Η κατανομή των κοινοτήτων ανά δήμο και κοινότητα το 1960
thegreekcloud | 12.11.2016 | 14:47
by sraosha
Ένας Κύπριος φίλος μού ζήτησε να γράψω ένα κείμενο για την πρόσφατη τοποθέτηση του ΚΚΕ στο Κυπριακό, στην οποία το κόμμα καταδικάζει τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία ως πλαίσιο λύσης, στο οποίο αντιπροτείνει “Ενιαία Κρατική Συγκρότηση”. Ο ίδιος φίλος μού έστειλε την απάντηση του αδελφού του κόμματος ΑΚΕΛ, το οποίο τάσσεται ξανά υπέρ της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Ο ίδιος φίλος προσθέτει ότι σε διεθνές συνέδριο κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων στο Βιετνάμ, στο οποίο συμμετείχαν και το ΑΚΕΛ και το ΚΚΕ, 47 από τα 55 κόμματα υπέγραψαν δήλωση αλληλεγγύης στις προσπάθειες επανένωσης της Κύπρου ως διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Μέσα στα 47 ήταν το ΚΚ Τουρκίας, ενώ στα 8 που δεν υπέγραψαν ήταν το ΚΚΕ.
Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι οι απόψεις του ΚΚΕ για το Κυπριακό καθεαυτές ενδιαφέρουν το ευρύτερο ελληνόφωνο κοινό. Ωστόσο, απηχούν κάτι από την αποστασιοποίηση του ελληνικού κοινού από το Κυπριακό, οπότε είναι ενδιαφέρον να σχολιαστούν, έστω και αποσπασματικά κι επιλεκτικά.
Τακτικισμοί ένθεν και ένθεν
Ένα από τα επιχειρήματα που προβάλλει το ΚΚΕ, αλλά και όσοι αντιτίθενται στη λύση του Κυπριακού όπως προωθείται από το 1975, είναι οι πάμπολλοι και δαιδαλώδεις τακτικισμοί της τουρκοκυπριακής και της τουρκικής πλευράς, για παράδειγμα το να ζητάνε 10 με σκοπό να εξασφαλίσουν 7 κτλ. Βεβαίως ποτέ δεν συζητήθηκαν οι τακτικισμοί της ελληνοκυπριακής και της ελληνικής πλευράς, ενδεχομένως με το σκεπτικό ότι “το δίκιο είναι με το μέρος μας”… Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία που ακολουθείται για την επίτευξη μιας συμφωνίας και η όποια συμφωνία καθεαυτή είναι δύο διαφορετικά πράγματα.
Περί ενιαίου κράτους
Η επαγγελία “ενιαίου κράτους” βγήκε από την κατάψυξη του 2003 και αποτελούσε την ημιεπίσημη θέση της κυβέρνησης Τάσσου Παπαδόπουλου στην Κύπρο.
Βεβαίως, η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία είναι η βάση για λύση που συμφωνήθηκε από τον Μακάριο και τον Κυπριανού αργότερα, ήδη από το 1975 και το 1977: δεν αναφάνηκε με το Σχέδιο Ανάν.
Βεβαίως, στην πραγματικότητα κανείς στην Κύπρο δεν θέλει ενιαίο κράτος. Πρώτον, ενιαίο κράτος υπήρχε στο νησί μεταξύ 1960 και 1963 και απέτυχε γιατί κατά τη δική μας πλευρά “δεν ήταν βιώσιμο”· πιο ψύχραιμοι παρατηρητές διατείνονται ότι το ενιαίο κράτος του ’60 σαμποταρίστηκε από τους υπερπατριώτες και των δύο κοινοτήτων, αλλά σκεφτείτε ότι η ελληνοκυπριακή κοινότητα υπερτερούσε 4 προς 1 σε πληθυσμό απέναντι στους τουρκοκυπρίους, ενώ είχε στα χέρια της 97% της έγγειας ιδιοκτησίας σε μια κατά βάση γεωργική τότε οικονομία. Δεύτερον, η νεκρανάσταση ενός ενιαίου κράτους θα σηματοδοτούσε τον υποβιβασμό της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε απλή μειονότητα, ενώ παράλληλα θα συνεπαγόταν ότι οι τουρκοκύπριοι θα είχανε λόγο στις υποθέσεις της ελληνοκυπριακής κοινότητας μέσω των βουλευτών ή και των υπουργών τους στο ενιαίο κράτος.
Ανιστορικότητες
Τα παραπάνω θέματα, όπως και η απόδοση ευθυνών, μπορούν να συζητιούνται επ’ αόριστον, άλλωστε συζητιούνται ασταμάτητα τουλάχιστον τα τελευταία 42 χρόνια (στην πραγματικότητα από το 1957, όταν διχοτομήθηκε η Λευκωσία). Το βασικό πρόβλημα με την επιδίωξη για ενιαίο κράτος είναι ότι πρόκειται για βαθύτατα ανιστορική επιθυμία, πράγμα ασύγγνωστο για τους ιστορικοκεντρικούς κομμουνιστές αλλά και για οποιονδήποτε σκεπτόμενο άνθρωπο.
Το ομοσπονδιακό μοντέλο συμφωνήθηκε το 1977 κι ενσωματώνεται στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, για τα οποία και αποτελεί απαρασάλευτα το μόνο πλαίσιο λύσης. Πάντως οι άλλες δύο επιλογές είναι η διχοτόμηση και το ενιαίο κράτος.
Η de jure αποδοχή της διχοτόμησης της Κύπρου, κρυφή φαντασίωση κάποιων εθνικιστών αλλά και πολλών “πραγματιστών” του χρήματος και της θεότητας της Αγοράς, θα αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση κάθε αρχής διεθνούς δικαίου, ενώ θα δημιουργούσε κάκιστο προηγούμενο σε άλλες περιπτώσεις προσαρτήσεων ή ανακήρυξης κρατών κατόπιν κατοχής: στο Αζερμπαϊτζάν, στη Γεωργία, στην Παλαιστίνη, στην ξεχασμένη Δυτική Σαχάρα και αλλού.
Όπως ξέρουμε το ενιαίο κράτος ούτε δούλεψε ούτε είναι αποδεκτό εκ μέρους και των δύο κοινοτήτων.
Κάπως πιο αναλυτικά: δεν είναι δυνατόν μετά από τις συγκρούσεις του 1957-59, το δοτό και κολοβωμένο Σύνταγμα του ’60, τις σφαγές Τουρκοκυπρίων του 1963, τις ναπάλμ και την παραλίγο εισβολή της Τουρκίας το 1964, τους θύλακες και την τρομοκρατία μεταξύ 1964 και 1974, το προδοτικό πραξικόπημα, την εγκληματική εισβολή και την 42ετή κατοχή, την εγκαθίδρυση κράτους-μαριονέτας στον Βορρά το 1983, τη διαπραγμάτευση του 2003-2004 και τα δημοψηφίσματα του 2004, την έκτοτε αδράνεια και détente να συζητάμε στην Ελλάδα (αλλά και στην Κύπρο) τη λύση του Κυπριακού ξανά και ξανά με όρους ανιστορικών αρχών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο ΔΗΣΥ, κόμμα που στεγάζει από νεοφιλελεύθερους και κλασικούς δεξιούς μέχρι φανατικούς εθνικιστές και τους τέως πραξικοπηματίες οι οποίοι δεν αυτομόλησαν προς καρατζεφερικούς σχηματισμούς και προς το φασιστικό ΕΛΑΜ, υποστηρίζει σταθερά τη λύση της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας τουλάχιστον από το 2000. Και αυτό παρότι, με βάση τις αρχές του, ο ΔΗΣΥ θα επιθυμούσε μια ελληνική Κύπρο, αν όχι την Ένωση.
Από τα κάτω
Σε καμμία περίπτωση δεν προτείνω να κάνουμε πολιτική χωρίς αρχές, στη βάση μιας Realpolitik του κυνισμού των ισχυρών. Τουναντίον, θεωρώ ότι οι αρχές μας πρέπει να καθοδηγούν την πολιτική μας βούληση — πράγμα που τελικά συμβαίνει έτσι κι αλλιώς. Παράλληλα, γνωρίζω πολύ καλά ότι αντί για τη λύση “των ιμπεριαλιστών”, “του καπιταλισμού”, “των πρώην αποικιοκρατών”, το βέλτιστο θα ήταν να υπάρξει μια λύση του Κυπριακού από κάτω, μια λύση λαϊκή και των εργατών, κατά ΚΚΕ, κινηματική κατ’ άλλους, μια λύση που να προέρχεται από τη βάση των δύο κοινοτήτων σύμφωνα με όσους γνωρίζουν ότι το νησί έχει ελάχιστους βιομηχανικούς εργάτες.
Με δυο λόγια: πολλοί, όχι μόνον οι κομμουνιστές, θα προτιμούσαμε μια λύση από κάτω. Και μάλιστα πολλοί εργάστηκαν προς αυτή την κατεύθυνση από το 2003, όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα στο νησί. Ωστόσο, δεκατρία χρόνια μετά οι κοινές (“δικοινοτικές”) πρωτοβουλίες περιορίζονται σε πολιτιστικές εκδηλώσεις και σε μερικές από κοινού αναιμικές διαμαρτυρίες. Ο μόνος κοινός συλλογικός φορέας ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων είναι τυπικά το Πανεπιστήμιο Κύπρου και ονομαστικά το ΑΚΕΛ. Δυστυχώς, η λύση από τα κάτω όχι μόνο δεν περπάτησε, δεν ξεκίνησε καν. Κακά τα ψέματα, στην πολιτική οι αρχές μας πρέπει να υποστηρίζονται από τη βούληση κάποιας οργανωμένης συλλογικότητας, είτε πλειοψηφικής είτε μικρής και δυναμικής, αλλιώς δεν ξεφεύγουν από τη σφαίρα των πολιτικών φαντασιώσεων.
Δίκαιη και βιώσιμη
Μετά από το 1957-1974 της δικοινοτικής βίας και την 42ετή κατοχή, οι δύο κοινότητες στο νησί ζούνε χωριστά και, χάρη στον Ντενκτάς στον Βορρά και στους μαξιμαλιστές στον Νότο, καλόμαθαν στο να ζούνε χωριστά. Εδώ δεν θα καταθέσω τις δικές μου εκτιμήσεις για το τι θα επιθυμούσε η ελληνοκυπριακή κοινότητα, θα πω μόνον ότι με δυναμική και μη-προσχηματική διαπραγμάτευση εκ μέρους της ελληνοκυπριακής πλευράς μπορεί να διασφαλιστεί η ομοσπονδιακή λύση να είναι και δίκαιη (εν έτει 2016, 42 χρόνια μετά από την καταστροφή ή 53 χρόνια μετά, αν είστε Τουρκοκύπριος) εκτός από βιώσιμη. Αποτελεί άλλωστε χαρακτηριστικό των επιτυχών ομοσπονδιών, λ.χ. στο Βέλγιο ή στην Ελβετία, ότι επιτρέπουν σε κάθε κοινότητα να ρυθμίζει τα δικά της ζητήματα ενώ η ομοσπονδιακή κυβέρνηση τις υποχρεώνει να συνυπάρξουν και να συνεργαστούν στο επίπεδο που επιθυμούν. Συνεπώς, αν πράγματι αποφασίσουν οι Ελληνοκύπριοι σε ποια ζητήματα του δικού τους πολιτικού και καθημερινού βίου επιθυμούν να έχουνε λόγο οι Τουρκοκύπριοι, εύκολα θα αποφασίσουνε πόσο χαλαρή ή ισχυρή ομοσπονδία θέλουνε και σε ποιους τομείς.
Η Κύπρος των Ελλήνων
Στην Ελλάδα τα περισσότερα από τα παραπάνω ζητήματα φαντάζουν ακατανόητα: οι περισσότεροι Καλαμαράδες έχουμε στον νου μας μια ακριτική ελληνική επαρχία, κάτι σαν τη Θράκη, διαμορφωμένη αφενός από την επιλεκτική (ποιητική άλλωστε) ματιά του Σεφέρη το ’53 και αφετέρου από την αντιπάθεια του υπερσυγκεντρωτικού ελληνισμού μας απέναντι σε ό,τι δεν μιμείται τη φωνή του του κέντρου του. Αυτός ο σεφερικός τόπος όπου το θαύμα ακόμα ζει, όσο αλλόκοτος κι αν είναι, υφίσταται κατά τον μέσο Καλαμαρά ξαφνικά μια βάρβαρη τουρκική εισβολή το 1974 και έκτοτε ζει ημικατεχόμενη, σύμφωνα με τον όρο που χρησιμοποιεί το κυπριακό Ππι-Άι-Όου (Public Information Office).
Πολύ φοβάμαι ότι όχι μόνο το ΚΚΕ, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης, είναι θύμα αυτής της πολύ κοντόφθαλμης οπτικής.
(Για τη σεφερική ματιά στην Κύπρο προτείνω το “Seferis and Cyprus: Images, Places, ideologies” του Χαράλαμπου Σωφρονίου στο περιοδικό Cadences τ. 12, 48-52.)