thegreekcloud | 07.11.2016 | 19:48
Old Boy
Όπως εκπαιδεύτηκαν την τελευταία εικοσαετία οι οπαδοί του Ολυμπιακού να θεωρούν ως αυτονόητη την καθολική επικράτηση σε κάθε μέτωπο και με κάθε τρόπο, εκπαιδεύτηκαν αργά αλλά σταθερά στο ίδιο χρονικό διάστημα οι οπαδοί των άλλων ομάδων να ασχολούνται με τη διαιτησία πάντα και παντού και χωρίς κανένα απολύτως μέτρο. Είναι δύο φαινόμενα που μεγάλωσαν παράλληλα αυτή την εικοσαετία: η αληθινή και αναμφίβολη και σκανδαλώδης και καθοριστική επιρροή των διαιτητικών αποφάσεων στα αποτελέσματα του Ολυμπιακού από την μία και από την άλλη η διαστροφή της διαιτητολαγνείας, το πέταγμα του ποδοσφαίρου ως ποδόσφαιρο τελείως στην άκρη και η ενασχόληση από το πρωί ως το βράδυ με διαιτητές, επόπτες, παρατηρητές. Με αυτό τον τρόπο εγκαθιδρύθηκαν δυο παράλληλες πραγματικότητες που βλάπτουν το ελληνικό ποδόσφαιρο εξίσου: μια απόλυτη αγωνιστική και εξωαγωνιστική μονοκρατορία από την μια πλευρά και ένα ξεχωριστό παραποδόσφαιρο από την άλλη, όπου όλα τελικά ανάγονται σε παράγοντες εξωαγωνιστικούς και βάσει αυτών εξηγούνται.
Το ενδιαφέρον δηλαδή είναι ότι η παράλληλη πραγματικότητα των αντιολυμπιακών δεν δημιουργήθηκε για να υπάρχει ως άλλοθι, αλλά ότι στηριζόμενη σε πολύ πραγματικά δεδομένα εξελίχθηκε από ένα σημείο και ύστερα και ως άλλοθι.
Φέτος υποτίθεται ότι θα ήταν η χρονιά που το πρωτάθλημα θα είχε επιτέλους τέσσερεις αληθινούς διεκδικητές. Και ξανά βρισκόμαστε αρχές Νοεμβρίου και το πρωτάθλημα έχει τελειώσει. Και ενώ φυσικά πρόλαβαν και φέτος τα σημαιάκια των βοηθών να σηκωθούν ή να μη σηκωθούν όταν έπρεπε, και ενώ φυσικά παίζει κι αυτό κάθε χρονιά το δικό του καθοριστικό ρόλο, εξίσου αληθινό είναι ότι ο Ολυμπιακός ισοπέδωσε πολύ καθαρά ΑΕΚ και Παναθηναϊκό, αλλά κυρίως ότι Παναθηναϊκός, ΑΕΚ και ΠΑΟΚ πρόλαβαν να χάσουν δισεκατομμύρια βαθμούς σε οκτώ αγωνιστικές με μικρότερους αντιπάλους. Πρόλαβαν επίσης να είναι ουσιαστικά -η ΑΕΚ και τυπικά- και εκτός Ευρώπης, έχοντας να ελπίζουν για φέτος πάλι από Νοέμβρη μόνο για το Κύπελλο.
Ο Ολυμπιακός φέτος όντως ξεκίνησε χάλια. Αλλά όταν ο Ολυμπιακός χάνει επέρχονται αμέσως σεισμοί, λιμοί και καταποντισμοί. Ξέμαθε να χάνει. Σκανδαλίζεται όταν χάνει. Δεν κάνει να χάνει. Δεν υπάρχει κανείς να πει, οκ, δεν χάλασε κι ο κόσμος, έχουμε κυριαρχήσει τόσο ισοπεδωτικά, ας κάνουμε και μια κακή χρονιά. Ενώ οι υπόλοιποι χάνουν και δεν πειράζει. Έχουν να ασχοληθούν πάντα με το πώς σφυρίζεται ο Ολυμπιακός στα δικά του παιχνίδια. Και να στανιάρουν με αυτό, αφού με τίποτα άλλο δεν μπορούν να στανιάρουν. Θα μπορούσε να συνοψιστεί αυτό στο γιατί να αποδώσουμε την ευθύνη στη δική μας ελλειμματική οργάνωση, όταν μπορούμε να εξηγούμε τα πάντα με αναγωγές στην «εγκληματική οργάνωση»;
Αναφορικά δε με τον Παναθηναϊκό, αυτό που συμβαίνει φέτος μπορεί να το δει κανείς ως την ακριβώς αντίθετη νοοτροπία με αυτή που επικρατεί στον Ολυμπιακό: αν εκεί δυο ήττες στην αρχή της σεζόν αρκούν για να οδηγήσουν τους πάντες σε κατάσταση άμεσης αντίδρασης, εδώ δυο νίκες στην αρχή της σεζόν αρκούν για να οδηγήσουν τους πάντες σε κατάσταση άμεσης επανάπαυσης και νιρβάνας. Όταν αργά αλλά σταθερά στην πορεία των χρόνων μικραίνεις σαν σύλλογος και σαν βάρος φανέλας, κάνεις δυο νίκες και πετάς στα ουράνια, τι άλλο να ζητήσεις από τη ζωή;
Και μην ζητώντας κάτι άλλο αρχίζεις να γουστάρεις και τα κακά αποτελέσματα. Παίζεις όντως εξαιρετικό ποδόσφαιρο για τρία ημίχρονα σε Βίγκο και Λιέγη και αφού έπαιξες ωραία, γιατί να χαλαστείς που πήρες έναν βαθμό αντί για έξι; Βλέπεις μόνο το ανύπαρκτο πέναλτι που γυρνάει το μομέντουμ του ματς στη Λιέγη ή το πέναλτι που θα μπορούσε να δοθεί στο Βίγκο και έχεις μάθει να τρελαίνεσαι τόσο που το αποδίδεις πια και σε ευρωπαϊκή παράγκα. Κι όταν βλέπεις μόνο αυτά, παύεις να βλέπεις το πόσο εύκολα και πόσο αστεία δέχεσαι γκολ, ακριβώς τη στιγμή που δεν πρέπει να τα δεχτείς, τσακώνεσαι εντελώς με την έννοια διαχειρίζομαι ένα αποτέλεσμα. Δεν κερδίζεις τη Θέλτα με τέτοια εμφάνιση; Δεν παίρνεις καν ισοπαλία. Δεν δέχεσαι καν ένα γκολ στην πρώτη φάση που σου κάνουν στο ογδοντατόσο. Προλαβαίνεις να φας και δεύτερο. Από φάουλ. Κερδίζεις 2-1 στη Λιέγη; Θα ισοφαριστείς φυσικά στο τέλος. Από φάουλ. Κάνεις και μια μεγάλη προσπάθεια να φας και τρίτο. Αν είχε πέντε λεπτά ακόμα θα το έτρωγες. Η Ξάνθη στα υπόλοιπα επτά ματς του Πρωταθλήματος έχει βάλει τρία γκολ. Στο γήπεδό σου σου βάζει δύο. Το πρώτο από φάουλ. Καταφέρνεις να σε ισοφαρίσει και η Βέροια στο τέλος, που στα υπόλοιπα επτά ματς του Πρωταθλήματος έχει βάλει τρία γκολ. Δεν μπορείς να κρατήσεις αποτέλεσμα με τη Βέροια. Ομάδες που σκοράρουν λιγότερο από μισό γκολ ανά παιχνίδι με αντιπάλους μικρομεσαίους, εσένα σου βάζουν γκολ και σου στερούν βαθμούς. Έχεις φτάσει στον αντίποδα της έννοιας «επαγγελματική νίκη», καταφέρνεις να έχεις επαγγελματικές απώλειες βαθμών, καθώς θα δεχτείς γκολ με τους πιο αστείους και απίθανους τρόπους. Ο τερματοφύλακάς σου που έχει παίξει καταλυτικό ρόλο σε όλη αυτή την αστειότητα παραμένει αναντικατάστατος. Με τον Ολυμπιακό τρως τρία χρόνια σερί γκολ από κεφαλιά τριών διαφορετικών σέντερ μπακ. Τρως φέτος τρία γκολ στο ημίχρονο σαν να είσαι παιδική χαρά. Επειδή ακριβώς είσαι παιδική χαρά. Έπειτα ο προπονητής σου λέει ότι δουλεύει σκληρά και ο πρόεδρος σου ότι τα παιδιά προσπάθησαν. Είναι 6 Νοεμβρίου και η σεζόν σου έχει ήδη τελειώσει, τα παιδιά μπορούν πλέον να απολαύσουν μπροστά τους μήνες ανέμελους.
Μια μέρα πριν πεθαίνει αιφνιδίως ο άνθρωπος που πρωτοστάτησε στο αίτημα για αλλαγή ιδιοκτησίας μιας ΠΑΕ που φαινόταν ότι δεν θα άλλαζε ποτέ χέρια. Ο κόσμος είχε βγει στον δρόμο κατά χιλιάδες για να υποστηρίξει αυτή την αλλαγή. Δυο χρόνια πριν η Ελλάδα μπει στην μνημονιακή εποχή της, πολυμετοχικότητα, σαξές στόρι, επιχειρηματίες με ατέλειωτα λεφτά, οπαδικά όνειρα λίγο πριν το κοινωνικό κραχ. Η ιστορία αποδεικνύει εν τέλει ότι και ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός άλλαξαν ιδιοκτησία μέσα σε αυτή την εικοσαετία, άλλα και ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός τόσο με τις πρώην όσο και με τις νυν ιδιοκτησίες τους άλλαξαν στάτους μέσα σε αυτή την εικοσαετία, όπως και όλο το οικοδόμημα του ελληνικού πρωταθλήματος, οι ισορροπίες του, το ίδιο το νόημά του, που μετατράπηκε σε κάτι άλλο από ένα πρωτάθλημα που ανταγωνίζεσαι στα αλήθεια για να το κερδίσεις.
Αυτά δεν υπάρχουν πια. Μία και μόνη μεγάλη ομάδα πια. Κι οι υπόλοιποι τρεις από κάτω της να αρκούνται να τη λένε βρώμικη. Και κάπως έτσι στο τέλος της μέρας και στο τέλος κάθε σεζόν είναι όλοι ικανοποιημένοι. Και του χρόνου φτου κι απ’ την αρχή.