«Θα σε πάω με την κούρσα», έλεγαν κάποιοι κι έδιναν σε εκείνη την πράξη τους έναν αέρα επισημότητας
03.11.2016, 15:19 | εφσυν
Κυριακή Μπεϊόγλου
Η Αθήνα κινείται όπως κάθε μεγαλούπολη. Με συνεχή μαρσαρίσματα, γκρινιάρικα κλάξον, βιαστικά προσπεράσματα. Οι οδηγοί ρίχνονται στη μάχη με τον χρόνο, προσπαθώντας να τον κερδίσουν έστω και με διαφορά λίγων δευτερολέπτων. Με τη βεβαιότητα πως ο χρόνος είναι χρήμα, οι επιβάτες των μέσων δυσανασχετούν με τις καθυστερήσεις και οι επιβάτες των ταξί υπενθυμίζουν συνεχώς στον οδηγό πως έχουν αργήσει.
Ο Χρόνος, παντοκράτορας, αδιάφορος, «κρυφογελά γιατί ξέρει πως είναι ανίκητος».
Προσπερνάμε γειτονιές δίχως να τις προσέξουμε. Παράθυρα φωτεινά και σκοτεινά απλώς εναλλάσσονται μπροστά μας. Συνοδηγοί και επιβάτες, έχουμε κι εμείς τα μάτια μας καρφωμένα στον δρόμο, στον χρόνο, στην απόσταση. Βλέπουμε μόνο τα περιγράμματα της πόλης σαν σκίτσα. Σημασία έχει να φτάσουμε. Να φτάσουμε γρήγορα.
Μια από τις λέξεις που φαίνεται να χάνεται στη λήθη είναι η λέξη «κούρσα». Κούρσα σήμαινε βόλτα με το αυτοκίνητο, μια μέρα με λιακάδα στην παραλιακή ή μια χειμωνιάτικη μέρα στην Πεντέλη. Δεν χρειαζόταν να σταματήσεις για καφέ ή φαγητό. Διασκέδασή ήταν το αυτοκίνητο, η διαδρομή.
«Θα σε πάω με την κούρσα», έλεγαν κάποιοι κι έδιναν σε εκείνη την πράξη τους έναν αέρα επισημότητας. Δεν επρόκειτο για αγώνα δρόμου, όπως μετέπειτα συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη για να δώσουμε έναν δραματικό τόνο στην ταχύτητα, αλλά για μια μεγάλη βόλτα σε μέρη όμορφα, που είναι μακριά από τη δική μας γειτονιά.
Αν ο Μαρσέλ Προυστ δεν είχε παρατηρήσει με τόση λεπτομέρεια τη ζωή, κάνοντας τον χρόνο πιο αργό και ρουφώντας απολαυστικά το κάθε λεπτό, η λογοτεχνία θα έχανε ένα σπουδαίο έργο.
Ο Προυστ, με τους πρώτους και δεύτερους ρόλους που ζωγραφίζει, παγώνει τον χρόνο, αναλύοντας τις εικόνες στην τοιχογραφία της γαλλικής κοινωνίας. Στον κόσμο που ξεδιπλώνεται στις σελίδες του βιβλίου, και οι πλέον ζοφερές καταστάσεις προκαλούν τον θαυμασμό.
Ο Προυστ αναδύεται μέσα από τις πλάνες του ιστορικού χρόνου σε ένα άλλο επίπεδο ύπαρξης. Το κλειδί της είναι η ακούσια αναπόληση της εμπειρίας των αισθήσεων. Κρατά στα χέρια του την ίδια του τη ζωή, όχι σαν μια φόρμουλα, μια μαθηματική εξίσωση, αλλά σαν ενσάρκωση ελευθερίας και ποίησης.
Ο χρόνος που έχει βιωθεί είναι Χρόνος εξανθρωπισμένος, Χρόνος μεταλλαγμένος στον πιο βαθιά κρυμμένο εαυτό. Στο Ον εκείνο που κινούμενο «έξω απ’ τον χρόνο» ξεπερνά τον θάνατο.
Αυτή η διαισθητική κατανόηση του εαυτού μας είναι «ξανακερδισμένος χρόνος». Ο Προυστ παλεύει ελεύθερος από μύθους, μοιρολατρία, χρονολογίες.
Η διερεύνηση των αρχικών αισθημάτων του, η αναζήτηση της φωτιάς της ζωής, που απαλύνει τις ορθολογικές δυνάμεις και τους δίνει αξία, είναι το αισιόδοξο τέλος και αρχή της «Αναζήτησης του Χαμένου Χρόνου».
Κι ο δικός μας χαμένος χρόνος; Αυτός που περνάμε περιμένοντας να φτάσουμε κάπου; Μπορεί να γίνει «Ο ξανακερδισμένος χρόνος;» ή ο σύγχρονος τρόπος ζωής κινείται μόνο σε μεγάλες ταχύτητες σαν αυτές που υπόσχονται οι εταιρείες Ιντερνετ;
Γρήγορο σερφάρισμα στη ζωή δεν σημαίνει απαραίτητα καλύτερη ζωή. Ισως σημαίνει πως χάνουμε πολλά από την ίδια τη ζωή, μη απολαμβάνοντας τη διαδρομή μιας «κούρσας» σε αργούς ρυθμούς.
Οπως πολύ παραστατικά και μοναδικά τραγουδά ο Απόστολος Χατζηχρήστος: «Σιγά σιγά, φίλε μου, τ’ αμάξι…».
Πώς αλλιώς θα δούμε την «πεντάμορφη που βγήκε τις καρδιές να κάψει;». Πώς αλλιώς θα απολαύσουμε τη ζωή που περνά δίπλα μας χωρίς να την προσέχουμε όσο πρέπει;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Σιγά – σιγά φίλε μου τ’ αμάξι
έφτασ’ η πεντάμορφη τις καρδιές να κάψει.
Σε εξοχικό ήρθε να γλεντήσει
και σα ρεμπέτισσα μια βραδιά να ζήσει.
Ρομαντικό στέκι αν ξέρεις, πάμε
τέτοιες νύχτες όμορφες πρέπει να γλεντάμε.