thegreekcloud | 19.10.2016 | 00:48
Το 1962, εν μέσω του νεογέννητου δευτέρου κύματος φεμινισμού και της αναδυόμενης αντικουλτούρας, φτάνει στα ράφια των αμερικανικών βιβλιοπωλείων το “Sex and the Single Girl” της Helen Gurley Brown. Το σκανδαλώδες για την εποχή ανάγνωσμα αγκάλιαζε για πρώτη ίσως φορά τον χαρακτηρισμό της «ελεύθερης» γυναίκας, αυτής που έχει ζωή και πριν τον γάμο και πιθανότατα θα έχει και μετά από αυτόν. Απευθυνόταν σε γυναίκες σε ακαδημαϊκά έδρανα και γραφεία, σε διευθυντικές θέσεις, σε επαγγελματικά ταξίδια, συλλέκτριες ερωτικών εμπειριών, υποστηρίκτριες του προγαμιαίου σεξ, γυναίκες με στόχους, ενδιαφέροντα κι έναν ολόκληρο τοίχο πτυχία και διακρίσεις. Όλες αυτές οι διαφορετικές γυναίκες είχαν ένα κοινό να της ενώνει: το χέρι τους δεν κοσμούσε (ακόμα) καμία βέρα. Σκοπός αυτού του βιβλίου αυτοβοήθειας δεν ήταν φυσικά να πείσει τις αναγνώστριες για την ασημαντότητα του γάμου, αλλά να τις συμβουλέψει για το πώς θα φτάσουν εκεί, περνώντας καλά κατά διάρκεια της διαδρομής. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου γίνεται φανερό πως κατακλείδα σε μια ενήλικη ζωή γεμάτη επιτεύγματα και προσωπικές νίκες αποτελεί πάντα ένας καλός γάμος.
Άμα τη εμφανίσει, το βιβλίο αποκτά φανατικούς φίλους αλλά και επικριτές. H Brown γίνεται διάσημη εν μια νυκτί, ως εκπρόσωπος μιας γενιάς γυναικών που δε φοβάται να μιλήσει ελεύθερα για τη σεξουαλικότητα. Η ίδια εμφανίζεται σε εκπομπές σε τηλεόραση και ραδιόφωνο στις οποίες ωστόσο απαγορεύεται η χρήση της λέξεις «σεξ». Αργότερα αναλαμβάνει της αρχισυνταξία του Cosmopolitan, όπου τιμής ένεκεν εγκαινιάζεται η στήλη “Sex and the Single Girl”, η οποία υπάρχει ακόμα. Το Sex and the Single Girl αποτέλεσε για την προνομιούχα, λευκή γυναίκα του ’60 το must-read και το talk-of-the-town κι άλλες τέτοιες εγγλέζικες εκφράσεις. Άλλαξε τη σχέση της με το σεξ κι απενοχοποίησε τη θέληση για κοινωνική ανέλιξη κι επαγγελματική κατοχύρωση . Αποτέλεσε εφαλτήριο για τη γραφή γυναικείων βιβλίων αυτοβοήθειας σχετικά με το σεξ και τις σχέσεις και τριάντα χρόνια αργότερα ενέπνευσε τη δημιουργία του βιβλίου και της σειράς Sex and the City.Από την άλλη, προώθησε την εικόνα-καρικατούρα της εξουσιοφρενούς γυναίκας καριέρας, χωρίς ούτε τόσο δα να τη χλευάζει ή να την κατακρίνει.
Όταν ο θόρυβος του προαναφερθέντος βιβλίου έσβησε χωρίς ωστόσο να καταφέρει να υπανδρέψει all the single ladies βρε all the single ladies, ένα άλλο ανάγνωσμα ήρθε να ταράξει τα νερά του γυναικείου αναγνωστικού κοινού και να επαναπροσδιορίσει το dating και τις σχέσεις. Με φλάμπουρο τον συντηρητισμό, το 1995 το The Rules των Ellen Fein και Sherrie Schneider προκάλεσε μια μίνι επανάσταση αλλά κι ένα κύμα αρνητικής κριτικής. Το βιβλίο χωριζόταν σε 35 κεφάλαια, όπου κάθε κεφάλαιο αντιστοιχούσε σε έναν κανόνα των σχέσεων. Η αναγνώστρια καλείτο να ακολουθήσει όλους τους κανόνες προκειμένου να ανέβει σύντομα τα σκαλιά της εκκλησίας. Ωστόσο, η υπακοή στους Κανόνες δε πρέπει να σταματά μετά το πολυπόθητο «I do» αφού οι κανόνες δεν εγγυώνται μόνο έναν γάμο αλλά και τη διατήρησή του. Μερικοί από τους κανόνες πρόσταζαν τη νέα γυναίκα εν ουδεμία περιπτώσει να μην τηλεφωνεί στο αγόρι της, η τηλεφωνική συζήτηση να μην τραβά πάνω από 10 λεπτά, να μη φλερτάρει ποτέ πρώτη, να μη συζεί, να μην βγαίνει ραντεβού πάνω από 1-2 φορές τη βδομάδα με τον ενδιαφερόμενο και να μη μιλήσεις ποτέ για τους Κανόνες στον ψυχοθεραπευτή της. Το best seller δεν ήτο τίποτα παραπάνω από ένα κράμα αντιφεμινισμού και γιαγιαδίστικου ηθικισμού, γραμμένο σε ύφος γυναικείου σαχλοπεριοδικού με μια εσάνς φρεσκοψημένης χειροποίητης μηλόπιτας. Μια παραφωνία στην κατά τα άλλα προοδευτική και υπερσεξουαλική δυτική κοινωνία της δεκαετίας του ’90.
Την επόμενη δεκαετία, το The Rules παραγκωνίζεται από το βιβλίο με τον προβοκατόρικο τίτλο «Why Men Love Bitches?» της Sherry Argov. Η γλώσσα του βιβλίου ήταν σαφώς πιο σύγχρονη και χιουμοριστική, ενώ η περιγραφή των ανθρώπινων σχέσεων πιο κοντά στην πραγματικότητα. Ωστόσο, όπως αποκαλύπτει κι ο τίτλος, από αυτό δεν έλειπε για μια ακόμη φορά το αναμάσημα έμφυλων στερεοτυπικών και μη επιστημονικά τεκμηριωμένων χοντράδων, οι οποίες παρουσιάζονταν ως κοινοί τόποι. Άντρες και γυναίκες σκιαγραφούνταν σαν εκ διαμέτρου αλληλοαποκλειόμενα και αντίθετα όντα τα οποία απλώς τυγχάνει να μοιράζονται το ίδιο οξυγόνο. Το βιβλίο εισηγείτο ότι οι άντρες παρακινούμενοι από μια μαζοχιστική διάθεση, την ύπαρξη της οποίας ούτε που γνωρίζουν, ερωτεύονται και παντρεύονται γυναίκες αδιάφορες, μπελαλίδικες, πολυάσχολες, δύσκολες, σκύλες αλλά όχι και πολύ σκύλες, μην τους ευνουχίσουν κιόλας. Ο γάμος, τέσσερις δεκαετίες μετά το Sex and the Single Girl εξακολουθεί να παρουσιάζεται σαν μονόδρομος στη ζωή μιας γυναίκας. Σαν επιβράβευση σε περίπτωση που ζήσει τη ζωή της με γνώμονα τα ορισμένων από τη κοινή γνώμη ηθικά στάνταρ.
Όντας έφηβη, ούτε που δύναμαι να υπολογίσω πόσες ώρες πέρασα διαβάζοντας τα προαναφερθέντα βιβλία αυτοβοήθειας, αλλά κι άλλα αντίστοιχης θεματολογίας και ύφους. Τα κατασπάραζα μέσα σε ελάχιστα εικοσιτετράωρα και κρατούσα σημειώσεις στις οποίες μάλιστα επέστρεφα αναδρομικά ξαναμελετώντας τες, σαν μάθημα προς εξέταση. Ήμουν πεπεισμένη πως στις σελίδες των βιβλίων αυτών θα ανακάλυπτα το μυστικό του Έρωτα και της Έλξης. Μακιαβελικά θα χρησιμοποιούσα όλα τα κόλπα προκειμένου να υλοποιήσω τις επιθυμίες μου κι έτσι ποτέ δε θα βίωνα την απογοήτευση. Όσο επιπόλαια κι αν ακούγονται αυτά, δε νομίζω ότι διαφέρουν πολύ από την αντίστοιχη αναγνωστική εμπειρία άλλων γυναικών κι αυτό αιτιολογεί την παντός καιρού εμπορική επιτυχία τοιούτων έργων. Κι επειδή, ακριβώς, το αναγνωστικό κοινό τους είναι ιδιαίτερα ευρύ- υπερβαίνοντας κοινωνικές και «ταξικές» κατηγοριοποιήσεις- και η επιτυχία τους στην αγορά μεγάλη, τα βιβλία σχέσεων κι αυτοβελτίωσης χρήζουν ιδιαίτερης ανάλυσης και συζήτησης, όχι μόνο για τον τρόπο που επηρεάζουν τον χώρο του βιβλίου αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις.
Το πρόβλημα τέτοιων εγχειριδίων δεν είναι φυσικά ότι καταπιάνονται με τις σχέσεις, το γάμο ή το σεξ, έστω και με έναν πιο ανάλαφρο και λιγότερο επιστημονικό τρόπο. Το θέμα έγκειται στη διαστρέβλωση της εικόνα των ερωτικών σχέσεων που αυτά παρουσιάζουν και των στερεοτύπων, περί θηλυκότητας κι αρρενωπότητας, που ενισχύουν κι αναπαράγουν. Η ίδια η ιδέα και η δομή των έργων χτίζεται στο υποτιθέμενο χάσμα μεταξύ των φύλων, η ύπαρξη του οποίου όχι απλά θεωρείται δεδομένη και μη αναστρέψιμη αλλά και «φυσική», χωρίς περαιτέρω ανάλυση των αιτίων της. Με αυτόν τον τρόπο, οι συγγραφείς πραγματοποιούν μια ψευδοεπιστημονική, δήθεν ψυχολογική ανάλυση, βάσει της οποίας ορίζεται το περιεχόμενο της «θηλυκότητας» και της «αρρενωπότητας» . Εξίσου κομβική για την ύπαρξη κι επιτυχία τέτοιου είδους αναγνωσμάτων είναι η επικράτηση και προάσπιση της άποψης ότι η μονογαμική σχέση κι ο γάμος δεν είναι απλά επιλογές αλλά λυτρωτικά μέσα για τη ζωή της ενήλικης γυναίκας. Βασική συνθήκη για την ανάπτυξη των θεωρήσεων και των «κανόνων» μιας σχέσης αποτελεί η αντίληψη σύμφωνα με την οποία όλες οι γυναίκες (και οι άντρες) σκέφτονται, αισθάνονται, ερωτεύονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ΆΡΑ μέσω της παρατήρησης και καταγραφής της έμφυλης συμπεριφοράς μπορούμε να προβλέψουμε τις προσωπικές διαθέσεις και να προκαλεσουμε συναισθήματα κατά βούληση ΆΡΑ οι «συνταγές» των βιβλίων μπορούν να έχουν αποτελέσματα.
Φυσικά κάτι τέτοιο δεν υφίσταται. Η επιτυχία στον έρωτα δε συνδέεται ούτε με το βιολογικό φύλο ούτε με τη προσαρμογή της συμπεριφοράς μας σε καλούπια και στερεοτυπικά παγιωμένους ρόλους. Τα βιβλία σχέσεων είναι ουσιαστικά σαβουάρ βίβρ για τον έρωτα, πράγμα αντιερωτικό από μόνο του. Ο υπολογισμός κανόνων και βημάτων, τα ψυχολογικά παιχνίδια και η «συνταγογράφηση» της «σωστής» σχέσης, αφαιρούν κάθε στοιχείο αυθορμητισμού από αυτήν. Πρόκειται απλά για μια προγραμματισμένη, αποστραγγισμένη από συναίσθημα, συμπεριφορά με στόχο την αγάπη του άλλου ανθρώπου. Η ύπαρξη των dating books, όπως λέγονται στο εξωτερικό, είναι τελικά τμήμα μιας ευρύτερης κουλτούρας στην οποία εντάσσονται τα περισσότερα γυναικεία περιοδικά, sites και blogs, η pink literature (βλ άρλεκιν), οι γυναικείες σειρές και ταινίες, κλπ, η οποία κουλτούρα αναπαράγει κι απευθύνεται σε μια δυτικότροπα εκφρασμένη θηλυκότητα, η οποία ωστόσο απέχει παρασάγγας από την πραγματική γυναικεία εμπειρία. Όλες αυτές τις σκέψεις έκανα, που λέτε, όταν είδα σε γνωστό πολυκατάστημα το βιβλίο «Why Men Love Bitches?» ακριβώς δίπλα με τους «Ψυχολογικούς Τύπους» του Jung, στον διάδρομο με τα ψυχολογικά βιβλία.
Παλιότερα