Ειρωνεύονται οι πολιτικοί τους αντιπάλους τους – και νομίζουν ότι κάτι κάνουν, ότι υπερέχουν δηλαδή πνευματικά· όλα αυτά σε μια ατμόσφαιρα χαλαρότητας και ιλαρότητας.
Δεν κοιτάζονται στον καθρέφτη. Εάν το έπρατταν, θα διαπίστωναν τον μεγάλο βαθμό γελοιότητας τον οποίο έχουν κερδίσει με τις επιδόσεις τους στην υποβάθμιση του λεπταίσθητου και υψηλής πνευματικότητας λόγου της ειρωνείας.
Θεωρούν ότι ειρωνεία είναι τα χοντροκομμένα αστειάκια τους και η μικρή παρέκκλιση του ύφους τους. Οι καψεροί.
Δεν έμαθαν ότι η ειρωνεία λειτουργεί καθαρά διανοητικά, ότι απαιτεί τρόπο που βγαίνει από τα βάθη της σωματοψυχής, από πυρετώδη επεξεργασία εικόνων και λέξεων στα εγκεφαλικά κύτταρα.
Οπλοστάσιο της ειρωνείας είναι η γνώση της μοίρας του ανθρώπου, του ημιτελούς των πράξεών μας – και μέσο της η σοβαρότητα.
Ο λόγος της ψυχρός αλλά καίριος, χωρίς ποιητικά στολίδια, πεζός σχεδόν· η ποίηση κρύβεται εντός του, στις σιωπές και αποσιωπήσεις του, στο αίνιγμά του, στη μερικότητά του (διότι ξέρει ότι το όλον μόνο ως έννοια μπορεί να το προσεγγίσει…).
Δεν δείχνει αλλά σημαίνει, σαν τον ηρακλείτειο μάντη των Δελφών, δεν κρύπτει αλλά υπονοεί.
Ειρωνεία είναι η γλώσσα του Καβάφη. Απουσιάζουν οι φορτισμένες συγκινησιακά λέξεις, ο αισθησιασμός, επιτυγχάνεται όμως η αισθησιακή έκφραση.
Κι έτσι οι πεζές του λέξεις παράγουν έκφραση, συγκίνηση. Γιατί; Διότι έχει συμπήξει εντός του το δράμα και την τραγωδία του ανθρώπου, τα πάθη του και τις αναστολές του.
Ηδονή και πόνος είναι σφιχταγκαλιασμένα, όμως δεν ενδίδει να τα αφήσει να ξεχυθούν ορμητικά κι επιθετικά στις σελίδες του.
Αυτό δεν είναι εξυπνάδα, είναι ευφυΐα. Ντύνει φτωχικά (πεζά) τις λέξεις του και είναι αυτές τόσο βαρυφορτωμένες, ώστε δεν πετάνε μεμιάς το βάρος τους· το κάνουν σιγά σιγά, ήσυχα – ξέρουν ότι η ξαφνική απαλλαγή μπορεί να τους προκαλέσει ανακοπή, να επιφέρει τον θάνατό τους.
Θα ήταν μάταιος κόπος να συστήσει κάποιος στους πολιτικούς να διαβάσουν Καβάφη – είναι βέβαιο ότι θα οδηγούνταν στην παρανάγνωση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις και πεποιθήσεις τους.
Η εξουσία αφαιρεί την αμεροληψία και την έκθεση του είναι στη συγκίνηση· δεν μιλάμε για λεπταισθησίες και λεπτουργίες, για γούστο και άλλα πνευματικά ζητήματα.
Λίγο κράτει στις ψευδοειρωνείες των πολιτικών δεν θα έβλαπτε, αντίθετα θα επικρατούσε σωφροσύνη και –επιτέλους– σεβασμός στον λόγο.
Αυτά για τον Καβάφη ισχύουν για όλους μας. Είμαι βέβαιος ότι εάν ο Νίτσε διάβαζε τον Καβάφη, θα έλεγε δυο φορές για τους Ελληνες ότι είναι επιδερμικοί από βάθος.
Δεν λέω να βρούμε όλοι τον τρόπο του Καβάφη – να τον θωπεύαμε έστω.
Η έσχατη γνώση και ταπεινοφροσύνη –λένε οι αρχαίοι ποιητές– μπορούν να προκύψουν μόνο από έντονο πόνο και αυτός απαλύνεται με την (αυτο)ειρωνεία – αναγνώριση των ανθρώπινων ορίων.
Και, υπ’ όψιν, δεν είναι μόνο ειρωνική η ποίηση του Καβάφη – έχει και ιστορική ακρίβεια, «διδακτικότητα», «λυρικότητα», «δραματικότητα», ιδιαίτερο τόνο φωνής… αλλ’ αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους πολιτικούς και για τους χρήστες του διαδικτύου (τους αναγνώστες εφημερίδων, βιβλίων, περιοδικών και λοιπά).
Σημασία έχει ότι η ανθρωπότητα σε περιόδους σκοταδισμού και κρίσης (καλή ώρα) στους ποιητές ανατρέχει για να ξαναβρεί τα βήματά της· τουλάχιστον αυτό να μην το ξεχνάμε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: