iloveithaki | nov 13th 2016, 19:50 hrs
ddmanias
έσπασε ο διάολος το ποδάρι του και πρέπει να ταξιδέψεις παρασκευή ή κυριακή από πάτρα για θιάκι.
(το μόνο καλό η εξυπηρετική και κατατοπιστική κα του κτελ αιτωλοακαρνανίας στη πάτρα)
φεύγεις λοιπόν από πάτρα στις 09:30 το πρωί για μεσολόγγι
αλλάζεις λεωφορείο και αναχωρείς από μεσολόγγι στις 11:30 για αστακό
κάποτε φτάνεις αστακό
αλλά το καράβι αν δεν έχει κακοκαιρία φτάνει στις 18:30 με τη δύναμη του αϊ νικόλα και τα θυμιατά των πιστών ανθρώπων της ιθάκης.
είναι πολλές οι ώρες αναμονής μην ξεγελαστείτε όμως και φάτε όταν φτάσετε γιατί θ αποκοιμηθείτε πάνω σε καμιά καρέκλα και δεν θα καταλάβετε την βροχή.
όλα καλά μέχρι δω αλλά στο ταξίδι, αν έχει λίγη θάλασσα, προσέχετε όταν βγαίνετε από τ αποχωρητήρια στην αυλή (όπως τα προπολεμικά τα σπίτια), μην πάτε στη θάλασσα, γιατί γλιστράνε τα πλακάκια από τα κάτουρα και τα νερά τση φασίνας που δεν στεγνώνουν, το νου σας μια φορά θα σας τύχει.
στο θιάκι φτανεις πανευτυχής μετά από 12 με 13 ώρες ταξίδι τραγουδώντας που έφτασες “τα περασαμε όμορφα”
τώρα δα
θυμήθηκα ιστορίες που μου έλεγε ο πατέρας μου ο μήδης για την κατοχή
ότι έπλεε λέει το είχανε κατασχέσει οι ιταλοί κ οι γερμανοί
οι περαχωρίτες είχανε φτιάξει κρυφά μόνοι τους βάρκες με κουπιά κι ένα πανάκι και πήγαιναν αντίπερα φορτωμένοι λάδι ή κρασί που είχαν κρύψει από τους ιταλούς κι έφερναν ζάχαρη, αλεύρι, καρπούζια τζάμπα κι ότι άλλο τους έλειπε.
δεν ήταν μαυραγορίτες, συνήθως ήταν καμιά δεκαριά για να ξεκουράζονται στα κουπιά, συγγενείς ή συγχωριανοί και τα λίγα που έφερναν ήταν για τις οικογένειες τους
ταξίδευαν συνήθως βράδυ και με κακό καιρό για να μην τους πιάσουν οι ιταλοί, τους κατασχέσουν τα καλούδια, τους κάψουν την βάρκα και τους βάλουν υποχρεωτική δουλεία
όταν η βάρκα απ τη κακοκαιρία γιόμιζε νερά, καμιά φορά, έτρωαν τα καρπούζια για να ξαλαφρώσουν το πλεούμενο να μη βουλιάξει και τους έπιανε πριτσιπιτό, λυπότανε να τα πετάξουν
δεν πνίηκε ποτέ κανένας, κακά σκυλιά, έδιναν τη ζωή τους για την οικογένεια τους
το ταξείδι ήταν μούντα – βρόμονα ή μάκρη την μια βραδιά και την άλλη πίσω από τον πεταλα στο βάλτο
την βάρκα βέβαια την έκρυβαν πάντα στο λόγγο στο θιάκι στα καλάμια στο βάλτο.
το χειρότερο που φοβόταν, μου λεγε, δεν ήταν οι ιταλοί κ οι γερμανοί ήταν οι ντόπιοι ρουφιάνοι που σύχναζαν στα καφενεία και στη κομαντατουρ όπως πάντα, πράκτορες λέει τους έλεγαν για να μην τους καταλαβαίνουν στην αργκό
η ιστορία επαναλαμβάνεται γερμανική κάτοχή τότε, γερμανική κατοχή τώρα, ρουφιάνοι που τα έτρωαν ούλα τότε, ρουφιανοι που τα τρώνε ούλα τώρα, κ οι μαλάκες που προσφέρουν και δεν τους αφήνουν τίποτα τα κοράκια.
φιλάκια