Θα μπορούσα να δοκιμάσω να σας παρασύρω. Να σας πείσω για το δίκιο μου. Να δείξω φωτογραφίες. Υπέροχες φωτογραφίες. Δεν χρειάζομαι καν πορτοφόλι να τις αποθηκεύω. Και δεν εννοώ πως το στικάκι χωράει περισσότερες.
Οι καλύτερες εικόνες χοροπηδάνε πίσω απ τα μάτια.
– Δες με!
– Όχι εμένα!
Συναγωνίζονται, ψηλώνουν, βαθαίνουν τα χρώματα, εντείνουν το κοντράστ.
Κι όλα γίνονται χωρίς προσπάθεια.
Γιατί βλέπεις, όσο τεχνίτης κι αν είναι ο φωτογράφος, η αποτύπωση μπερδεύει. Το μη εξασκημένο μάτι δεν εντοπίζει τη μοναδικότητα. Μπορεί κανείς να υποθέσει πως αυτή είναι μια συνηθισμένη εικόνα. Ωραία βέβαια, καρτποσταλική όμως. Κοινός τόπος. Κοινοτοπία σχεδόν.
Θα μπορούσα να σας μιλήσω για τον έρωτα. Να δικαιολογήσω τη διαχρονικότητα.
Θα μπορούσα να σας περιγράψω με ποιο τρόπο και πώς -κάθε φορά, το αντικείμενο της λατρείας σαν ιέρεια του στριπτίζ, κόβει ανάσες. Τις κάνει με τα κρεμυδάκια με καινούργιους τρόπους.
Ιδέα δεν έχω πώς ευστοχεί και πώς πάντα κλιμακώνει σε ομορφιά τη νέα αποκάλυψη. Κι ας γνωριζόμαστε δεκαετίες. Η έκπληξη καραδοκεί στην επόμενη συνάντηση.
θα μπορούσα να σας μιλήσω για το φόβο. Φοβάμαι για το πόσο θα κρατάει την υπόσχεση που δεν δόθηκε. Για πόσο θα με εκπλήσσει. Πόσες πια αποκαλύψεις χωράνε σε ένα πλάσμα της ύλης; Ένα πλάσμα δηλαδή, εκ γενετής πεπερασμένο.
Θα μπορούσα να σας κάνω να ακούσετε τον ήχο της καρδιάς μου. Να μετρήσετε τους παλμούς και τους καλπασμούς κάθε φορά που πλησιάζει η ώρα της συνάντησης. Αν αυτό το ποδοβολητό δεν είναι ξεκάθαρο σημάδι του έρωτα, τότε ποιο; τότε, τι;
Όμως δεν θα καταφέρω να σας πείσω. Δεν θα σας παρασύρω στο βαθμό που έχω παρασυρθεί, δεν θα ερωτευτείτε το ίδιο με μένα, δεν θα συναισθανθείτε την αγωνία ούτε καν την ταχυπαλμία μου. Στην καλύτερη, άντε να υποψιαστείτε.
Κι από τη μια χαίρομαι γι’ αυτό. Σαν όλους τους ερωτευμένους διεκδικώ τη ματαιότητα της αποκλειστικότητας. Από την άλλη, είμαστε ήδη πολλοί και δεν με νοιάζει να γίνουμε περισσότεροι. Αυτό άλλωστε, είναι και το τελικό μου επιχείρημα. Βλέπετε, γίναμε τόσοι, που πλέον έχουμε δικό μας όνομα. Κατοικούμε -αν θέλουμε- μια πόλη εμείς με το κοινό αντικείμενο του πόθου. Είμαστε κάτι σαν στρατός κι είναι καλό οι στρατοί να είναι μεγάλοι.
Μας αποκαλούν οι εξ έρωτος.
Είμαστε αυτοί που δεν γεννηθήκαμε ερωτευμένοι αλλά στο δρόμο λαβωθήκαμε βαριά. Κι έκτοτε δεν περιμένουμε τα καλοκαίρια. Ο έρωτας μας είναι παντός καιρού.
Όταν μιλάμε μεταξύ μας, παρά την κατανόηση που δείχνουμε ο ένας για τον άλλον, διαγκωνιζόμαστε.
Το ξέρεις αυτό;
Σου έχει δείξει το άλλο;
Εκεί σε πήγε;
Είδες; ένιωσες; άκουσες; περπάτησες; μύρισες; γεύτηκες; χάιδεψες; κολύμπησες; ανατρίχιασες; συγκλονίστηκες; πέταξες; μαγεύτηκες; παραδόθηκες; δάκρυσες;
Κι αν ναι, πότε;
Γιατί έχει σημασία.
Δεν είναι ίδιο την άνοιξη- αχ την άνοιξη.
Μα το χειμώνα; Την πιο απρόσιτη, τη γλυκύτερη όλων των εποχών. Τότε που οι ντόπιοι και οι εξ έρωτος γίνονται κομμάτι του πόθου. Αυτό που επιθυμούν διακαώς όλοι οι λαβωμένοι. Να ενωθούν για όσο αντέξουν.
Γιατί δεν βαστάμε χρόνια.
Το έχω δει να συμβαίνει.
Οι παλιοί ερωτευμένοι πεθαίνουν σύντομα. Κανείς δεν αντέχει για πολύ.
Απορούσα παλιά. Τώρα το καταλαβαίνω. Κοντά στον έρωτα, οι στιγμές διαστέλλονται κι αναπόφευκτα η διάρκεια τους συρρικνώνεται για τα ρολόγια του υπόλοιπου κόσμου.
Για λόγους οικονομίας υποθέτω, θα είναι πάντα μετρημένοι οι κάτοικοι του παραδείσου. Κάποιοι θα ‘ρχονται, κι οι παλιότεροι θ’ αποχωρούν υπηρετώντας την υπόγεια συγγένεια του έρωτα και του θανάτου.
Σας χαιρετώ τώρα γιατί ετοιμάζω βαλίτσα.
Posted by Nefosis A at 2:08 μ.μ.