thegreekcloud | 24.10.2016 | 07:47
Έλση Σαράτση
Ο τόπος της φωνής είναι ο ήχος ― αυτόν ψάχνουν-γυρεύουν και οι τρεις. Ο Μπομπ γλιστράει στο άγριο ουρλιαχτό. Του μοναχικού λύκου που διαολίζεται απ’ το δυνατό φεγγαρόφωτο. Του τσακαλιού που το δέρνει η πείνα και ολολύζει σαν αβύζαχτο μωρό μέσα στη χιονισμένη νύχτα κυκλώνοντας τις κατοικίες των ανθρώπων που ξεχειμωνιάζουν στα ζεστά και στα χορτάτα, αποκλεισμένοι στην αυτάρκεια και αυταρέσκειά τους. Οι άλλοι δυο έχουν λεπτότερους και πιο εργασμένους τόνους – οι άλλοι δυο τραγουδούν.
Και οι τρεις χορεύουν. Όχι το χορό της καλοκουρντισμένης κοινωνικότητας, όχι το χορό της αξιότιμης και αξιοπρεπούς ψυχαγωγίας. Χορεύουν με τον ανεξήγητο ρυθμό που χορεύουν τα φύλλα των δέντρων όταν σπαρταρούν από την απόλαυση του βρόχινου νερού – χορεύουν, μα την αλήθεια, έναν ζορμπάδικο χορό. Χορεύουν σαν αλλοπαρμένοι, σαν μοναχά ξωτικά και σαν θεότρελοι. Χορεύουν ακόμα από συμπόνοια.
Και οι τρεις πάσχουν, είναι βαθιά αμαρτωλοί και κοροϊδεύουν την αμαρτία χαμογελώντας της αθώα σαν μικρά παιδιά. Και οι τρεις κουνούν το δάχτυλο στην κοινωνία των καιρών τους. Και οι τρεις έχουν για όπλο το τραγούδι.
Τα τραγούδια τους διαφέρουν: άλλα γλιστρούν στην κάμαρή τους το χάραμα τις νεκρές ώρες, όταν η μέρα ετοιμάζεται να ξεσπάσει με μια έκρηξη φωτός στο πάτωμα μέσ’ απ’ τις χαραμάδες, γυαλιστερή ολοζώντανη και μπακιρένια, τα φωτεινά της δάχτυλα να στραγγαλίσουν το σκοτάδι με βελουδένια δύναμη, ανασταίνοντας τον κόσμο φτου κι απ’ την αρχή. Αυτά είναι αλχημικά ωραία, και παίζουν ωραία με τους ήχους και τα χρώματα. Τρεκλίζοντας απ’ το ίδιο τους το ηχητικό μεθύσι. Άλλα κρύβονται σε άφωτα λαγούμια για να μαρτυρήσουν τις αφέγγαρες νύχτες όταν το αίμα των αθώων τρέχει, τα νήπια σφαγιάζονται κατά χιλιάδες, η αδικία βασιλεύει κι ο Βελζεβούλ έχει πάντα το απάνω χέρι. Άλλα είναι σαν μια τρίχα διψασμένου αέρα μέσα στην απόλυτη άπνοια άρρωστου τροπικού μεσημεριού. Άλλα είναι έκλυτα τερετίσματα του ξεθεωμένου γερο-Τιθωνού που απόκαμε από τα γερατειά και σούρωσε σα μωρό παιδάκι μέσα σε μια κούνια από ιτιά και τον λυπήθηκαν και τον έκαναν τζίτζικα – λυριστή πληβείο. Και οι τρεις τους είναι λυριστές πληβείοι που ξεψυχούν κάθε φθινόπωρο και αναζούν το καλοκαίρι.
Και οι τρεις είναι άνθρωποι του δρόμου και της πολιτείας. Ταξιδεύουν στο δρόμο και στο χρόνο. Ανταμώνουν στα πιο καταραμένα σταυροδρόμια τα πιο καταραμένα φεγγαραπαντήματα.
Και στους τρεις χρωστάμε χάρη. Είναι ποιητές.
Ο ολομόναχος θάνατος της Χάτι Κάρολ
(1963)
Ο Γουίλιαμ Ζάνζινγκερ σκότωσε την έρμη Χάτι Κάρολ
Μ’ ένα μπαστούνι που το’ παιζε στριφογύριζοντας στο δάχτυλο με το διαμαντένιο δαχτυλίδι
Στη Βαλτιμόρη, σε φιλανθρωπική εκδήλωση σ’ ένα ξενοδοχείο.
Και κάλεσαν τους μπάτσους και του πήραν το μπαστούνι
Και τον πήγαν συνοδεία ως το τμήμα
Και απάγγειλαν στον Γουίλιαμ Ζάνζινγκερ κατηγορία για εκ προθέσεως ανθρωποκτονία.
Μα όλοι εσείς που φιλοσοφείτε τη ντροπή και κάνετε σε κάθε φόβο κριτική,
Μην κλαίτε κι αφήστε τα κουρελομάντιλα στην άκρη
Δεν είναι αυτός εδώ καιρός για δάκρυ.
Ο Γουίλιαμ Ζάνζινγκερ, που στα εικοστέσσερα,
Διαθέτει καπνοτόπι στρέμματα δυόμισι χιλιάδες
Με πάμπλουτους γονιούς που τον φιλεύουν και τον προστατεύουν
Με συγγενείς ψηλά ισταμένους και στην πολιτική του Μέριλαντ αναμεμιγμένους,
Για το συμβάν τους ώμους σήκωσε αδιάφορα
Και έβρισε και κάγχασε, και μούγκρισε απειλές,
Σε λίγα λεπτά αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση.
Μα όλοι εσείς που φιλοσοφείτε τη ντροπή και κάνετε σε κάθε φόβο κριτική,
Μην κλαίτε κι αφήστε τα κουρελομάντιλα στην άκρη
Δεν είναι αυτός εδώ καιρός για δάκρυ.
Η Χάτι Κάρολ δούλευε κοπέλα στην κουζίνα.
Ήταν πενηνταενός χρονών και μάνα δέκα παιδιών
Μάζευε τα πιατικά κι έβγαζε τα σκουπίδια
Και ποτέ δεν κάθισε στην κεφαλή του τραπεζιού
Και ποτέ δε μίλησε με τους ανθρώπους που έτρωγαν στο τραπέζι
Μοναχά καθάριζε τ’ αποφάγια απ’ το τραπέζι
Και απλώς ανάμεσα σε άλλα άδειαζε και τα σταχτοδοχεία,
Σκοτώθηκε μ’ ένα χτύπημα, δολοφονήθηκε μ’ ένα μπαστούνι
Που στον αέρα άνοιξε πανιά κι έπεσε πάνω της απ’ του δωμάτιου την άλλη άκρη,
Καταδικασμένο και αποφασισμένο να καταστρέψει καθετί ευγενικό.
Και ποτέ της δεν είχε βλάψει τον Γούλιαμ Ζάνζινγκερ.
Μα όλοι εσείς που φιλοσοφείτε τη ντροπή και κάνετε σε κάθε φόβο κριτική,
Μην κλαίτε κι αφήστε τα κουρελομάντιλα στην άκρη
Δεν είναι αυτός εδώ καιρός για δάκρυ.
Στο εντιμότατο δικαστήριο, ο δικαστής χτύπησε το σφυρί,
Για να δείξει πως όλοι είναι ίσοι και τα δικαστήρια άμεμπτα
Και πως τα νήματα των αποφάσεων δεν κινούνται από άλλους και δεν επηρεάζονται
Και πως ακόμα και οι άρχοντες τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως
Άπαξ και οι μπάτσοι τους κυνηγήσουν και τους συλλάβουν
Και πως η κλιμάξ του νόμου κορυφήν και βάσιν δεν γνωρίζει,
Ατένισε τον άνθρωπο που είχε σκοτώσει χωρίς λόγο
Που έτσι έξαφνα του ΄ρθε κέφι να κάνει ό,τι έκανε απρόβλεπτα.
Και μίλησε, με φωνή βαθιά πολύ και διαπρεπή, μέσ’ απ’ την τήβεννο,
Και απένειμε με αυστηρότητα, για μετάνοια και ποινή,
Στον Γουίλιαμ Ζάνζινγκερ, έξι μήνες φυλακή.
Ω εσείς που φιλοσοφείτε τη ντροπή και κάνετε σε κάθε φόβο κριτική,
Θάψτε βαθιά το πρόσωπό σας στο κουρελομάντιλό σας
Τώρα είν’ η ώρα για τα δάκρυα και τον οδυρμό σας.
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ
Για τη φόνισσα των παιδιών-της Μαρία Φαράρ
(1922)
Μαρία Φαράρ, γεννηθείσα τον Απρίλιον,
Ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, όψεως κοινής,
Λευκού έως τώρα ποινικού μητρώου,
Εσκότωσε το παιδί της ως εξής:
Σ’ ένα κατώι ̶ λέει ̶ σαν ήταν δυο μηνών,
Να το ξεφορτωθεί προσπάθησε όπως-όπως,
Με δυο ενέσεις που της έκανε μια γριά.
Πόνεσε, λέει, πολύ ̶ όμως, χαμένος κόπος.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,
Γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Πλήρωσε ωστόσο ̶ λέει ̶ ό, τι είχε συμφωνήσει.
Σφιχτόδενε με πάνες την κοιλιά της,
Τσίπουρο έπινε με πιπέρι, αλλά το μόνο
Που πέτυχε ήταν να γδαρθούν τα σωθικά της.
Το φούσκωμα φαινόταν πια ξεκάθαρα,
Κι αβάσταχτα πονούσε όταν σφουγγάριζε,
Ψήλωσε, ωστόσο ̶ λέει. Και προσεύχονταν
Στην Παναγία και τάματα της χάριζε.
Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,
Γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Μα οι προσευχές της πήγανε του κάκου.
Πολλά ζητούσε, ως φαίνεται. Κι ολοένα
Στον όρθρο ζαλιζόταν, κρύος την έλουζε ιδρώτας
Καθώς γονατιστή παρακαλούσε την Παρθένα.
Αλλά κατάφερε να μην την πάρουν είδηση
Ωσότου ζύγωσε η ώρα να γεννήσει,
Γιατί κανείς ποτέ δεν φανταζότανε
Πως μια τόσο άχαρη κοπέλα είχε αμαρτήσει.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,
Γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Τη μέρα εκείνη ̶ λέει ̶ , τη χαραυγή,
Καθώς, σκουπίζοντας τη σκάλα είχε σκύψει,
Άγρια νύχια της ξεσκίσαν την κοιλιά.
Ωστόσο μπόρεσε τους πόνους της να κρύψει.
Ολημερίς σουρνόταν την μπουγάδα απλώνοντας
Κι έσπαζε το κεφάλι της ώσπου να νιώσει
Πως έφτανε της γέννας της η ώρα. Κι έτρεμε
Η καρδιά της σαν, αργά, τράβηξε να ξαπλώσει.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,
Γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Μα την ξαναφωνάξαν πριν να καλογείρει:
Χιόνι είχε πέσει κι έπρεπε αυτή να το σκουπίσει.
Και σκούπιζε ως τις έντεκα. Μια ατέλειωτη ήταν μέρα.
Τη νύχτα μόνο μπόρεσε ήσυχα να γεννήσει.
Και γέννησε ̶ όπως λέει ̶ ένα αγόρι.
Όμοιο ήταν μ’ όλα τ’ άλλα αγόρια.
Μόνο που αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες μάνες.
Αλλά για τούτο δεν της πρέπει κατηγόρια.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,
Γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Αφήστε την λοιπόν ν’ αποτελειώσει
Την ιστορία για κείνο το παιδί
(Λέει πως δεν θέλει τίποτα να κρύψει),
Κι έτσι θα δούμε τι είμαι εγώ και τι είσαι εσύ.
Λέει πως μόλις πήγε στο κρεβάτι,
Αναγούλα την επιάσανε και ρίγη.
Μονάχη, αλαφιασμένη τι θα γίνει,
Με κόπο τις φωνές της κρυφοπνίγει.
Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,
Γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Μ’ όσες της απομένανε δυνάμεις
̶ η κάμαρά της ήταν κιόλας παγωμένη ̶
Σύρθηκε ως τον απόπατο (μα πότε,
Δεν θυμάται πια) κι εκεί, παρατημένη,
Γέννησε, τα χαράματα. Κι ήτανε, λέει,
Ολότελα χαμένη κι ένιωθε πια να κοκαλώνει·
Μόλις μπορούσε να κρατήσει το παιδί της,
Γιατί μες στη σοφίτα τρύπωνε το χιόνι.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,
Γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Και τότε, πριν στην κάμαρα γυρίσει
̶ μόνο τότε ̶ να κλαίει αρχινάει το παιδί.
Κι εκείνη φρένιασε τόσο, καθώς λέει,
Που με τις δυο γροθιές της, σαν τυφλή,
Το χτύπαε, και το χτύπαε, μέχρι να βουβαθεί.
Και τότε, πήρε το πεθαμένο της μωρό
Μες στο κρεβάτι ώσπου να ξημερώσει·
Και το πρωί, το ‘κρυψε μες στο πλυσταριό.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,
Γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Μαρία Φαράρ, γεννημένη έναν Απρίλη,
Στου Μάισεν πέθανε τη φυλακή·
Αγορομάνα, καταδικασμένη,
Του κάθε ανθρώπου τις αδυναμίες ιστορεί.
Σεις, που γεννάτε σε κρεβάτια πεντακάθαρα
Και «ευλογημένος», λέτε, «της κοιλίας σας ο καρπός»,
Μη ρίχτε στους αδύναμους το ανάθεμα.
Βαρύ ήταν το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.
Γι’ αυτό, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,
Γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
[ Μεταφρασμένο από τον Μάριο Πλωρίτη ]
ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Μαρία η Αιγυπτία
(Εποχή των ισχνών αγελάδων, 1950)
Ακόμα θυμούμαι την επιγραφή OUT OF BOUNDS.
Συχνά μας επισκέπτονταν ναύτες του N.A.A.F.I. Club.
Μάλιστα ένας μου έλεγε: «Είσαι ένα τίποτα
στο σκοπευτήριο, στο πανδοχείο, στο καπηλειό, στο μπορντέλο».
Όμως τώρα απαρνήθηκα τα εγκόσμια, και τούτο είναι μια ηδονή ̶
δοσμένη ψυχή τε και σώματι στο Νυμφίο, εν προσευχή και νηστεία,
σε τούτη την έρημο με την ξερή άμμο, το γλυφό νερό, τον αδυσώπητο ήλιο.
Ενίοτε περνούν καραβάνια προσκυνητών με χασίσι και πάπυρο,
όμως η γύμνια μου καταφεύγει στα βράχια·
έτσι, χαράζω τα ποιήματά μου στην άμμο
κι έρχονται οι αγέρηδες να μου τα τραγουδήσουν.
Λίγο πάπυρο, άγιε πάτερ Ζωσιμά, δυο-τρία βιβλία θρησκευτικά,
μια σύντομη μέθοδο εκμαθήσεως βυζαντινής μουσικής.
Κει στην αγαπημένη Αλεξάνδρεια,
μη με ξεχάσεις, άγιε πάτερ Ζωσιμά·
με λένε Μαρία, παλαιότερα Κλεοπάτρα, στην Κυρήνη Εσθήρ ̶
επί δεκαπενταετίαν διατελέσασα πόρνη.
Μα τώρα όλους σχεδόν, συν Θεώ, τους πειρασμούς τους νίκησα
Και μόνο το ρεμπέτικο μοτίβο δεν κατόρθωσα
να διώξω από τα χείλη μου, δε μπόρεσα
να ξεριζώσω απ’ την καρδιά μου, δε δυνήθηκα,
το ρεμπέτικο που τραγούδαγα μικρή στο καπηλειό του Αλκέτα.