thegreekcloud | 25.10.2016 | 14:33
Η Άφρα Μπεν (Aphra Behn) είναι η σημαντικότερη συγγραφέας και δραματουργός της περιόδου της Παλινόρθωσης (17ος αιώνας) στην Αγγλία. Σύμφωνα με ένα ντοκυμαντέρ που είδα πρόσφατα, η Μπεν ξεχωρίζει και επειδή υπήρξε πρωτοπόρος αλλά και επειδή δεν έγραφε γυναικεία, αφού ακόμα τότε δεν είχε επινοηθεί η γυναικεία γραφή ως κάτι ιδιαίτερο και ξεχωριστό.
Το κειμενικό είδος της γυναικείας γραφής κυρίως έχει να κάνει με κειμενικές πρακτικές και σχεδόν καθόλου με τη γυναικεία φύση. Τις συμβάσεις της γυναικείας γραφής καθορίζουν τελικά οι προσδοκίες του άντρα-αναγνώστη σχετικά με το πώς και τι θα έπρεπε να γράφει μια γυναίκα. Η δε γυναικεία ποίηση εξιδανικεύει το παράπονο και αναδεικνύει έναν αισθαντισμό εξαϋλωμένο, ακόμα και όταν πραγματεύεται τα άκρως αισθητά. Επιπλέον, στα ελληνικά συμφραζόμενα η γυναικεία ποίηση είναι ένα λιγομίλητο είδος στο οποίο το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται κλεισμένο σε εσωτερικό χώρο, μινυρίζοντας για την ασάλευτη ζωή ένδον. Ο τόνος είναι χαμηλόφωνος και το τέμπο συνήθως andante.
Τα “Γράμματα σε νεκρό εραστή” είναι ανταποκρίσεις από τη ζωή, ή μάλλον από το αίτημα για ζωή όπως της δίνει περιεχόμενο, σάρκα και πρόσωπο ο έρωτας. Ο έκκεντρος χαρακτήρας της συλλογής φανερώνεται κιόλας από το κείμενο που ακολουθεί την αφιέρωση. Το κείμενο λέγεται “νησιώτης στην πόλη” και ξεκινάει ως πεζό περιηγητικό κείμενο μέσα στον Πειραιά. Ύστερα εμφανίζεται ο Τσαρούχης και “μια εντύπωση ενός άνδρα που χαμογελάει”. Όμως, “αυτός ο άνδρας δεν ήταν ένας, μα κολάζ πολλών ανδρικών μορφών”. Κι αμέσως μετά το πεζό ξηλώνεται και αναλύεται σε στίχους όπου ο άντρας αυτός, το κολάζ πολλών ανδρικών μορφών, μεταπλάθεται τελικά σε έναν συγκεκριμένο άντρα που η περιπατήτρια αρπάζει από τον Τσαρούχη και ο οποίος λιτανεύεται στον Πειραιά, ώσπου “κάποια στιγμή να σηκωθεί, / να σε αποχαιρετήσει”.
Υπάρχουνε λοιπόν στα ποιήματα του βιβλίου πολλοί εραστές ή ένας που μεταμορφώνεται διαρκώς. Αυτός ο εραστής γίνεται κάθε τόσο αντικείμενο απεύθυνσης. “Άρα γυναικεία ποίηση”, θα έλεγε κάποιος. Όχι, γιατί τελικά το θέμα των ποιημάτων του βιβλίου δεν είναι οι ίδιοι οι εραστές και τα καθέκαστα των σχέσεων, παρά η δυνατότητα για ζωή που προσδοκούμε να πραγματώσει ο έρωτας.
Η συλλογή λοιπόν δεν αφοσιώνεται σε απουσίες, μοναξιές και ματαιώσεις, παρότι τις εξιστορεί συνοπτικά. Η ποίηση της Φραντζή παρακολουθεί τη ροπή από τη σωματικότητα στον έρωτα και από τον έρωτα στη ζωή. Θέμα της λοιπόν είναι, όπως κατά Σεφέρη, το ζωντανό σώμα της ίδιας της ποιήτριας, ειδωμένο από τη σκοπιά του καθόλου εξιδανικευμένου έρωτα και μέσα από τους φακούς που η γυναικεία σωματικότητα προσφέρει. Το ποιητικό βίωμα εδώ δεν είναι ποσώς εξαϋλωμένο, απεναντίας φιλτράρεται ανατομικώς μέσα από οργασμικά υγρά, από το αίμα της περιόδου και την κύηση, από τομές-αμυχές-διεισδύσεις (όπως στα ποιήματα “περιγράφοντας ανίερα πράγματα” και “γκρεμνοί”) και κυρίως από την ικανότητα του γυναικείου σώματος να εγκολπώνεται.
Η σωματικότητα αυτή υπάρχει και κινείται σε τοπίο αστικό. Πράγματι, ο χώρος μέσα στον οποίο ζούνε τα ποιήματα της συλλογής δεν αποτελείται τόσο από σεντόνια και κρεβάτια ερωτικά, δηλαδή τις τόσο προσφιλείς σε ποιήτριες ματαιώσεις κλειστού χώρου, παρά συγκροτείται από την πόλη και την ανθρώπινη πανίδα της: πόλη είναι οι άνθρωποί της, ενώ η ματιά απέναντί τους δεν είναι φιλοπερίεργη και αποστασιοποιημένη, παρά μια ημιτελής κίνηση ταύτισης μαζί τους:
“Γιατί δε με παίρνεις τηλέφωνο;”
(Έμαθα και πως οι άνδρες κυνηγούν τις γυναίκες
και πως τις παρακαλάνε,
όταν έχουν πιει δυο ουζάκια ή έχουν χάσει
όλα τα λεφτά τους στην πρέφα.
Αλλά οι γυναίκες θέλουν τύχη, τεχνική και εμπειρία.
Θα ’πρεπε να το ξέρουν οι χαρτοπαίκτες αυτό.)
Η καθόλου άγουρη και λεπτεπίλεπτα επεξεργασμένη έκφραση της Φραντζή είναι στυφή και οξύστομος. Της λείπει ο αισθαντισμός και κάθε γλυκειά μελαγχολία ενώ η όποια εσωστρέφεια των ποιημάτων είναι κειμενική και όχι ψυχολογική. Στα “Γράμματα σε νεκρό εραστή” οικεία εκφραστικά μέσα δεν θα βρούμε, το αλλόκοτο μάλιστα πολλές φορές μάλιστα ενεδρεύει εκεί όπου δεν τα περιμένουμε.
Η μη οικεία και σχεδόν παραδοξολογική έκφραση, η στυφή ποίηση, αποτυπώνει ωστόσο συναισθήματα καθόλου οικεία και σίγουρα καθόλου προφανή. Δεν είναι τζάμπα ή αυτοαναφορικά δύστροπος ο λόγος της Φραντζή, και εδώ βρίσκεται μία από τις μεγάλες αρετές του: χωρίς ευπρέπειες και χωρίς γλυκασμούς, διακρίνεται από άγρια παρρησία που όμως δεν γίνεται καταγγελτική ή πομπώδης. Μια αίσθηση αυτού του σχεδόν uncanny (ή unheimlich, αν προτιμάτε), του αλλόκοτου σύμπαντος που περιέχει το μικρό βιβλιαράκι είναι και το ποίημα “Ταυτότητα”, ουσιαστικά το συναξάρι μιας αποσυναρμολόγησης.
Η ποίηση της Φραντζή ξεχωρίζει τεχνικά λογω της κίνησής της, καθώς έρχεται και συστρέφεται γύρω από τον εαυτό της, πολλές φορές τον διεμβολίζει και τον διαπερνά, και μετά απλώνεται ξανά σε ανθέμια και αλλόκοτες μορφές. Ο βαθμός επεξεργασίας και το πόσο περίτεχνα δουλεμένα είναι τα ποιήματα φαίνεται λ.χ. σε ένα απόσπασμα όπως αυτό, από το ποίημα “οι γοργόνες ερωτεύονται”:
“έχω βάλει υποθήκη δυο χιλιάδες όνειρα
και ονειρώξεις-θυμιατά που επείγουν
ανάμεσα στα πόδια σου
τόσες πολλές πληροφορίες που με αναγκάζουν
να σε ερωτεύομαι
κάθε βράδυ
επιβάλλεσαι σε κάθε σκηνικό όπως αξίζει σε
έναν εραστή που επιβαρύνει την υγεία του
με απουσίες
στο τέλος καταλήγεις γυμνός και ντροπαλός
με υποθερμία από αυτή του βυθού
της θάλασσας
με έναν χαυλιόδοντα που σε κάνει άντρα μου
από την αρχή του παραμυθιού.”
Η κίνηση και συστροφή της φόρμας, το μοναδικό και αλλόκοτο του οράματος, η τάχα ανέμελη αλλά συστηματική επεξεργασία, αναδεικνύονται με σαφήνεια και σχεδόν εκπάγλως στο “Βάρος του κόσμου”, μια μεγάλη σύνθεση πρισματική και σχεδόν αφηγηματική. Για μένα, εδώ διαγράφεται το όραμα της Φραντζή με ορμή κι ενάργεια. Διαρκείς αλλαγές σκηνικού και τόνου, φωνές ενσωματωμένες, διαθέσεις εγκιβωτισμένες η μία μέσα στην άλλη, πραγματικά ανοικειωτική έκφραση που ενσαρκώνει ένα όραμα αλλόκοτο, όπως είπα: όραμα που μετακινεί την οπτική γωνία σου, όραμα καθόλου συμπαθητικό ή χαριτωμένο, με σκηνές που ως διάθεση φέρνουνε σε λεπτόμέρειες από το τρίπτυχο του Ιερώνυμου Μπος. Με άλλα λόγια, στο “Βάρος του κόσμου” γινόμαστε αυτόπτεις και αυτήκοοι μάρτυρες σε μικρές συντέλειες χωρίς όμως το θέαμα που μάθαμε να τις συνοδεύει:
Σαν τα θερμοκήπια κλειστά, περιφραγμένα.
Κάποιος θα βρει μια ξυραφιά.
Και θα μπολιάσει αυτό το βόμβο ελπίδας που έχει ο
καθένας στην επιφάνεια των νυχιών και των νεκρών ιστών
την απροστάτευτη λιακάδα.
Εγώ κυκλοφορώ με δέρμα κάτω από έναν πλανήτη που
φλέγεται αρματωμένος
και έχω χιλιάδες λεξούλες να περιστοιχίζουν το κορμί μου
ανταμωμένες σε ένα χορό παραδοσιακό
μπάλος νησιώτικος
αντικριστός
μάχη λέξη με λέξη.
Τέλος, σε ένα από τα μικρά “σπαράγματα” προς το τέλος του βιβλίου διαβάζουμε
δεν έζησα
δεν έζησα
δεν έζησα
τον έρωτα μας στην ολότητά του
τον έβαλα ενέχυρο
και αγόρασα χρυσάφι
αγάπη, μου είπε ο τοκογλύφος
Νομίζω ότι εδώ συνοψίζεται η ροπή προς τη ζωή μέσω του έρωτα, που ανέφερα πιο πάνω. Και κάτι από το πόσο ανοιχτή, άρα ικανή να μας μετακινήσει, είναι η ποίηση των “Γραμμάτων σε νεκρό εραστή”: τι είναι αυτή η “αγάπη” που “είπε ο τοκογλύφος”; Το ίδιο το χρυσάφι; Το αντίτιμό του με σκοπό ακόμα ένα ενέχυρο; Αποκαλείται αγάπη η ίδια η συμβολική ενεχυρίαση;
Τις απαντήσεις ως συνήθως τις δίνει ο αναγνώστης αφού έχει κλείσει το βιβλίο.
*
Τα “Γράμματα σε νεκρό εραστή” θα παρουσιαστούν την Πέμπτη 27 Οκτωβρίου στις 8:30 στο Bios (Πειραιώς 84). Λεπτομέρειες εδώ.
Δειτε επίσης: