[Μια φιλία ζωής και τέχνης: Γιάννη Μόραλης, Χρήστος Καπράλος. 21.9-18.12.2016 στο ΚΠΙΣΝ. Καθημερινά από τις 6:00 έως τις 0:00]
Ένα τιμητικό σχόλιο για κάποιον νεότερο άνθρωπο που γράφει είναι η επισήμανση της ωριμότητας των όσων εκδηλώνει απερίφραστα στα γραπτά του. Και βέβαια, η ωριμότητα της ανθρώπινης ύπαρξης δεν έρχεται ούτε με τα στρωμένα τραπέζια τα κυριακάτικα πρωινά ούτε με τα ταξιδιά μέλιτος όλα-πληρωμένα-αλε-ρετούρ στο Μπαλί. Δυστυχώς ή ευτυχώς το καλαπόδι της ζωής μας το κατασκεύζουμε με το ξύλο που θα φάμε, το μπερντάχι από χέρι οικείο, το χαστούκι από ερωμένη. Βρήκα, λοιπόν, τις ρήσεις του Χρήστου Καπράλου («Αν μου είχαν έρθει όλα ρόδινα, θα έκανα πράγματα χωρίς νόημα…» και «Φαντάσου με να μην είχα ζήσει αυτά που έζησα και να προσπαθώ μισόν αιώνα τώρα, να κάνω ανθρώπους βασανισμένους») τον μπούσουλα μιας ολόκληρης αξιοπρεπούς ζωής ενός ανθρώπου που επιδιώκει να συνυπάρξει με την αυτογνωσία της φθαρτής του φύσης πρώτιστα και της καλλιτεχνικής τους οντότηταςσε δεύτερη αλλα βασική μοίρα.
Ό,τι έχουμε ζήσει στους βόθρους που κολυμπήσαμε χωρίς μπρατσάκια ιδιόκτητα και στις μαύρες ατενίσεις του βλέμματός μας μέσα στην ολόασπρη ράχη του ταβανιούείναι τα σκονάκια μας, η πρέζα μας, η μοναδική μας πραγματική ψυχή για αυτό το χρονικό διάστημα, που μας χαρίζεται με το οξυγόνο μέγα χορηγό και τον ήλιο σαχή των αισθήσεών μας. Αυτό μπορείς να το δεις στις μάνες του Καπράλου με τα κλαράκια άκρα να ποδοπατούν την στερεά γη σαν πολεμιστές των Τρωικών Πολέμων. Θέλει κορμό γεροδομένο η επίγεια ζωή και λεπτεπίλεπτα βήματα σαν ακροβάτη σε σκοινί πάνω από το κενό.
Τα ανύπαρκτα κεφάλια των γλυπτών του σου λένε πως οι σκέψεις είναι ωφέλιμες, αλλά αυτό που έχει την βαρύτητα που μας κρατά κολλημένους στο έδαφος είναι τα συναισθήματα. Τι να την κάνεις τη Γη, αν δεν υπάρχουν αυτά; Να φύγεις, να πετάξεις, να πας στα κομμάτια του διαστήματος, να γίνεις τσιχλόφουσκα παραφουσκωμένη με ήλιον. Αν η ανθρωπότητα δεν αισθανόταν επαρκής σε αυτό το ωοειδές απόκοσμο χωράφι, θα τα είχε παρατήσει όλα. Ο Άρης είναι τρίφατσο μαγαζί, γωνιακό. Αλλα εμείς εδώ…
Αυτό ειναι το πιο ακριβό ταξίδι αλε-ρετούρ που θα κάνεις. Δώρο τα εισιτήρια για αυτή τη μοναδική εμπειρία. Ρούφα το αίμα σου σε ένα σαρκοβόρο αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο και εστίασε στην δυνατότητα να επιβιώσεις. Τα καλύτερα είναι τα κλάματα, οι απώλειες, οι συντριβές. Υπεράφθονος ο συνάδεφλος που έχει τύψεις και σάψαλα άνω και κάτω άκρα να κρέμονται από τα ντιβάνια σαν σάλια από ανάστατο στόμα νεογέννητου. Τα νεκρόσημα είναι τα πιο αυθεντικά έπη του είδους μας. Άλλη ωριμότητα δεν γνώρισε το νήπιο είδος μας χωρίς σκληραγώγηση. Τρίψε τις κνήμες σου με αλυσοπρίονο, πριν οι ριπές του ανέμου σου κόψουν το βάδισμα. Αυτή τη συμβούλη μου έδωσε ο γλύπτης. Την κρατώ. Σας τη μεταφέρω, μη μπορώντας να κρατήσω το βάρος της.
Και έπειτα στο εσωτερικό ο Γιάννης Μόραλης της αληθινής ζωγραφικής, όπως επισημαίνεται στο φυλλάδιο της έκθεσης. Το σώμα εκεί, το ενενήντα τοις εκατό του εμάς, συναντά τη συνομιλία με το όμοιό του χωμάτινό σωλήνα. Η ζωγραφική του γυμνού δεν αποδεικνύει τίποτα άλλο παρά το γεγονός ότι η ζύμη μας, το Αλάθητο του δέρματός μας, το μικρό μας λέσι είναι οικογενειακό κειμήλιο. Η ένωση του μοντέλου με τον ζωγράφο και σε δεύτερο αιώνιο χρόνο με τον θεατή δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ανάγκη για ζεύγος, για σύνδεση με κρίκους από αυτούς που φτιάχνουν τα πέη με τα αιδοία, τα αιδοία με τα όμοιά τους και τα πέη με τα αντίστοιχά τους. Να περιαυτολογούμε αλλά πάνω σε σεντόνια. Να βαυκαλιζόμαστε αλλά στου έρωτα τη συνταύτιση.
Οι καλλιτέχνες δεν είναι ερωτόληπτοι, σεξομανείς και προκλητικοί. Ζουν το λίπος τους. Ποιος μπορεί να τους καταδικάσει για το λάδι που τους βάζει η ζωή στο μέτωπο χιαστί την ώρα που τα ερεθίσματα του κόσμου στριφογυρίζουν γύρω τους σε δίνες με πυρήνα τα χέρια τους και τη γλώσσα τους;