εφ. «Νέα Ημέρα», 11/12/1916
Ξένα στρατεύματα, που αποκαλούνται «συμμαχικά» ακόμη κι από τον αντίπαλο Τύπο, αποβιβάζονται στον Πειραιά και προελαύνουν προς την Αθήνα με την εντολή να αφοπλίσουν τους υπερασπιστές της.
Οταν συναντούν ένοπλη αντίσταση, η πόλη βομβαρδίζεται και τελικά υποτάσσεται. Οχι, όμως, προτού οι ηττημένοι εξαπολύσουν ένα κύμα τρομοκρατίας σε βάρος των ντόπιων οπαδών και συμμάχων της ξένης επέμβασης
Δεν βρισκόμαστε στα τέλη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αλλά στα μέσα του Πρώτου.
Και, σε αντίθεση με την πασίγνωστη ρήση του Μαρξ, τούτη τη φορά η «φάρσα» προηγήθηκε της αυθεντικής τραγωδίας: σε αντίθεση με τις χιλιάδες θύματα των Δεκεμβριανών του 1944, τα Νοεμβριανά του 1916 είχαν μόλις κάτι παραπάνω από 100 νεκρούς και 300 τραυματίες εκατέρωθεν.
Ανοιχτό παραμένει βέβαια το ερώτημα κατά πόσο αυτή η πρώτη «μάχη της Αθήνας» επικαθόρισε τη δρομολόγηση της δεύτερης.
Από τη στιγμή που γνωρίζουμε πια πως η βρετανική κυβέρνηση και η στρατιωτική διοίκηση ανέμεναν το 1944 μια γρήγορη συνθηκολόγηση του ΕΑΜ αμέσως μετά τις πρώτες βόμβες, νομιμοποιούμαστε ν’ αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό αυτή η πεποίθηση πήγαζε από τη βιωμένη εμπειρία του 1916 –τη βραχύβια μαγκιά, με άλλα λόγια, των βασιλόφρονων «εθνικιστών» που τα έβαλαν με τους «Σενεγαλέζους» και λοιπούς εισβολείς.
Οπως ακριβώς το εγχείρημα του ντούτσε ίσως να μην είχε καν αποτολμηθεί, αν η Ελλάδα του Α Παγκοσμίου Πολέμου δεν είχε αποτελέσει ξέφραγο -κυριολεκτικά- αμπέλι.
Απ’ όσους τα έζησαν, τα Νοεμβριανά του 1916 δεν βιώθηκαν βέβαια καθόλου ως φάρσα, αλλά ως ένα οδυνηρό μείγμα ξένης επιδρομής και εμφυλίου πολέμου.
Το βεβαιώνουν οι λιγοστές μαρτυρίες που δημοσιεύτηκαν γι’ αυτά τα επόμενα χρόνια, με μορφή είτε χρονικού είτε λογοτεχνικής αναπαράστασης.
Από την πρώτη κατηγορία ξεχωρίζει κυρίως το βιβλίο του Κύπριου δημοσιογράφου Χρ. Χουρμούζιου («Τα κατά την 18ην και 19ην Νοεμβρίου 1916 και επέκεινα»), που εκδόθηκε το 1919 στο Λονδίνο.
Από τη δεύτερη, οι νουβέλες του Δημοσθένη Βουτυρά («Μέρες τρόμου», Αθήνα 1932) και του Αδαμάντιου Παπαδήμα («Οι αδάμαστοι. Τα Νοεμβριανά», Αθήνα 1946, εκδ. Τυποεκδοτική).
Το πρώτο είναι μια περιγραφή των συμπλοκών όπως βιώθηκαν από μια βενιζελική λαϊκή οικογένεια, αμέτοχη στα γεγονότα κι εσωτερικά διχασμένη, καθώς το νεότερο αρσενικό μέλος της προβληματίζεται έντονα για τη φιλοπόλεμη στρατηγική και την απροκάλυπτη συμμαχία του εθνάρχη με τους ξένους εισβολείς· η εσωτερική αυτή κρίση επισκιάζεται ωστόσο από την ανησυχία που προκαλεί η γειτνίαση με αντιβενιζελικές οικογένειες και τον φόβο επέκτασης του πογκρόμ των Επιστράτων από τις εύπορες συνοικίες στις λαϊκές γειτονιές.
Παρόμοια είναι η οπτική και του Παπαδήμα, με ήρωες δύο βενιζελικούς φίλους που, εγκλωβισμένοι στην πρωτεύουσα, βιώνουν αμήχανα τη φιλοβασιλική λαϊκή έκρηξη και το ανθρωποκυνηγητό των ημερών.
Εγκλωβισμένη στα δικά της αντιφατικά στερεότυπα, και κυρίως στην πολιτική αδυναμία της να υπερασπιστεί τον δικό της «όχλο», η αντιβενιζελική παράταξη δεν έδωσε αντίθετα κανένα αντίστοιχο έργο, ούτε στο πεδίο της ιστοριογραφίας ούτε σ’ εκείνο της λογοτεχνίας.
Ταξικά μέτωπα
Ποια ήταν όμως τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της αναμέτρησης, που της προσέδωσαν ένα βάθος και μια ένταση αδιανόητα για τις πολιτικές συγκρούσεις των προηγούμενων οχτώ δεκαετιών ελληνικού κράτους;
Η πρώτη σχετική ανάλυση διατυπώθηκε συνοπτικά το 1930 από τον μαρξιστή διανοούμενο Σεραφείμ Μάξιμο στο έργο του «Κοινοβούλιο ή δικτατορία;» (επανέκδοση Αθήνα 1975, εκδ. Στοχαστής).
Τονίζοντας πως η σύγκρουση βενιζελισμού-αντιβενιζελισμού, «αν και έγινε για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ήτανε σύγκρουση εσωτερική» και γι’ αυτό πήρε τη μορφή εμφυλίου πολέμου, ο Μάξιμος προβάλλει ένα σχήμα στρεβλής ταξικής εκπροσώπησης των λαϊκών μαζών από το αντιβενιζελικό μπλοκ: «Η σύγκρουση δυο αστικών μερίδων εξελίχθηκε σε σύγκρουση τάξεων, κατά την οποία τα κοινωνικώς καταπιεζόμενα στρώματα σηκώσανε την αντιβενιζελική σημαία ως σύμβολο αγώνος κατά του κεφαλαίου. Αυτό εξηγεί γιατί ο αντιβενιζελισμός εμφανίσθηκε πολλές φορές με αντικαπιταλιστικά αισθήματα, ενώ, από πολιτική καταγωγή και κοινωνική προέλευση των μελών του, ήτανε και παρέμεινε συντηρητικός, αντιδραστικός, στείρος, αντιμέτωπος σε κάθε πρόοδο και σε κάθε μεταβολή» (σ.14).
Ενδελεχέστερη όσον αφορά τις επιμέρους συνιστώσες αυτών των διαταξικών παρατάξεων, η πρόσφατη ανάλυση του καθηγητή Γιώργου Μαυρογορδάτου («1915. Ο εθνικός Διχασμός», Αθήνα 2015, εκδ. Πατάκη) καταλήγει στα ίδια πάνω-κάτω συμπεράσματα, παρόλο που οι πολιτικές συμπάθειες του συγγραφέα γέρνουν αποφασιστικά προς το αντίπαλο στρατόπεδο.
Το εμπεριστατωμένο χρονικό του Διχασμού, που καταλαμβάνει το πρώτο μισό του βιβλίου, συνηγορεί ανοιχτά υπέρ του βενιζελισμού, του μόνου από τα δύο στρατόπεδα που διέθετε συνεκτικό (και δυνάμει υλοποιήσιμο) στρατηγικό σχέδιο για το μέλλον του ελληνικού εθνικού κράτους -και κυρίως ρεαλιστικό όραμα για την υλοποίηση των αλυτρωτικών βλέψεών του- σε αντίθεση με την ασυναρτησία και τη δομική υποκρισία των αντιπάλων του, οι οποίοι πρόβαλλαν αξιώσεις εθνικής ανεξαρτησίας τη στιγμή που συνεργάζονταν κρυφά με το ένα από τα δύο εμπόλεμα στρατόπεδα.
Ταυτόχρονα πάντως ο συγγραφέας επισημαίνει ότι «μόνο από σοσιαλιστική και διεθνιστική σκοπιά μπορούσε να υπάρξει -και υπήρξε- μια εναλλακτική θεώρηση», που θα υπερέβαινε τους κοινούς τόπους του αλυτρωτικού οράματος και της πανεθνικής ηγεσίας (σ.15).
Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του βιβλίου είναι αυτό που ανιχνεύει την κοινωνική συγκρότηση των αντίπαλων στρατοπέδων (σ.235-267).
Το εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα του βενιζελισμού, φορέας του οποίου υπήρξε κυρίως η επιχειρηματική αστική τάξη (εγχώρια και παροικιακή), συγκρότησε αρχικά μια ευρύτατη συμμαχία με εκείνες τις μερίδες των υπόλοιπων τάξεων, τα συμφέροντα των οποίων ανταποκρίνονταν επίσης σε μια τέτοια εξέλιξη: μικρέμποροι που «μπορούσαν να προσδοκούν ότι θα συμμετάσχουν στα οφέλη μίας επέκτασης της καπιταλιστικής αγοράς», ιδιωτικοί υπάλληλοι, εργάτες των (σχετικά λίγων) μεγάλων μονάδων που προστατεύονταν από τη νέα εργατική νομοθεσία και τον κάθετο διαχωρισμό εργοδοτών-εργαζομένων, ακτήμονες κολίγοι που έλπιζαν σε μια ριζοσπαστική αγροτική μεταρρύθμιση.
Ο αντιβενιζελισμός, αντίθετα, συγκροτήθηκε ως «επιβίωση της διαταξικής συμμαχίας που είχε σφραγίσει την Ελλάδα του 19ου αιώνα»:
«Αστοί γεωκτήμονες, εισοδηματίες και χρηματιστές γύρω από την Εθνική Τράπεζα, βιοτέχνες και άλλα προκαπιταλιστικά μικροαστικά στρώματα και γεωργοί μικροκτηματίες είχαν αποτελέσει τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της συμμαχίας, που συγκροτήθηκε κάτω από την ηγεμονία της κρατικοδίαιτης αστικής τάξης και την αιγίδα του Στέμματος» (σ.266).
Μαζί τους κι ένα μεγάλο κομμάτι τής τότε εργατικής τάξης που, απασχολούμενο σε μικρές επιχειρήσεις, διατηρούσε συντεχνιακούς δεσμούς με την εργοδοσία κι έτρεφε την προσδοκία ατομικής κοινωνικής ανέλιξης μέσα απ’ αυτούς του τελευταίους (σ.254-257).
Η καθοριστική τομή που περιόρισε σταδιακά την κοινωνική βάση του βενιζελισμού, προσδίδοντας στους αντιπάλους του τα χαρακτηριστικά μαχητικού λαϊκού κινήματος ενάντια στην ξένη επέμβαση και τους ντόπιους συνεργάτες της, υπήρξε η (ανομολόγητα αρνητική) εμπειρία των λαϊκών στρωμάτων από τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους και η μαζική άρνηση συμμετοχής στο πανευρωπαϊκό σφαγείο χάριν της εθνικής ολοκλήρωσης.
Η γενικευμένη αντιπολεμική διάθεση ήταν αυτή που σταδιακά περιόρισε την εμβέλεια του ορθολογικού εθνικισμού, που εξέφραζε ο Βενιζέλος, με τελική κατάληξη την εκλογική συντριβή του τελευταίου τον Νοέμβριο του 1920, αμέσως μετά τον διπλωματικό θρίαμβο της «μεγάλης Ελλάδος» των Σεβρών.
Εστω κι αν, εξαιτίας του στρεβλού χαρακτήρα της εκπροσώπησής τους, οι κοινωνικές αυτές αντιστάσεις ηγεμονεύτηκαν τελικά από τον παρανοϊκό μεγαλοϊδεατισμό μιας αντιβενιζελικής ηγεσίας που, αντί να κλείσει οριστικά το κεφάλαιο μιας ατέρμονης πολεμικής επέκτασης, έσπευσε να φορέσει την περικεφαλαία του Μεγαλέξανδρου.
Εθνική Αντίσταση ή «παρεξήγησις»;
Επιλεκτική σταχυολόγηση από κείμενα των ημερών, αποκαλυπτικά για τις εγγενείς αντιφάσεις των ιδεολογημάτων με τα οποία επενδύθηκε η αντίσταση των Επιστράτων στη στρατιωτική επέμβαση της Αντάντ και το αντιβενιζελικό πογκρόμ που ακολούθησε: ένας «αντιμπεριαλισμός» βασισμένος στο περιούσιο της φυλής με πλήρη αναπαραγωγή των στερεοτύπων της αποικιοκρατικής ιεραρχίας, μια πρόσληψη του «εσωτερικού εχθρού» ως συμφύρματος «Αρμενίων» (διάβαζε: Μικρασιατών) και λοιπών αλλοφύλων, ο ρητός -τέλος- διαχωρισμός των («γουρουνότριχων» πλην καλοπροαίρετων) «Συμμάχων» από τον καταχθόνιο ντόπιο εκπρόσωπό τους.
Φτάνει πια!
«Λοιπόν, κύριε Ναύαρχε, η υπόκρισις ετελείωσε και μετ’ αυτής ετελείωσε και εξώφλησε μαζύ σας ο Ελληνικός Λαός.
Ηλθατε ως φίλοι και μας μετεχειρίσθητε ως άσπονδοι και θεομίσητοι εχθροί.
Ηλθατε ως ελευθερωταί και εζητήσατε να μας υποδουλώσητε.
Ηλθατε ως φίλοι και μας αφηρέσατε ό,τι και αν είχομεν.
Είχατε ενώπιόν σας ένα Λαόν, του οποίου αι υπηρεσίαι προς την ανθρωπότητα δεν ηδύναντο να ισοφαρισθώσι με τας υπηρεσίας τας οποίας όλη ομού η ανθρωπότης προσέφερε εις εαυτήν, και τον μετεχειρίσθητε ως τους αγρίους του Τζιμπουτί και της Μαδαγασκάρης. […]
Το λαϊκόν αισθητήριον υπό τα αλλεπάλληλα κτυπήματά σας εξηγέρθη ως εις άνθρωπος, διά να σας είπη: Φθάνει πλέον! Αρκεί. Κάτω τας χείρας!»
(Αντώνιος Σπηλιωτόπουλος, «Φθάνει πλέον! Κάτω τας χείρας!», εφ. Σκριπ, 18/11/1916, σ.1. κύριο άρθρο)
Οι Σταυροφόροι και ο πράκτορας
«Ξυπνά η παλιά έχτρα που κοιμόταν μέσα μας από τες Σταυροφορίες ενάντια στους Φράγκους. Το αίσθημα της προσβεβλημένης φιλοτιμίας και της απειλούμενης ελευθερίας μάς πλημμυρίζει. Η συμπάθεια για τους Αγγλους κι αυτή χάνεται, όπως εχάθηκε ήδη και για τη Γαλλία. […] Είναι τόσο άπιστοι και χάνουν κάθε μέρα τόσο πιο πολύ από τη λίγη τους ντροπή! Κι έχουν αυτό τον πράκτορά των, το Βενιζέλο, που ξέρει να τους οδηγεί με τρόπο για να εκδικηθεί με τη δύναμη τη δική των. Η κυβέρνηση δε με φαίνεται άξια να τα βγάλει πέρα».
(Φίλιππος Δραγούμης, «Ημερολόγιο 1916-1919», Αθήνα-Γιάννινα 1995, εκδ. Δωδώνη, σ.18-19).
Επανάστασις και αντεπανάστασις
«–Και πώς σας εφάνησαν τα γεγονότα των τελευταίων ημερών; Με ηρώτησε μιξοπόλιος κύριος επαγγελόμενος τον ορθολογιστήν και τον νηφάλιον.
Και του απήντησα:
– Διδακτικά.
– Διδακτικά; Αλλ’ είσθε με τα καλά σας;
– Ομιλώ με πλήρην συνείδησιν των όσων λέγω, μολονότι δημοσιογράφος. Τα γεγονότα της τελευταίας εβδομάδος μου εφάνησαν διδακτικά και εποικοδομητικά.
– Εξηγηθήτε, σας παρακαλώ, διότι ομολογώ ότι μου είναι εντελώς αδύνατον να σας εννοήσω…
– Ευχαρίστως, απήντησα. Εγνωρίζατε σεις από πόλεμον, από οδομαχίας, από επαναστάσεις, από βομβαρδισμούς, από ωργανωμένην διαφθοράν, από υπόγεια άντρα; Είχατε ποτέ σας ακούσει τον συγκλονιστικόν κρότον της οβίδος, την εξαισίαν φωτοβολήν της; Είχατε αντικρύσει το φοβερόν θέαμα και ακρόαμα της αγανακτήσεως ενός λαού, εγειρομένου διά να εκδικηθή, διά να τιμωρήση, να ποδοπατήση, να λυντσάρη; Εγώ ομολογώ ότι πόλεμον ήκουα και πόλεμον δεν εγνώριζα, επανάστασιν ήξευρα και επανάστασιν δεν είχα ιδή ποτέ μου.
– Αλλ’ ήτον επανάστασις αυτό που έκαμαν μερικοί παράφρονες Αρμένιοι, Βενιζελικοί, Λεβαντίνοι, Σέρβοι, Αγγλοι και Γάλλοι πολίται πυροβολώντας από μερικά παράθυρα;
– Ητον επανάστασις και απορώ πώς την υποτιμάτε. Οπως ήτον αντεπανάστασις η συρροή του λαού υπό τα όπλα διά να τιμωρήση τους δολοφόνους αυτούς, οι οποίοι επρόσθεσαν μίαν πράξιν τραγωδίας εις την σαχλήν οπερέτταν της Θεσσαλονίκης.
Ο μιξοπόλιος κύριος δεν ηθέλησε να δεχθή την εξήγησίν μου και δεν έκρινε διδακτικά, όπως εγώ, τα γεγονότα της τελευταίας εβδομάδος. Δικαίωμά του. Αλλ’ εγώ, κάμνων απολογισμόν των προσφάτων μου εντυπώσεων, αισθάνομαι τον εαυτόν μου ήδη σοφώτερον, ηρεμώτερον, καλλίτερον. Οταν διέτρεξα τους κινδύνους που διέτρεξαν όλοι οι Αθηναίοι την 18ην Νοεμβρίου, όταν εγλύτωσα από τας δολοφονικάς σφαίρας των παραθύρων και των ταρατσών, όταν από το παράθυρον της σοφίτας μου είδα τον διεθνή αγώνα που διεξήγετο επί τόσας και τόσας ώρας μεταξύ Φιλοπάππου και Αρείου Πάγου, όταν είδα διασωζομένην την ελευθερίαν μου, όταν είδα και ηκροάσθην την λαϊκήν οργήν, όταν ησθάνθην την αγαλλίασιν, ότι η δικαία θέλησις του μικρού Δαυίδ εχαμήλωσε το γουρουνότριχον φρύδι του Γολιάθ, δεν έγινα σοφώτερος από ό,τι ήμουν, σας παρακαλώ; Δεν είμαι καλλίτερος, και δεν είσθε και σεις καλλίτεροι; Δέκα τόμοι του Θουκυδίδου, του Τακίτου, του Τάιν, του Μόμσεν και του Μακώλεϋ δεν θα ημπορούσαν να μας διδάξουν όσα μας εδίδαξαν αι τελευταίαι αυταί ημέραι. Αλλ’ ίσως θα είμεθα ακόμη σοφώτεροι μετά μίαν εβδομάδα, εκτός αν έχωμεν αποθάνει από την πείναν εν τω μεταξύ…»
(Αριστος Καμπάνης, «Ιστορία», εφ. Σκριπ, 25/11/1916, σ.1).
Το τέρας και η παρεξήγησις
«Τώρα ότε το αποτρόπαιον τέρας του Βενιζελισμού κείται νεκρόν και ασπαίρον υπό τα πλήγματα της λαϊκής αγανακτήσεως με τα εντόσθιά του χυμένα κατά γης, βλέπει κανείς μετά φρίκης το μέγεθος της αποτροπαιότητος και της θηριωδίας του εις τους καταλόγους των προγραφών και των τουφεκισμών και των άλλων διωγμών τους οποίους παρεσκεύαζε διά το ήμισυ περίπου των πολιτών της Ελλάδος. Η σύλληψις των αρχηγών της αποπείρας, καθ’ ον τρόπον εγένετο εν μέσω των γιουχαϊσμών και των εμπτυσμών του κοινού, αποτελεί μίαν λαϊκήν επανάστασιν κατά της τυραννίας και της προδοσίας, ήτις μας κατέθλιβεν επί μήνας ατιμώρητος.
Εαν υπήρξε δυσθυμία, εαν εξεδηλώθη δυσφορία κατά της Αντάντ εν Ελλάδι, ο αίτιος ήτο αυτός. Διότι αντί αι Δυνάμεις να επιβάλουν την πολιτικήν των, ηθέλησαν να επιβάλουν τον κ. Βενιζέλον. Και αυτή ακόμη η σύγκρουσις της Παρασκευής ήτο άμυνα της Ελλάδος όχι κατά των Συμμαχικών στρατευμάτων, αλλά κατά των σχεδίων του κ. Βενιζέλου. Ανευ αυτού δεν θα υπήρχε Ελληνική χειρ ικανή να σύρη σκανδάλην εναντίον Συμμαχικών στρατευμάτων. Τώρα ότε αυτός εξέλιπεν εκ του μέσου και εξαφανίζεται μαζί του η εστία των ραδιουργιών, των παρεξηγήσεων και των πλανών. Ολοι οι Ελληνες θα είναι φίλοι της Αντάντ».