thegreekcloud | 15.09.2016 | 09:41
Φιλοθέη Βαρσαμή
Πήγα κάποια στιγμή τον Αύγουστο, όταν ακόμα είχε ζέστες, σε οικογένεια πολυαγαπημένων μου κάπου στην Αττική, σχετικά αργούτσικα το βράδυ, κατά τις 22.30. Τους επισκέπτομαι συχνά, ξέρω τους δρόμους, τους γείτονες, τις ιστορίες τους. Στο απέναντι σπίτι έχω μάθει ότι κουβαλιέται βαρύς σταυρός, γιος σαραντακάτι ετών μπλεγμένος από αμνημονεύτων με ουσίες και εξαρτήσεις. Αυτό που λέμε πρεζόνι με όλο το πρεζονοπακέτο: και εξάρσεις και υφέσεις και μικρο-μεγαλο-σουφρώματα και λίγα ποινικούλια και μια απλή μάνα να κλαίει και ένας απλός πατέρας να θρηνεί και μια ζωή να κυλάει βαριά και ασήκωτη.
Φτάνοντας πάρκαρα και πήγα προς την πόρτα των πεφιλημένων μου. Το σπίτι των γειτόνων είναι σε χαμηλό λοφάκι ακριβώς απέναντι, ένα λοφάκι που, η πλευρά του προς το σπίτι των δικών μου, ειναι γεμάτη ξερόχορτα και έχει ένα μικρό μονοπατάκι για όποιον θελει να κόβει δρόμο και να μην κάνει τεράστιο κύκλο για να φτάσει στον παράλληλο δρόμο ―κυρίως τα παιδιά που για να πάνε σχολειο κόβουν δρόμο από το μόνοπατάκι.
Βλέπω λοιπόν βραδιάτικα μέσα στην ντάλα ζέστη, αυτόν τον τύπο τον εξαρτημένο, πρεζόνι, όπως θέλετε πείτε τον να χει πετάξει τη μπλούζα του και μετα μανίας να φτυαρίζει την πλευρά του λόφου προς το σπίτι των δικών μου. Γύριζε αυτό το κιτρινόμαυρο πρόσωπο με τα λίγα μαύρα δόντια προς το μέρος μου και φώναζε ως το δρόμο θα φτάσω, ως το δρόμο.
Να σας πω ότι δεν τα χρειάστηκα, ψέμματα θα πω. Πήγε η ψυχή μου στις φτέρνες. Από εκει, στην Κούλουρη. Ώσπου να χτυπήσω το κουδούνι, να μου ανοίξουν και να μπω μέσα, έχασα χρόνια απο τη ζωή μου. Προσπαθούσα να μην τον κοιτάω που γύριζε και μου φώναζε αγριεμένος “ως το δρόμο θα φτάσω” χαμογελώντας κουτσομαυροδόντικα φτυαρίζοντας καταϊδρωμένος με λύσσα. Σκέφτηκα ό,τι παλαβομάρα μπορείτε να φανταστείτε: ότι έκανε τίποτα καινούργιες ουσίες και έπαθε υπερδιέγερση. Ότι ήθελε να κρύψει κλοπιμαία ή σύνεργα ή καμία καινούργια παρτίδα απο τα δικά του. Νταξ, θα το πω, ότι έκανε τίποτα στους γονείς του και πήγαινε μέσα στην έξαρση να το κουτσοκρύψει σε λάκο. Και σκεφτόμουν έτσι που είναι φτιαγμένος αυτός, τώρα μια στραβή να γινει να θεωρήσει ότι του χαλάω τη μανέστρα μπροστά στην πόρτα του γείτονα βραδιάτικα, να του ‘ρθει καμία αναλαμπή παράξενη να τρέχουμε.
Μου άνοιξαν, χώθηκα μέσα, ήταν η πιτσιρικαρία με τη μάνα και περίμεναν τον πατέρα τους. Τους λέω τι κάνει αυτός απέναντι; Α μου λένε έχει βγει εδώ και καμιά ώρα και σκάβει ασταμάτητα, κάτι θα τον έπιασε φαίνεται, είναι ξερεις (κίνηση που υποδηλώνει τον σαλταρισμένο). Επιθεώρησα το σπίτι τους, ζήτησα τα ρολά να ‘ναι κλειστά, οι πόρτες μανταλωμενες, ο συναγερμός πάντα το βράδυ ενεργός, είπα και μερικές φρικιαστικές ιστορίες στα παιδιά της οικογένειας μπας και τα φιλοτιμήσω να μη βαριούνται να κλείνουν πατζούρια, ευκαιρίας δοθείσης τους ειπα και μερικές ακόμα φρικιαστικές ιστορίες για το τι έπαθαν παιδάκια που έδιναν πληροφορίες τηλεφωνικά σε αγνώστους ή σε φερόμενους γνωστούς για το πού ειναι οι γονείς τους. Πετάγεται η μια σκάνδαλισμενη “στον μικρό να τα πεις αυτα που ζητάνε τον μπαμπα και λεει ακριβώς πού ειναι, μέχρι και ότι δεν μπορεί τώρα γιατι είναι στην τουαλέτα”, πετάγεται ο μικρος “εγώ λεω ότι είναι στην τουαλέτα μόνο αν δεν είναι εδώ, για να μην πω ότι λείπει”, πετάγεται η μάνα “βρε πάτε καλα με τις τουαλέτες, ρεζίλι μας κάνετε” έγινε ένας μικρός χαμός γενικά, χτυπάει το κουδούνι.
Είναι ο πατέρας της φαμελιάς, τους λέω ανοίξτε γρήγορα μη μείνει ώρα στο δρόμο και του ‘ρθει καμία όρεξη του παλαβού έτσι όπως ειναι σε έξαρση και σκάβει (κρυψώνα, τάφο, ποιος ξέρει τι) και στραφεί και κατά ανθρώπων και γίνει κανένα μακελειό (απόπειρα, νταξ). Μπαίνει μέσα ο πάτερ φαμίλιας, πέφτουν πάνω τα παιδιά “ο μικρός λεει όταν σε ζητάνε οτι είσαι στην τουαλέτα”, “όχι δεν το λέω γιατί είσαι αλλά για να μην πω ότι λείπεις”, “ρεζίλι μας κάνουν τα παιδιά μας”, “πού σας ήρθε ρε παιδιά τι λέει και τι δε λέει καθένας στο τηλέφωνο”, “καλά δεν είδες τον απέναντι που ποιος ξέρει τι έριξε μεσα του και το ‘ριξε στο παροξυσμικό σκάψιμο” πετάχτηκα εγώ. “Απο εκεί ξεκινήσαμε και φτάσαμε στα τηλέφωνα”.
Α, χαμογέλασε ο μπαμπάς, δεν είναι έτσι. Ξέρετε τι φιλότιμο παιδί που είναι ο καημένος; Είχε αρρωστήσει ο πατέρας του, τον έτρεχαν από νοσοκομείο σε νοσοκομείο και δεν έβρισκαν τι έχει. Ήρθε και μου χτύπησε πριν μια εβδομάδα την πόρτα, μου ‘πε γιατρέ, έλα να τον εξετάσεις γιατί δεν είναι καθολου καλά και στο νοσοκομείο δεν τον κρατάνε. Τον εξέτασα, του είπα φύγετε αμέσως με ασθενοφόρο και πείτε στο νοσοκομείο ότι έχει αυτό και αυτό. Το έκαναν, αυτό είχε, τους είπαν μια μέρα αργότερα να τον φέρνατε δεν θα τον προλαβαίνετε. Ήρθε ο γείτονας (σ.σ. ο εξαρτημένος, το πρεζόνι, όπως θέλετε πείτε τον) μου φίλαγε τα χέρια και έκλαιγε. Έσωσες τον πατέρα μου γιατρέ, δεν έχω πώς σε πληρώσω αλλά θα καθαριζω από ‘δώ και πέρα σε όλη μου τη ζωή όλη την πλευρά προς το σπίτι σου από τα χόρτα, μην τσιμπήσει κάνα φίδι τα παιδιά.
Είπα και πριν ότι η ψυχή μου πριν μάθω την αιτία του βραδινού φτυαρίσματος μέσα στη μαύρη ζέστη, είχε φτάσει στις φτέρνες και απο εκεί στην Κούλουρη μισοξεψυχισμένη απο τρομάρα. Και ακόμα εκεί ειναι. Έτσι όπως την ξεβράκωσε η πραγματικότητα και φάνηκε μίζερη και μικρή, βουτηγμένη στον μικροαστικό ρατσισμό των στερεοτύπων, ντρέπεται να γυρίσει. Θα μείνει Κούλουρη καιρό, ώσπου να γίνει άνθρωπος.
Τούτων λεχθέντων, δεν μπορώ αφ’ υψηλού να σχολιάσω τίποτα για τον σύλλογο γονέων και κηδεμόνων του Ωραιοκάστρου που λίγο από άγνοια, λίγο από ρατσισμό, λίγο γιατί κρίνουν στερεοτυπικά, λίγο από υπερβολικό προστατευτισμό έβγαλε ανακοίνωση ότι, αν τοποθετηθούν/ ενταχθούν προσφυγάκια στο σχολείο τους, οι γονείς θα προβούν σε κατάληψή του. Μόνο θέλω να πω πόσο η ψυχή μου από την Κούλουρη που έχει μείνει τιμωρία, χάρηκε τον ωραίο σύλλογο γονέων και κηδεμόνων του δήμου Συκεών που αγκάλιασαν τα “θα μπορούσαν να ειναι παιδιά σου” Συριάκια, στέλνοντας για βρούβες τις ψυχές που από άγνοια, από στερεότυπα, από κρυφοχρυσαυγιτισμό, από αμέλεια, από δόλο, από σκατοψυχιά, από παρανόηση, από παραπληροφόρηση, από αδιαφορία περνάνε, δηλητηριασμένες και μισοκατουρημένες πάνω τους, καλοκαίρια και χειμώνες στη χώρα του μίζερου φόβου που εκτείνεται από τις φτέρνες ως τη Σαλαμινα.
Δειτε επίσης: