα, το ότι νιώθω μιαν ακαθόριστη ασφάλεια μέσα στη βαρεμάρα, παρατηρώντας ίσιες κι ακίνητες γραμμές σαν αυτές που αφήνουν πίσω τους οι άρτι αποδημήσαντες και όχι τις αφρισμένες ή ασημένιες της γαλάζιας έκτασης. Ο Καββαδίας δεν θα καταδεχόταν να μου ρίξει μισή ματιά, είμαι σίγουρος ότι δεν θα πέταγε καν σωσίβιο ακόμη κι αν μ’ έβλεπε να πνίγομαι μέσα σε μια κουταλιά τσιμέντο.
Related