thegreekcloud | 05.10.2016 | 16:41
Η Κυριακή εκείνη ήταν υπέρλαμπρη. Ο ήλιος έχει πάθει πλατυποδία τόσα χρόνια ξυπόλητος στα σεργιάνια πάνω από το Αιγαίο και οι ηλιαχτίδες αφήνουν πια τέτοια αποτυπώματα τις αργίες πάνω μας… αδιαφιλονίκητα.
Οι κομμώτριες του διπλανού μαγαζιού γαργαλούσαν με την ηχώ των φωνών τους τις κλειστές γρίλιες των παραθύρων. Έλεγαν για το σαββατόβραδο και για την Κυριακή και τη δουλειά και τις παραξενιές των πελατών.
«Τα μπουρμπουάρ έχουν πέσει πολύ από τις αρχές Σεπτεμβρίου».
Κουνούσαν τα κεφάλια και ροδέλες καπνού τύλιγαν τα σαγόνια τους. Τσιγάρο και φραπέ και αθλητικό παπούτσι, τζιν και κότσο τα μαλλιά και έντονα κραγιόν… διάλειμμα από τη ντάγκλα των ουσιών των βαφών και λίγο ραχάτι με θέα τη λεωφόρο. Τους κάνουν καμάκι οι συνταξιούχοι, οι μπογιατζήδες, τα χαρτόμουτρα της πρέφας, οι κοιλαράδες καρεκλοκένταυροι και οι κελαρυστοί πότες άνευ ηλικίας, του καφενείου ο κόσμος όλος. Μια γειτονιά, μια αγορά, ένας δρόμος.
Κατεβαίνω με τα πόδια στα Ταμπούρια. Να, κατραπακιές ο ήλιος κατάμουτρα. Στο τοπικό μπαρ με τη σφαλιστή πόρτα, τα παραθυράκια-φινιστρίνια και τη νέον επιγραφή, τύπου μαρκίζα δήθεν κλαμπ, καθαρίζεται τα μεσημέρια ο χώρος για να είναι έτοιμος για τη βραδινή φιέστα. Από πάνω το φροντιστήριο αγγλικών με βεράντα και τον μαυροπίνακα χιλιογραμμένο… παράτυπη εικόνα μιας γειτονιάς. Οι ανάγκες, από το ψιλικαντζίδικο έως το πρόχειρο πορνείο, όλα καλύπτονται εδώ και σιγή ιχθύος για το ποιος μπαίνει, ποιος βγαίνει, ποιος κάνει κέφι τις αφράτες, ποιος την κάνει λαχείο με τις γριές, το ουίσκι, τα τσιγάρα Καρέλια.
Στα προσφυγικά ανθίζουν τα γιασεμιά και τα νυχτολούλουδα και οι περιποιημένες μπουκαμβίλιες. Συνθήματα γραμμένα με σπρέι από απατημένους προς ερωτόληπτες τρίτης γενιάς προσφυγοπούλες. Ανάμεσα στα μπουγαδόνερα, στα σκασμένα λάστιχα μηχανών, στα ξεροσταλιασμένα καταστήματα με ηλεκτρικές συσκευές και βιντεοκασέτες να κάτι γράμματα όλο καψούρα.
«Θα ήθελα να ξέρω και το τίποτα που νιώθεις »
«Το λάθος μου είναι ότι ακόμη πιστεύω ό,τι είσαι το καλύτερο που μου έχει συμβεί»
«Σε αγαπάω γάματα πολύ, Λίτσα»
Για τα κορίτσια επινοήθηκαν οι τέχνες. Η ζωγραφική, η ποίηση, το γκράφιτι, το ηλιακό σύστημα, τα βάζα, το χνούδι, το μαλακό των χειλιών, οι αρρώστιες των καρδιών, το αλκοόλ, οι μύες. Όλα αφιερώνονται σε εκείνη. Ο έρωτας έχει πρόσωπο γυναικείο είτε θες όλη τη σκληράδα ενός πέους, είτε θες τον Βαγγέλη και τον Μάκη, είτε θες τα βυζιά της Μαρίας και την κλειτορίδα της Ειρήνης. Γυναίκα είναι το σπέρμα των συναισθημάτων. Το Χ το χρωμόσωμα του έρωτα. Θηλυκό. Το ήτα, αυτή και εκείνη, οι καμπύλες της Γης. Γυναίκα, γονιμότητα, θαύμα. Εκείνη και μελώνουν τα δάχτυλα μου. Κάνουν νυχτερίδες από σιρόπια και γλυκάδα και ψυχανάλυση για εκείνη, τον έρωτα. Γένος και ομφάλιος λώρος. Νύχτα, φύση και γεώμηλο. Όλα το κέρας της Αμάλθειας από του στόματος της το ξέρασμα. Δεν έχω γράψει ποτέ τίποτα χωρίς να σκέφτομαι μία γυναικα. Αυτάρεσκα δική μου. Ο έρωτας, δηλαδή.
Η τελεία, η ερμαφρόδιτη της κατάστασης που τελειώνει, ο έρωτας. Που γίνεται δυο και τρεις τελείες και αυτό είναι η τύχη των ανθρώπων.
Τα συναισθήματα δεν είναι τελεσίδικα. Από τότε που βυζάξαμε το πρώτο μας γάλα, κάτι συνέβη και αγαπάμε κάποιον για όσο ζούμε. Έρωτας που δεν περνάει, αν ήταν βαρύς σαν πυρακτωμένο μέτωπο εφήβου ή αν σε έχει στίξει κάποιες βραδιές με την απουσία του αυτός. Όταν τις χιλιάσεις, τηλεφώνησέ μου να σου πω πως δεν παύει αυτό. Είναι ένας κομψός ψηλολέλεκας με στήθη με βασταγερούς γαλακτοφόρους αδένες που σε σπρώχνει με τη μύτη του παπουτσιού του, καθώς σε προσπερνά. Ποιος τον έφτιαξε αγγελάκι λιπώδες; Ήταν ένα λάθος στην ιστορία της τέχνης που δεν το έχω συγχωρέσει έως τώρα.
Κόκκινα μαγιώ και αεροστεγή φιλιά
Πλάκα έχει να χασκογελάμε με το σούρουπο
Και το νυχτολούλουδο που αφήνει ορμονικές μάχες σε κάθε πέρασμα στη γειτονιά
Και οι γάτες νιαουρίζουν σαν πιθήκια
Μάταιο να αποφεύγεις το συναπάντημα
Και εσύ κορίτσι μου που σήμερα μου γέννησες το μυστικό σου
Με έκανες μάνα και εμένα
Μέσα στης μήτρας σου του κόσμου όλο το φασόλι
Χορεύω ξυπόλητη
Ματωμένες βλέννες κολλάνε στα δάχτυλά μου
Ευτυχία φυσική
Της γυναίκας το δώρο.