δευτέρα, 19η σεπ 2016 | ml-quasar
Ούτε να κεντήσει έβλεπε, ούτε να πλέξει. Έτσι κι αλλιώς όσα προικιά είχε κάνει στη ζωή της τα έτρωγε ο σκώρος στις κασέλες. Κάτι πουλόβερ, άλλα ξεχειλωμένα, άλλα λιωμένα στους αγκώνες, ζούσαν ακόμα στις ντουλάπες χάρη στη μεγαλοθυμία των παιδιών της. “Ναι, ρε μάνα, εδώ το ‘χω, δες, το φοράω πότε πότε”. Μην τη στεναχωρήσουν. Κι όποτε ερχόταν έβγαζαν κι ένα σεμεδάκι και το άπλωναν στο σαλόνι ή έστρωναν στα κρεβάτια των παιδιών τα σεντόνια που είχε κεντήσει με ένα φτιαγμένο με χρωματιστά λουλούδια “σ’ αγαπώ”.
Τίποτα δεν ζητούσε. Να βοηθήσει δεν μπορούσε πια. Δοκίμαζε καμιά φορά να μαγειρέψει. Πότε ανάλατο και πότε λύσσα το φαΐ. Την αποπήρανε δυο τρεις φορές, πάει, το παράτησε κι αυτό. Έβρισκε μια γωνιά κι έβαζε την καρέκλα της και κάθονταν.
Η μεγάλη πόλη ήταν γι’ αυτήν ένας ξένος κόσμος. Έβγαινε στο μπαλκόνι κι έκθαμβη κοίταζε τους άλλους στα δικά τους μπαλκόνια, πώς είχαν τακτοποιήσει έτσι τη ζωή τους στα κουτιά τους, σαν να κοιτούσε ένα άλυτο αίνιγμα.
Να βγει στο δρόμο; Έτρεμε. Μα έσφιγγε τα δόντια και πήγαινε από το ένα παιδί στο άλλο. Ώσπου τα πόδια της δεν την κρατούσαν πια και το σταμάτησε.
Τα βράδυα στήνονταν στην τηλεόραση. Δεν έβλεπε τα σήριαλ, τις ταινίες, ούτε τις ειδήσεις. Μόνο περίμενε ανυπόμονα να ακούσει τον “καιρό”. Να μάθει τι καιρό θα κάνει στο χωριό της. Αν είχε ξηρασία, ανησυχούσε. Ποιος θα ποτίσει το περβόλι; Πάνε τα αμπέλια, στέναζε, θα ξεραθούν. Κι αν έβρεχε πολύ, ποιος θα τα ράντιζε να μην τα πιάσει ο περονόσπορος; Κι αν έμπαιναν νερά στο σπίτι;
Ύστερα κάθονταν εκεί αμίλητη κι έβλεπε ένα καράβι που έρχονταν φωτισμένο στο παράθυρο. Αν είχε πει ο “καιρός” πως θα είχε αέρα δεν ταξίδευε, φοβόταν. Αν όχι, έπαιρνε το καράβι κι έφευγε, ταξίδευε γλυκά γλυκά, ώσπου την έπαιρνε ο ύπνος στην καρέκλα, και περιμέναμε να φτάσει, δεν την ξυπνούσαμε, να δει ότι όλα είναι εντάξει σπίτι της, δεν μπήκανε νερά από τον τοίχο, και το ταβάνι στέκει ακόμα.
Αναρτήθηκε από ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΥΔΑΚΗΣ
σχόλιο:
- agrampelli19 Σεπτεμβρίου 2016 – 8:31 μ.μ.
Να πω πως δεν ανατριχιάζω με αυτήν την σκέψη; Πως θάρθει μια ώρα που κανείς δεν θα μας χρειάζεται και οι φίλοι μας θάναι χαμένοι σε μακρινές αποστάσεις;
Ψέμματα θα πω..