thegreekcloud | 05.10.2016 | 09:36
Η φωνή του σκεπάζει τις υπόλοιπες, σταφύλι από τον παραγωγό, όπα-ράγω-γός, συλλαβίζει κρατώντας το τελικό σίγμα, είναι βροντόφωνος και γιγαντόσωμος, με φανελάκι και μουστάκι: μοιάζει εξηνταπεντάρης αλλά μπορεί να του προσθέτω χρόνια λόγω του στυλ. Πλησιάζω στον πάγκο γιατί μου φαίνονται πράγματι ωραία τα σταφύλια, μου δίνει τη σακούλα, αρχίζω να διαλέγω. Δίπλα μου μια κυρία διαλέγει κι εκείνη, τα δίνει να της τα ζυγίσει, της προσθέτει μερικά ακόμα να γίνουν στρογγυλά. Δίνω και τα δικά μου, προσθέτει μερικά ακόμα να γίνουν στρογγυλά κι αυτά. Έχει έλεγχο όλου του πάγκου, με το ένα χέρι δίνει σακούλες και με το άλλο πιάνει τον βοηθό του από τον σβέρκο, τον τραβολογάει δίνοντάς του χαϊδευτικές (υποτίθεται) σφαλιάρες, κάνει (χαζά) καλαμπούρια με τα οποία γελάμε αμήχανα, έχουμε περιέλθει σε κατάσταση πλήρους υποταγής, δεν του αντιμιλάει κανείς μας, είναι κυρίαρχος, ο θεός των σταφυλιών, ο παραγωγόςςς. Κι ενώ συνεχίζει να δίνει αυτά τα δεσποτικά παραγγέλματα προς πάσα κατεύθυνση, χαμηλώνει ξαφνικά τη φωνή του απευθυνόμενος (τρυφερά) σε μια μικροκαμωμένη ηλικιωμένη γυναίκα που όλη αυτή την ώρα στέκεται δίπλα του αλλά την παρατηρώ τώρα για πρώτη φορά: «πήγαινε λίγο πιο ’κει βρε μαμά, μη στέκεσαι στη μέση».
***
Δεν ξέρω αν είναι η ίδια παρέα πάντως τους βλέπω στο ίδιο σημείο, στα σκαμπώ του Έβερεστ, στο έξω τραπέζι, με τα χάρτινα καφεδάκια τους και τα καπελάκια τους και τα τζηνάκια τους, κατά τις δέκα το πρωί. Είναι μεταξύ εβδομήντα και ογδόντα χρονών, μια παρέα 6-7 ατόμων. Όση ώρα στέκομαι τρώγοντας την τυρόπιτα, δυο-τρεις επαναλαμβάνουν συνεχώς: τα φάγανε τα λεφτά, τα κλέψανε τα λεφτά, τα βγάλανε έξω τα λεφτά, τα αρπάξανε τα λεφτά –τουλάχιστον αυτές τις προτάσεις ξεχωρίζω. Οι υπόλοιποι της παρέας παρακολουθούν αμέτοχοι ή συγκατανεύουν, κοιτάζουν γύρω τους, βγάζουν και βάζουν από τη μέσα τσέπη την ταυτότητα ή το βιβλιάριο. Κάποια στιγμή η θεματολογία αλλάζει ελαφρά: Ο Αμερικάνος κάνει κουμάντο (ή ΔΕΝ κάνει κουμάντο, δεν ακούω καθαρά) ο Γερμανός κάνει κουμάντο, ομοίως ο Ρώσος και ο Τούρκος. Προσπαθώ να θυμηθώ πώς λέγεται αυτό το γλωσσικό σχήμα, σκέφτομαι να το κοιτάξω γυρίζοντας. Έρχεται η κοπέλα να καθαρίσει, πέφτει μια μικρή σιωπή, βρίσκουν ευκαιρία για ανακατάταξη. Κάποιος σηκώνεται και ετοιμάζεται για αναχώρηση, στρώνει το τζόκεϊ που γράφει GAP, στέκεται απέναντι σε έναν άλλον της παρέας, τον κεντρικό ομιλητή υποθέτω, «μάλιστα, αγαπητέ μου» του λέει σαν να επιβεβαιώνει, να σφραγίζει το ορθό των παρατηρήσεων, κηρύσσοντας, συγχρόνως, τη συζήτηση περαιωθείσα. Ήλιος στα φύλλα, καροτσάκια της λαϊκής, κορίτσια με σορτσάκια. Τα σκυλιά της πλατείας ανάμεσα στο πλήθος αθόρυβα, σχεδόν αόρατα.
*έρχεται όλο πλάγιο. Δ.Σ.