Καθώς πλησιάζεις με το τον τελευταίο συρμό της μέρας τον Πειραιά, κατάκοπος και τελευταίος μεταξύ των τελευταίων, έχεις αυτήν την επίγευση·
το προεόρτιο σάλιο,
στυφή υδροχλωρική ανακατωσούρα.
Στο προσώπο σχηματίζεται ένα λιαστό μειδίαμα από τον ορυμαγδό, την Τρούμπα, τους νταήδες,
«το σπίτι μου».
Το γλυφό παράστημα των κτιρίων, σαν καλοαναθρεμμένες απάντρευτες κόρες, που λιάζονται τα πρωινά στην Σκυλίτση. Έπειτα, βγαίνουν για κουτσομπολιό με τη ρόμπα δεμένη σφιχτά κάτω από τα κρεμασμένα στήθη, τα αβύζαχτα.
Τα κουφάρια της παλιάς βιομηχανικής συνοικίας σαν στίφος τρομαγμένων γυναικόπαιδων, σαν πρόσφυγες βολοδέρνουν στη χτισμένη στέπα.
Μια γριά, η πόλη αυτή.
Σάπιοι τοίχοι πέφτουν στα κεφάλια μας,
τα κρατάμε με τα χέρια μας για να αντέξουν.
Εκεί πιο κάτω, που η γιαγιά μου,
πιο κάτω,
γνώρισε τον παππού μου τον αστυνομικό.
Περιπολούσε και την είδε στο μπαλκόνι, 36 χρονών γυναίκα. Πρωτότοκη στη σκιά των αγοριών, λουσού για το σαλόνι της και το υπνοδωμάτιο της, μαγείρισσα για τον εαυτό της. Τα αδέρφια της ναυτικοί.
Κρατάω την ιστορία με τις λέξεις να την πω στα εγγόνια μου για την καταγωγή από την Καστέλλα.
Στην Κόνωνος, μισοφωτισμένος ένας όροφος ανάμεσα στο μνήματα-κτίρια. Καναπάδες με σφιχτή μάλλινη επένδυση, ατμόσφαιρα από χυλωμένο φως, κουρτίνες βαριές και καραβίσιες, τραβηγμένες να μπαίνει το φως των αυτοκινήτων.
Δυο άνθρωποι μόνοι.
Εστία ναυτικών.
Ο ένας σε απόσταση από τον άλλον χιλιόμετρα. Ο ένας στριφογυρνάει το μπεγλέρι και κοιτά την λεωφόρο. Ο άλλος παρακολουθεί τηλεόραση με το σώμα του ακουμπισμένο σε μια ξύλινη καρέκλα τραπεζαριας.
Είναι δώδεκα παρά.
Δυό άνθρωποι μόνοι.
Έπειτα, εγκαταλελειμένα δωμάτια στις πέρα πολυκατοικίες παράλληλα με τον σταθμό. Στο ισόγειο αμπαρωμένα άδεια μαγαζιά. Κάποτε πωλούσαν προϊόντα ντόπια από τα νησιά, μουσικά όργανα, κλωστές… με τι κρατούσαν επιχείρηση οι άνθρωποι;!
Τα δώματια αυτά δεν έχουν παντζούρια, ούτε κουρτίνες. Σε εκείνους τους ημιόροφους, υπάρχουν μόνο τρύπες τετράγωνες και ανοχύρωτες προς τον κόσμο.
Τι να ζηλέψεις από αυτά τα αχούρια;
Μα τα ζηλεύω.
Απεγνωσμένες προσπάθειες για “το σπίτι μου”.
Λάμπες κρεμασμένες στα ταβάνια,
πασαλλειμένα ντουβάρια με κόκκινη μπογιά, πράσινη, με ψυχή, με λήθη, με πεσμένα δόντια.
Σεντόνια καρφωμένα, πίνακες έγιναν με παραστάσεις.
Τα κεφάλια των ανθρώπων δε φαίνονται ποτέ. Τους σκέφτομαι να μπουσουλάνε στο πάτωμα.
Να μετράνε ψιλά από τη ζητιανειά όλης της ημέρας,
να καραδοκούν για τον ύπνο στο απάγκιο.
Είναι το πιο αυτοαναφορικό κομμάτι της χώρας,
για εμάς που τη ζούμε.
Εμείς με τα πολλά ταλέντα, τα προσόντα, το εύκρατο κλίμα, τη μεσογειακή διατροφή. Εμείς οι δημαγωγοί, οι γεννήτορες της δημοκρατίας, οι ρομαντικοί, οι κυνικοί, οι ρεαλιστές, οι έξω καρδιά, οι σωκρατικοί φιλόσοφοι, οι καρεκλοκένταυροι, οι ληστές των δεικτών του ρολογιού, οι δύτες των συναισθημάτων, οι παρατηρητές των μικρολεπτομερειών, οι σχολιαστές της ροής.
Παίρνουμε στα χέρια μας θάλασσα και την κάνουμε σκοτάδι.
Παίρνουμε έναν ευλογημένο τόπο και την κάνουμε σπίτι. Μετά δεν πληρώνουμε ενοίκιο, δεν ταυτιζόμαστε και περιφερόμαστε σαν αιμομίκτες και παραβατικοί.
Φεύγουμε.
Αφήνουμε τη ραδιενέργεια να κάνει τη δουλειά της.
Φεύγουμε.
[ αναδημοσιεύεται από εδώ ]
Δειτε επίσης: