Marie Bénilde
Από την AT&T στις ΗΠΑ έως την SFR στη Γαλλία, ένα είναι το σύνθημα του συρμού: η σύγκλιση μεταξύ εταιρειών τηλεπικοινωνιών και ΜΜΕ. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη στρατηγική, οι ιδιοκτήτες ψηφιακών και τηλεφωνικών δικτύων εξαγοράζουν εφημερίδες ή τηλεοπτικούς σταθμούς που αντιμετωπίζουν δυσκολίες προκειμένου να γεμίζουν με περιεχόμενο τους διαύλους τους. Όμως, αυτές οι εταιρικές συμφωνίες συχνά κρύβουν πολύ πιο πεζά συμφέροντα…
Το μέλλον των εφημερίδων βασίζεται άραγε στη σύμπλευσή τους με τις προσφορές των εταιρειών τηλεπικοινωνιών; Τον περασμένο Μάιο, η εξαγορά από τη SFR1 της εφημερίδας «Libération» και των περιοδικών «L’Express», «L’Expansion», «Lire» και «L’Etudiant», παράλληλα με την απόκτηση ποσοστού 49% του τηλεοπτικού σταθμού BFM TV και του ραδιοφωνικού σταθμού RMC, ξανάφερε στην επικαιρότητα μια ιδέα που ήταν πολύ της μόδας στη δεκαετία του 2000, όταν ο Ζαν-Μαρί Μεσιέ ήταν στο τιμόνι της Vivendi Universal: τη σύγκλιση μεταξύ τηλεφώνου και μέσων ενημέρωσης. Χάρη στην εξαγορά, η εφαρμογή SFR Presse προτείνει εφημερίδες – για την ώρα, δωρεάν – στα 18 εκατομμύρια συνδρομητές του τηλεπικοινωνιακού φορέα, ιδιοκτησίας Πατρίκ Ντραχί. Αφού πρώτα ο Τύπος σταδιακά αγοράστηκε από τους διαφημιστές, όσο περισσότερο μειώνονταν οι αναγνώστες, άραγε θα οφείλει πλέον τη διάσωσή του σε διανομείς που προσπαθούν να κρατήσουν την πελατεία τους ή να δημιουργήσουν καινούργια;
Μέχρι τα τέλη του Ιουνίου 2016, τρία εκατομμύρια πελάτες της SFR είχαν κατεβάσει την εφαρμογή, η οποία εμπλουτίστηκε και με νέες εφημερίδες, όπως η «Le Journal du Dimanche», η «Le Parisien», η «Midi Libre». Σε αυτή την κίνηση, θα μπορούσαμε να δούμε απλώς και μόνο έναν φορολογικό ελιγμό. Στον λογαριασμό του συνδρομητή, η τιμολόγηση αυτού του πακέτου εκδόσεων, με τιμή 19,90 ευρώ, αντιστοιχεί στα δύο τρίτα της μέσης τιμής του συνδρομητικού συμβολαίου, που συνδυάζει τηλεφωνία, Διαδίκτυο και τηλεόραση. Κάτι τέτοιο δίνει στην SFR τη δυνατότητα, στην απόδειξη που εκδίδει σε εκατομμύρια πελάτες της, να επιβάλει τον ειδικό ΦΠΑ του Τύπου στα δύο τρίτα του συνολικού ποσού: 2,1% αντί για 20%. Ένα κόλπο που επιτρέπει κάθε χρόνο την εξοικονόμηση πολλών δεκάδων, ακόμη και εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ.
Όμως, ο όρος «σύγκλιση των ΜΜΕ»2 αποτελεί ταυτόχρονα και ευφημισμό για την ευθεία εξάρτηση από έναν φορέα τηλεπικοινωνιών. Η SFR κακομαθαίνει τους συνδρομητές της προσφέροντας μέσα ενημέρωσης προκειμένου να τους κρατά και να αναβαθμίζει τις προσφορές της. Από την πλευρά τους, οι εκδότες του Τύπου προδίδουν ακόμα περισσότερο τα συμφέροντα των αναγνωστών τους, με την ελπίδα να προσελκύσουν ένα κοινό που θα φέρει διαφήμιση. Ως αντάλλαγμα, οι εφημερίδες δεν μπορούν να ελπίζουν παρά σε μερικά λεπτά του ευρώ για κάθε τεύχος που «κατεβάζεται».
Ταυτόχρονα, αρχίζει να διαφαίνεται η συγχώνευση των εμπορικών σημάτων της SFR, της Altice Media και της NextRadioTV (BFM TV, RMC κ.ά.) σε έναν ενιαίο φορέα. «Η SFR αποφάσισε να επεκταθεί στα Μέσα όχι μόνο για να διαφοροποιηθεί, αλλά και για να ανακτήσει μέρος της διαφήμισης που καρπώνονται οι GAFA (Google, Apple, Facebook, Amazon», δηλώνει ο πρόεδρος και γενικός διευθυντής της Μισέλ Κομπ3. Η σύνδεση του συνδρομητή στον προσωπικό του λογαριασμό στο SFR ήδη επιτρέπει την αποστολή εξατομικευμένων διαφημίσεων, κάτι που ενέπνευσε στον Αλαίν Βέιλ, πρόεδρο του NextRadio TV και διευθύνοντα σύμβουλο της SFR Media, έναν διεισδυτικό προβληματισμό πάνω στα διακυβεύματα της σύγχρονης δημοσιογραφίας: «Όσοι είναι γνωστό ότι έχουν σκύλο, θα δουν στις οθόνες τους τη διαφήμιση για το κυνοφιλικό περιοδικό μας, ενώ όσοι έχουν γάτα θα λάβουν το περιοδικό μας για γάτες»4.
Έως το 2019, ο κ. Ντραχί έχει δικαίωμα προαίρεσης αγοράς ώστε να αποκτήσει την πλήρη κυριότητα του NextRadio TV. Κατά παράβαση της ρύθμισης κατά της συγκέντρωσης μέσων ενημέρωσης του νόμου για την Επικοινωνία του 1986, που απαγορεύει την κατοχή πάνω από δύο μέσων ενημέρωσης εθνικής εμβέλειας, σε μια τέτοια περίπτωση θα ελέγχει σε εθνικό επίπεδο μία καθημερινή εφημερίδα («Libération»), ένα εβδομαδιαίο έντυπο («L’Express»), δύο τηλεοπτικούς σταθμούς (BFM TV και RMC Découverte), καθώς και δύο ραδιοφωνικούς (RMC και BFM Business). Σε όλα αυτά προστίθενται αθλητικά τηλεοπτικά κανάλια, καθώς και το i24News, το φιλο-ισραηλινό ενημερωτικό κανάλι του ομίλου.
Στα μάτια του Μισέλ Κομπ, η σύγκλιση αυτή είναι συμβατή με την κατεύθυνση στην οποία βαδίζει η Ιστορία. Οι ανάλογοι μεγάλοι ελιγμοί στο εξωτερικό δεν έχουν ξεκινήσει; Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η British Telecom (BT) έχει αποκτήσει τα δικαιώματα του βρετανικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου και διανέμει τα δικά της αθλητικά κανάλια στα δίκτυά της, ενώ το Sky, το δορυφορικό «μπουκέτο» του Ρούπερτ Μέρντοχ, προσφέρει πρόσβαση στο Διαδίκτυο με πολύ υψηλές ταχύτητες. Στις ΗΠΑ, ο πάροχος καλωδιακής τηλεόρασης Comcast μόλις απέκτησε το στούντιο κινουμένων σχεδίων της DreamWorks, με συνιδρυτή τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, αφού το 2011 είχε εξαγοράσει το NBC Universal που το κατέχει. Από την πλευρά των τηλεπικοινωνιών, η AT&T απέκτησε το 2015 το δορυφορικό «μπουκέτο» της Direct TV, ενώ η Verizon είχε εξαγοράσει την AOL, πριν «καταπιεί» τη Yahoo τον περασμένο Ιούλιο. Όσο για τον Τζεφ Μπέζος, ιδρυτή της Amazon, που εξαγόρασε την «Washington Post» αντί 250 εκατ. δολαρίων το 2013, περιλαμβάνει πλέον τη δωρεάν ανάγνωση της εφημερίδας για έξι μήνες στο πακέτο προσφοράς «Prime», που μετρά 50 εκατομμύρια συνδρομητές.
«Η παροχή δωρεάν πρόσβασης σε νέους συνδρομητές μέσω του ‘Prime’ μάς επιτρέπει να συνδεθούμε με εκατομμύρια αναγνώστες σε όλη τη χώρα, οι οποίοι ίσως να μην είχαν επισκεφθεί την ‘Post’ στο παρελθόν», εκτιμά ο Στιβ Χιλς, πρόεδρος της “Washington Post”5. Το 2014, αναπτύχθηκε μια δωρεάν εφαρμογή της εφημερίδας για το Kindle, την ταμπλέτα της Amazon. Καταγράφοντας άνοδο κατά 63% σε έναν χρόνο, το ψηφιακό κοινό της ξεπέρασε εκείνο των «New York Times», με πάνω από 70 εκατ. μοναδικούς επισκέπτες κάθε μήνα. Με την εξαγορά της «Washington Post», ο κ. Μπέζος απόκτησε ένα εργαλείο επιρροής απέναντι στην ομοσπονδιακή εξουσία, τη στιγμή όπου ο όμιλός του βρισκόταν στο στόχαστρο των αντιμονοπωλιακών και των φορολογικών αρχών για μονοπωλιακές πρακτικές και φοροαποφυγή. Τον Δεκέμβριο του 2015, ήταν η σειρά του κινεζικού γίγαντα του διαδικτυακού εμπορίου Alibaba να διασφαλίσει την ευμένεια της νομενκλατούρας, εξαγοράζοντας τη «South China Morning Post», την αγγλόφωνη εφημερίδα του Χονγκ Κονγκ.
«Δεν υπάρχει τόσο μεγάλη σύγκλιση μεταξύ του γραπτού Τύπου και του κινητού τηλεφώνου», εκτιμούσε ο κ. Ντραχί τον Μάιο του 2015 ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης. Ο ιδιοκτήτης της SFR και της Numericable στη Γαλλία, της Hot Telecom στο Ισραήλ, της Portugal Telecom ή της Suddenlink Communications στις ΗΠΑ, παρουσίαζε τότε στους βουλευτές τους λόγους της επένδυσής του στα ΜΜΕ. Σύμφωνα με τα όσα είπε, έγινε μέτοχος της «Libération» μετά από αίτημα μιας δημοσιογράφου, επενδύοντας 14 εκατ. ευρώ, δηλαδή «το ένα τοις χιλίοις» όσων επένδυσε στην SFR, προκειμένου να σώσει την εφημερίδα. Στην πραγματικότητα, ο πρόεδρος και γενικός διευθυντής της Altice ενδιαφέρθηκε για το θέμα μετά από αίτημα του Φρανσουά Ολάντ.
Προηγουμένως, ήταν αναμφίβολα ένας μεγιστάνας των τηλεπικοινωνιών, αλλά επίσης «κάτοικος Ελβετίας», η προσωπική περιουσία του οποίου βρισκόταν στο Γκέρνσεϊ,6 σύμφωνα με τον Αρνό Μοντεμπούρ, ο οποίος τότε ήταν υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης και έλεγε ότι είχε να του θέσει «μερικά φορολογικά ερωτήματα».7 Ο κ. Ντραχί κατάλαβε γρήγορα ότι δεν είναι ανόητο να σώσει μια εφημερίδα πλησίον της εξουσίας όταν ετοιμάζεται η ενοποίηση των τηλεπικοινωνιών στη Γαλλία υπό το άγρυπνο μάτι του ιστορικού φορέα Orange, το 23% του οποίου ανήκει στο κράτος. Οι ιδιωτικές εταιρείες τηλεφωνίας επιθυμούν διακαώς να αποτρέψουν την επιβολή από τις δημόσιες αρχές μιας δέσμης σχολαστικών κανονισμών που, για παράδειγμα, θα τους υποχρέωνε να παρέχουν ευρυζωνική κάλυψη στις λιγότερο κερδοφόρες περιοχές προκειμένου να καταπολεμήσουν το «ψηφιακό χάσμα».
Η ιδέα της σύγκλισης των ΜΜΕ δεν εντυπωσίασε εξαρχής τον κ. Ντραχί. Ωστόσο, η αναγγελία της απόκτησης του NextRadio TV, στη συνέχεια, τον Σεπτέμβριο του 2015, της εταιρείας Cablevision που μεταδίδει στη Νέα Υόρκη το κανάλι News 12 και της τοπικής καθημερινής εφημερίδας «Newsday», θα δημιουργήσουν την ωραία ιστορία των διαύλων που συναντούν το περιεχόμενο. «Τα ΜΜΕ επιτρέπουν στους τηλεπικοινωνιακούς φορείς να διαφοροποιούνται και να γίνονται ελκυστικότεροι, ενώ ταυτόχρονα οι φορείς επιτρέπουν στα Μέσα να επωφεληθούν από τη δύναμη μετάδοσής τους, να επιταχύνουν την ψηφιακή ανάπτυξή τους και, χάρη στα δεδομένα στα οποία οι πελάτες επιτρέπουν την πρόσβαση, να προσφέρουν σε κάθε πελάτη υλικό προσαρμοσμένο στις ανάγκες του»8, επαίρεται ο κ. Κομπ. Αυτά τα λεκτικά πυροτεχνήματα δεν καταφέρνουν να κρύψουν μια πολύ πιο πεζή πραγματικότητα του σύγχρονου τεχνοκαπιταλισμού: τη συγχώνευση – απορρόφηση με σκοπό τη διόγκωση του μεγέθους και κατά συνέπεια την αύξηση της ικανότητας δανειοληψίας. Για τον κ. Ντραχί σημαίνει ότι θα λάβει ένα δάνειο, το οποίο στη συνέχεια θα αποπληρώσει με τα κέρδη των εξαγορασμένων εταιρειών. Οι πιστωτές του, ιδίως τράπεζες όπως η BNP Parisbas ή η Goldman Sachs, δεν είναι αδιάφορες έναντι της ικανότητάς τους να επηρεάζουν έναν τόσο μεγάλο πελάτη που ρισκάρει. «40 δισ. ευρώ, το τρελό χρέος του Πατρίκ Ντραχί», διαβάζαμε στην ιστοσελίδα του BFM Business τον Ιούνιο του 2015, λίγο πριν από την ανακοίνωση της μερικής εξαγοράς του από τον κ. Ντραχί. «Altice: ο Ντραχί συνεχίζει το αμερικανικό όνειρό του», είχε τίτλο η ίδια ιστοσελίδα έναν μήνα αργότερα…
Ο μεγαλοεπιχειρηματίας αφήνει επίσης το αποτύπωμά του στα ΜΜΕ προβαίνοντας σε περικοπές του εργατικού δυναμικού στον κλάδο του Τύπου, διευθύνοντας καθένα από τα περιουσιακά του στοιχεία με επιθετικές μεθόδους που ευνοούν τις οικονομίες κλίμακας. Εξάλλου, η απορρόφηση των καναλιών, των ραδιοφώνων και των εφημερίδων από την SFR επιτρέπει την αντιστάθμιση της απώλειας των εσόδων από την αποχώρηση ενός εκατομμυρίου συνδρομητών, ενώ στην Altice δίνει την ευκαιρία να αποπληρωθούν 980 εκατ. ευρώ.
Η στρατηγική αυτή δεν αρέσει σε εκείνους που έχουν ήδη «καεί», όπως η Orange. Ο διευθύνων σύμβουλός της Στεφάν Ρισάρ γύρισε την πλάτη στην πολιτική του προκατόχου του, ο οποίος είχε πληρώσει χρυσό -20 εκατ. ευρώ τον χρόνο- ένα μέρος των δικαιωμάτων του γαλλικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου για την περίοδο 2008-2012 και ισχυριζόταν ότι ανταγωνίζεται το Canal Plus, χρηματοδοτώντας ταινίες μέσω ενός κινηματογραφικού στούντιο. Το 2009, η Αρχή Ανταγωνισμού υποχρέωσε την Orange να μην προορίζει μόνο για τους δικούς της συνδρομητές τα κανάλια της με αθλητικά, ταινίες και σειρές. Ο τηλεπικοινωνιακός φορέας εξακολουθεί να επενδύει 550 εκατ. ευρώ ετησίως για την παραγωγή περιεχομένου, στην ουσία όμως συμμετέχει στην παραγωγή μιας εικοσάδας ταινιών και στη διανομή τηλεοπτικών σειρών.
Ο όμιλος Iliad (Free), που ιδρύθηκε από τον Ξαβιέ Νιέλ, με την προσωπική του ιδιότητα ως συνιδιοκτήτη του ομίλου «Le Monde» και του «L’Obs», συνεχίζει να μην συμμερίζεται αυτή τη στρατηγική της συναρμογής των ΜΜΕ με τους διαύλους μετάδοσης. Πιστεύει ότι η εν λόγω στρατηγική αξίζει μόνο εάν παράγει αποκλειστικό περιεχόμενο. Οι ίδιες αυτές αποκλειστικότητες όμως προκαλούν την οργή των ρυθμιστικών αρχών της αγοράς, κάτι που μόλις αποδείχθηκε από την απόφαση της Αρχής Ανταγωνισμού να αρνηθεί στο Canal Plus την αποκλειστική διανομή του καταριανού καναλιού beIN Sports. Ο όμιλος Telefónica, ο οποίος ήθελε να εξασφαλίσει μια παρόμοια αποκλειστικότητα μετάδοσης περιεχομένου του ραδιοτηλεοπτικού ομίλου Mediapro, προσέκρουσε πρόσφατα στην ίδια άρνηση εκ μέρους της Ισπανίας.
Για τον όμιλο Free λοιπόν, είναι προτιμότερο να συνάπτεις συμφωνίες συνεργασίας με προσφορά περιεχομένου. Όπως και να βασίζεσαι στη δεσπόζουσα θέση σου στα ΜΜΕ προκειμένου να βλέπεις να προωθούνται θέματα που θεωρείς σημαντικά, όπως το μπλοκάρισμα διαφημίσεων του YouTube ως ένδειξη διαμαρτυρίας για το υπερβολικό κόστος του εύρους ζώνης που η μετάδοση των βίντεο επιφέρει στους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους. «Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι εάν η δημοσιογραφία δημιουργεί προστιθέμενη αξία ή όχι», εκτιμά ο κ. Νιέλ.9 Το άλλο ερώτημα, που δεν πρόκειται να τεθεί, αφορά την πολιτική επιρροή που προσφέρει ο έλεγχος ενός μεγάλου μέσου ενημέρωσης, εντός ενός κλάδου που ρυθμίζεται στενά από το κράτος…
Ο όμιλος Bouygues τηρεί την ίδια γραμμή: δεν προσπαθεί ιδιαίτερα να εκμεταλλευθεί τα προγράμματα του TF1 υπέρ της θυγατρικής του Bouygues Telecom. Παρ’ όλα αυτά, η τηλεοπτική δύναμη κρούσης που διαθέτει του επιτρέπει να διατηρεί τις σχέσεις του με τους κάθε λογής αξιωματούχους και να ασκεί έμμεση επιρροή στη νομοθεσία των τηλεπικοινωνιών. Όσον αφορά τον όμιλο Bolloré, που πήρε τον έλεγχο της Vivendi (Canal Plus, Dailymotion, Universal Music) και κατέληξε σε συμφωνία με τη Mediaset προκειμένου να αναλάβει το «μπουκέτο» των συνδρομητικών καναλιών της στην Ιταλία, έγινε βεβαίως μέτοχος στην Τelecom Italia, με 24,9% του κεφαλαίου, και στην ισπανική Telefónica, με πολύ μικρό ποσοστό. Ωστόσο η πολυπλοκότητα των εθνικών κανονισμών τον εμποδίζει να μεταδίδει το ίδιο περιεχόμενο σε δίκτυα τηλεπικοινωνιών που υπόκεινται σε διαφορετικές τοπικές αρχές.
Κατά συνέπεια, ο λόγος για τον οποίο η Vivendi εξακολουθεί να επιδιώκει συμμετοχές σε εταιρείες τηλεπικοινωνιών, μετά την αποχώρησή της από την SFR και τη βραζιλιάνικη GVT, είναι μάλλον η σύναψη εταιρικών σχέσεων με σκοπό τη διανομή περιεχομένου του Canal Plus ή της Universal. Για τον κ. Βενσάν Μπολορέ, οι συνέργειες παραμένουν πολύ περιορισμένες… ακόμη κι αν συνίστανται μεταξύ της Vivendi, του Canal Plus, του Dailymotion και της Universal. Άλλωστε, ο ίδιος ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Vivendi διαβλέπει πλέον τους περιορισμούς μιας τέτοιας προσέγγισης: «Εκτιμώ ότι αυτή η συζήτηση περί σύγκλισης είναι λίγο ξεπερασμένη σήμερα, με την ανάδειξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης», δήλωνε ο κ. Μεσιέ στις 3 Σεπτεμβρίου 2015. «Η ουσία της σύγκλισης είναι η δυνατότητα να βρίσκεσαι πανταχού παρών. Αυτό που εξακολουθεί να ισχύει είναι το τρίπτυχο: ‘εκείνο που θέλω, όπου το θέλω, όταν το θέλω’». Κοντολογίς, δεν συμφέρει τόσο πολύ να διοχετεύεις το δικό σου περιεχόμενο στα δικά σου δίκτυα όσο να ικανοποιείς τη ζήτηση των κινητών συσκευών που επιτρέπουν την προβολή βίντεο ή την ανάγνωση εφημερίδων ανά πάσα στιγμή και οπουδήποτε. Ποιας ποιότητας; Η απάντηση δεν ενδιαφέρει τους επιχειρηματίες. Σε αυτό το επίπεδο, όλοι συγκλίνουν.
* Η Marie Bénilde είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας του «On achète bien les cerveaux», Raisons d’agir, Παρίσι, 2007.
Επιμέλεια: Χάρης Λογοθέτης – Από την Αυγή
1 (ΣτΜ): Η SFR είναι γαλλική εταιρεία τηλεπικοινωνιών, με δραστηριοποίηση στον χώρο της τηλεφωνίας και του Διαδικτύου. Ανήκει στην πολυεθνική Altice και τον γαλλικό όμιλο Vivendi. Αποτελεί το συνεργαζόμενο δίκτυο της Vodafone στη Γαλλία (η Vodafone κατείχε το 44% των μετοχών της εταιρείας μέχρι τον Απρίλιο του 2011).
2 (ΣτΜ): Ο όρος «σύγκλιση των ΜΜΕ» (media convergence) αναφέρεται στη διασύνδεση των τεχνολογιών επικοινωνίας και πληροφορίας με τα υπολογιστικά δίκτυα και το περιεχόμενο των ΜΜΕ. Αποτέλεσμά της είναι ο μετασχηματισμός παραδοσιακών κλάδων οικονομικής δραστηριότητας, αλλά και των μορφών διάχυσης της πληροφορίας (η οποία πλέον διανέμεται παράλληλα σε διαφορετικές πλατφόρμες και συσκευές), καθώς και η ανάδυση νέων μορφών περιεχομένου (λ.χ. γραπτά άρθρα συνοδευόμενα από βίντεο και παρουσιάσεις).
3 «Le Figaro», 1η Ιουνίου 2016.
4 Συνέντευξη Τύπου, 27 Απριλίου 2016.
5 «The Guardian», 16 Σεπτεμβρίου 2015
6 (ΣτΜ): Αυτοδιοικούμενο σύμπλεγμα νησιών της Μάγχης, στα ανοιχτά της Νορμανδίας, που υπάγεται στη Βρετανική Κοινοπολιτεία. Αποτελεί φορολογικό παράδεισο.
7 Europe 1, 14 Μαρτίου 2014.
8 «SFR lance la convergence», Ιούλιος 2016, http://communication.sfr.com
9 «Polka», Παρίσι, Φεβρουάριος 2014
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ…
Ο Τσίπρας πουλάει τον Παρθενώνα!
Ψεύτικες ειδήσεις: «Λέγε, λέγε κάτι θα μείνει»…