thegreekcloud | 23.11.2016 | 00:11
Έλση Σαράτση
Κάθε 12 Δεκεμβρίου, του Αγίου Σπυρίδωνος, στα λεγόμενα «Δεκεμβριανά» της Καρδίτσας (12 Δεκεμβρίου 1948), τις σχολικές τάξεις των ετών 1953 με 1963 (γι’ αυτά τα χρόνια με βοηθάει η μνήμη μου) τις περίμενε η ίδια τριπλή ψυχρολουσία: βουρκωμένος ουρανός, κλειστός από παντού με φοβερή παγωνιά, απόλυτος ταφικός παγετός στα μαύρα κι άραχνα σκοτάδια του εσωτερικού της Ευαγγελίστριας, της εκκλησίας όπου μας οδηγούσαν οι δάσκαλοι ομαδικά για να παρακολουθήσουμε δέηση για τα θύματα των κομμουνιστοσυμμοριτών, μαζί με το κήρυγμα και τον πανηγυρικό λόγο της ημέρας που εκφωνούνταν από τον μητροπολίτη ή άλλον ιερέα του ανώτερου ή εν πάση περιπτώσει του φανατικότερου κλήρου και που ζωγράφιζε με ηδονοβλεπτικό σχεδόν εικαστικό ρεαλισμό και δηλητηριώδες μίσος συνταρακτικές λεπτομέρειες της μεθόδου σφαγής με κονσερβοκούτι. Με θυμάμαι να βγαίνω από την εκκλησία με τάση για εμετό, λουσμένη στον ιδρώτα από την αγωνία, να πονάει η μέση μου παιδί πράμα, να σφίγγεται το στομάχι μου, να θέλω να ξεσπάσω τον ψυχικό βρασμό που με συγκλόνιζε για το διατεταγμένο βασανιστήριο, να αναλογίζομαι τα αντίθετα που έπαιρνε το ευαίσθητο αυτί μου να λέγονται από τους αριστερούς γονείς μου και να μην ξέρω πού να τα βάλω όλ’ αυτά. Αυτό ήταν το μόνο μάθημα σύγχρονης ελληνικής ιστορίας που μπόρεσε να μου προσφέρει η βασική εγκύκλια παιδεία. Τιμή της και καμάρι της. Οπωσδήποτε – : Λησμόνησα τις δυο εθνικές επετείους που ο καταναγκασμένος εορτασμός-τους επιδίδονταν σε λυσσαλέα προσπάθεια απομάκρυνσης από τα γεγονότα ενώ παράλληλα πλούσιος χρόνος ξοδεύονταν σπάταλα σε κωμικοτραγικά πατριωτικά σκετς σχεδόν μακάβριας απλοϊκότητας. Η παιδαγωγική οδηγία της δραματοποίησης και των τελετουργικών χάπενινγκ ως ακαταμάχητων εποπτικών εργαλείων προς εμπέδωσιν του ενός και μόνου ανεγνωρισμένου αξιότιμου συστήματος πολιτικών και άλλων διφορούμενων αξιών με όρισε σε κάποια φάση σημαιοφόρο, σε άλλη παπαδιαμαντική χαροκαμένη μάνα και σε άλλη χορεύτρια του Ζαλόγγου. Κοιτάζω με χαζοχαρούμενη έκπληξη και απελπισία μέσα στην μαγική γυάλινη σφαίρα το παρελθόν και τον εαυτό μου μέσα σ’ εκείνες τις μέρες και δεν ξέρω με τί σόι μουσικό μηχανισμό να τις ταιριάξω, να τις κουρντίσω και να στροβιλιστούν σε αυτό το απίθανης κωμικότητας καρουσέλ. Μάλερ, – ίσως; Αν κάτι δεν έμαθε η γενιά μου στο σχολειό, αυτό είναι Ιστορία, με κεφαλαίο ή με πεζό αρχικό. (Και λογοτεχνία. Και μουσική. Μάθαμε όμως όλα τα ιερά άμφια, ένα προς ένα, -και τα ξεχάσαμε-, μα και τα τελετουργικά ιερά σκεύη, -και τα ξεχάσαμε κι αυτά-, και πώς να φασκιώνομε, με τον αγγλικό και τον γαλλικό τρόπο, ελληνικός ως να μην υπήρχε, και τι δεν βάζω επ’ αυτού με το μυαλό μου,–και το φάσκιωμα είναι στα τρισκατάρατα αζήτητα πλέον, –προσέχοντας να μην εμβολίσουμε με την παραμάνα το μωρό. Κάπου βρίσκεται ακόμα η κούκλα πειραματόζωο που στις τέσσερις το πρωί προσπαθούσα να τη φασκιώσω με τους δυο διαφορετικούς τρόπους γιατί την επαύριο, ανάμεσα στην τριγωνομετρία και τη φυσική, έπρεπε να δώσω προφορικές εξετάσεις στο φάσκιωμα. Μήπως άραγε τούτος να είναι ένας από τους λόγους που δεν τρελάθηκα ποτέ με την ιδέα ενός παιδιού – αναρωτιέμαι. Αστειεύομαι, ασφαλώς. Μα θα μπορούσε.) Αυτά, τότε. Και τώρα; Μαθαίνουν τα παιδιά ιστορία (και λογοτεχνία, και μουσική); Τους διδάσκει κάποιος – και πώς; – να αναζητούν ανυποχώρητα τον πραγματικό συλλογικό –και ατομικό – εαυτό τους στον καθρέφτη των κειμένων, των ήχων και των εικόνων; Και με ποια εποπτικά εργαλεία; Αν κρίνω από την επιστολή διαμαρτυρίας δύο μαθητών της Γ΄Λυκείου προς τον απομακρυνθέντα υπουργό παιδείας Νίκο Φίλη που θεωρήθηκε άξια δημοσίευσης στον ημερήσιο τύπο, και όχι σε σχολική εφημερίδα που απευθύνεται σεπαιδιά και εφήβους (ή ο ημερήσιος τύπος έχει προβιβαστεί σε σχολικό, ή ο σχολικός σε ημερήσιο, – και στις δυο περιπτώσεις για στραβό αρμένισμα πρόκειται και μόνο η έγνοια να είμαστε εγρήγοροι και αξιόπιστοι μάρτυρες της εποχής μας και το πάθος της ιστορικά μαρτυρημένης αλήθειας δεν μας διακατέχουν) – με ακατάλληλα. Την τύφλωσή μας καταφέραμε έτσι να τη διδάξουμε και στα παιδιά μας. Από αυτήν την μειοδοσία ξεκινώντας περνώ στο εκθαμβωτικό φιλμ του Φραντσέσκο Ρόζι (1922-2015), με τίτλο «Εξοχότατα πτώματα» («Cadaveri eccellenti»[1975]. Στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον τίτλο «Δολοφονίες διακεκριμένων», το 1976, και το ξαναβρίσκω να προβάλλεται από την Ταινιοθήκη της ΕΡΤ 3, στις 26 Ιανουαρίου 2015, στον «Αλέξανδρο» της Θεσσαλονίκης, σε τιμητικό αφιέρωμα στον Φραντσέσκο Ρόζι, μετά τον πρόσφατο τότε θάνατό του). Για τον σπουδαίο ιταλό σκηνοθέτη, πολιτικό άνθρωπο και ποιητή της αλήθειας που υπήρξε ο Ρόζι, τα στοιχεία στο διαδίκτυο είναι άφθονα, και άνισα, μα κάποια σύνθεση επιτυγχάνεται, αν συνδυάσει κανείς την αγγλική βικιπαίδεια με την ιταλική και με τις νεκρολογίες από το British Film Institute και τον Guardian. Και ακόμα καλύτερα, αν το πάθος του αρκεί για ν’ αναζητήσει το περιεκτικό βιβλίο του Κάρλο Τέστα που τιτλοφορείται «Ο ποιητής του πολιτικού θάρρους: Τα φιλμ του Φραντσέσκο Ρόζι» (1996). Στο διαδίκτυο επίσης βρίσκεται μια εξαιρετική συνέντευξη του Ρόζι (στα ιταλικά, χωρίς δόκιμα μεταφρασμένους υπότιτλους, μα τόσο πεντακάθαρα και απολαυστικά ιταλικά που οι λατινομαθείς-γαλλομαθείς έλληνες θα καταλάβουν τα πάντα), σε προχωρημένη ηλικία, που μιλάει με συναρπαστική παραστατικότητα για τη γένεση, και τη γέννηση, των «Εξοχότατων πτωμάτων». Ξεκινώντας από το αιχμηρό βιβλίο του Λεονάρντο Σιάσια (Il contesto: una parodia [Τα γενικά συμφραζόμενα. Παρωδία], 1971, – κυκλοφόρησε ένα φεγγάρι, το 1986, μεταφρασμένο στα ελληνικά, με τίτλο Πολιτικές δολοφονίες), που ο Ρόζι το διάβασε με μια ανάσα σε ταξίδι επιστροφής από τη Νέα Υόρκη και αποφάσισε ακαριαία, κεραυνοβολημένος από την ευστοχία και την εφιαλτική πολιτική επικαιρότητα του κειμένου, να το κάνει ταινία, – και τον προβληματισμό για τον τίτλο της ταινίας, μιλάει για το πολιτικό κλίμα της εποχής, ανάμεσα στο χιλιανό πραξικόπημα του 1973 που ανέτρεψε τον Αλιέντε και την απαγωγή και δολοφονία του Άλντο Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, μετά από 54 μέρες αιχμαλωσίας, το 1978, στα ιταλικά μολυβένια χρόνια των δεκαετιών εξήντα-εβδομήντα-αρχές ογδόντα. Τότε μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης πολιτικής αναταραχής που η πολυπλοκότητά του αγγίζει μεταφυσικά όρια, οι αντίθετοι εξτρεμισμοί αριστεράς και δεξιάς αλληλοσφαγιάζονταν ή σφαγίαζαν αθώους σε πράξεις τρομοκρατίας σκοπεύοντας μια στρατηγική ανατροπής της συνταγματικής τάξης με τελικό στόχο τη δικτατορία της τρομοκρατίας ή την τρομοκρατία της στρατιωτικής δικτατορίας. Μέσα στο ζοφερό σκοτάδι και το αίμα αθώων και ενόχων που πλημμυρίζει την ιταλική πραγματικότητα, στις συνεχείς συγκρούσεις αντίπαλων ομάδων και γκρουπούσκουλων εμπλέκονται φυσικά και η ανώτερη δικαστική εξουσία, ο κλήρος, η μαφία και η καμόρα. Ο εξορκισμός του δικτατορικού εφιάλτη με το φωτεινό διάλειμμα της προσέγγισης Ενρίκο Μπερλινγκουέρ και Άλντο Μόρο, τον ιστορικό συμβιβασμό του ΚΚΙ, την εναλλακτική λύση της δημοκρατίας και της κυβερνητικής συνεργασίας ΚΚΙ και Χριστανοδημοκρατίας αποτυγχάνει και επισφραγίζεται από την βραχύβια κυβέρνηση του μακιαβελικού Τζουλιάνο Αντρεότι και τη δoλοφονία του Μόρο.
*
Το βιβλίο του Σιάσια με τον μαγνητικό ρεαλισμό αστυνομικού μυθιστορήματος, τους στακάτους χρηστικούς διαλόγους και τον καταιγιστικό ρυθμό της δράσης είναι «μια παρωδία – ένας απόλογος – μια μεταφορά – μια αλληγορία», όπως το περιγράφει ο Ρόζι, που συμβαίνει σε μια φανταστική χώρα, όπου «πρόσωπα και πράγματα δεν έχουν καμιά σχέση με πραγματικά πρόσωπα και πράγματα». Αυτό εξάλλου δηλώνει και η ασπρόμαυρη επιγραφή που εμφανίζεται στο τέλος της ταινίας, απ΄όπου η κατά παράδοσιν λέξη «τέλος» παραλείπεται, αφήνοντας το έργο ανοιχτό, και μόνο προβάλλονται, «και κατά σειρά της εμφάνισής τους στην οθόνη», τα ονόματα των ηθοποιών και στη συνέχεια των υπόλοιπων συντελεστών. Η πρόκληση για τον Ρόζι ήταν να μετατρέψει την αφαιρετική λογοτεχνική αφήγηση του Σιάσια σε άμεση κινηματογραφική γλώσσα, σε γλώσσα των πέντε αισθήσεων, και εν συνεχεία μιας έκτης, όπου με αλφάβητο την αληθοφάνεια προσώπων, τόπων και καταστάσεων, να επινοήσει την απτή μακαβριότητα, μια δραστική χρονική ποιητική διάσταση εντέλει, που θα συμπαρέσυρε και θα επέβαλε με τα τεχνικά μέσα του κινηματογράφου, όπως οι γωνίες λήψης, την μεταφυσική αύρα ενός άχρονου εφιάλτη, με σαφή όμως και καυτά ιταλικά χαρακτηριστικά. Το σενάριο, αρθρωμένο έξοχα από τον Ρόζι, τον μόνιμο συνεργάτη- του Τονίνο Γκουέρα και τον ειδικό πολιτικό συντάκτη του Λ’Εσπρέσο Λίνο Γιανούτσι, είναι απλό: ο αστυνομικός επιθεωρητής Ρόγκας (στο ρόλο ο αληθοφανέστερος της αλήθειας Λίνο Βεντούρα) καλείται να διαλευκάνει αλλεπάλληλες δολοφονίες ανώτερων δικαστικών. Τα πτώματα συσσωρεύονται σχεδόν μπροστά στα μάτια του Ρόγκας, που ψάχνοντας φτάνει σε μια μυστηριώδη και σχεδόν κωμικοτραγική δικαστική πλάνη που τη διέπραξαν στο παρελθόν κάποιοι από τους δολοφονημένους δικαστές καταδικάζοντας αθώους σε πολύχρονη φυλάκιση, στη θέση του πραγματικού ενόχου που παρέμεινε ασύλληπτος. Ψάχνει προς τη μεριά του οργανωμένου εγκλήματος και μιας υποθετικής βεντέτας, αλλά καθώς ψάχνει, μέσα από το δίκτυο των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, πέφτει πάνω σε άλλο είδος ευρύτερης συνωμοσίας, που αυτή τη φορά εμπλέκει την δικαστική εξουσία, τους αρχηγούς του στρατού και της αστυνομίας και αποβλέπει να αποδοθούν τα εγκλήματα στη δράση υπαρκτών εξάλλου τρομοκρατικών ομάδων της νεολαίας ώστε να δικαιολογηθεί ένα στρατιωτικό πραξικόπημα που θα επιβάλει την οριστική τάξη. Συγκλονισμένος από το εύρημα, και διαπιστώνοντας πως τον παρακολουθούν και η ζωή του απειλείται, αποφασίζει, αφού ειδοποιήσει τον πρόεδρο του ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας (στο ρόλο δίνει συναρπαστικό ρεσιτάλ ο Μαξ φον Σίντοφ), πως θα είναι το επόμενο θύμα, να παραιτηθεί και αυτενεργώντας να ειδοποιήσει τον γραμματέα του κομμουνιστικού κόμματος για τη συνωμοσία και το επερχόμενο πραξικόπημα. Στη συνάντηση που γίνεται μέσα στις αχανείς μνημειακές αίθουσες ενός μουσείου, με την συντριπτική παρουσία προτομών και αγαλμάτων που εξακολουθούν να εξουσιάζουν τους κοινούς θνητούς με την ίδια απειλητική και απόλυτη δύναμη που είχαν κάποτε τα πρόσωπα που αναπαριστούν, μα και οι άχρονες ιδέες που συμβολίζουν, ο Ρόγκας και ο Αμάρ (ο γραμματέας του κομμουνιστικού κόμματος) πέφτουν νεκροί ο ένας μετά τον άλλο από το ίδιο φονικό όπλο αόρατου δολοφόνου. Η κυβερνητική εκδοχή της διπλής δολοφονίας είναι πως ο Ρόγκας υπέφερε από υπερκόπωση και κατάθλιψη, έβλεπε παντού συνωμότες, είχε παραιτηθεί, αλλά υποψιαζόμενος ότι ο γενικός γραμματέας κινούσε τα νήματα της συνωμοσίας, αποφάσισε μόνος του να τον σκοτώσει και εν συνεχεία αυτοκτόνησε. Στο μεταξύ, μόλις το συμβάν ανακοινώνεται, οι δρόμοι και οι πλατείες κατακλύζονται από διαδηλωτές και κόκκινες σημαίες, ενώ τα τανκς ετοιμάζονται για κάθοδο, το πραξικόπημα έχει ήδη εκδηλωθεί. Στα γραφεία του κομμουνιστικού κόμματος, με φόντο τον γιγαντιαίο επικό πίνακα του Ρενάτο Γκουτούζο (καμωμένον το 1972) που απεικονίζει την παλλαϊκή κηδεία του ιστορικού ηγέτη του ΚΚΙ, Παλμίρο Τολιάτι, αποθεώνοντας την άχρονη νικήτρια δύναμη του πνεύματος της αριστεράς, ένας δημοσιογράφος – συντάκτης της κομματικής εφημερίδας του ΚΚΙ – , παλιός συμμαθητής και φίλος του Ρόγκας, που ο επιθεωρητής του είχε εκμυστηρευτεί τις υποψίες και τα ευρήματά του, συνομιλεί με τον κομμουνιστή υπεύθυνο της γραμματείας. Ο δημοσιογράφος αρνείται την κυβερνητική εκδοχή και θέλει να αποκαλύψει στον κόσμο τη σκευωρία. O υπεύθυνος τον αποτρέπει λέγοντας πως αυτό θα σήμαινε ξέσπασμα εμφυλίου πολέμου και σφαγή. – Μα τότε οι άνθρωποι δεν θα μάθουν ποτέ την αλήθεια, λέει απορημένος ο δημοσιογράφος. – Η αλήθεια δεν είναι πάντοτε επαναστατική, τον αποστομώνει ο υπεύθυνος, αντιστρέφοντας τη ρήση του Γκράμσι. Η ταινία κλείνει με το πλάνο του πίνακα πνιγμένο στις φωνές των διαδηλωτών.
*
Όμως το συγκλονιστικό αυτό κινηματογραφικό φινάλε έχει το ταίρι του σε μια εξίσου ή και ακόμα συγκλονιστικότερη εισαγωγή στην αρχή της ταινίας. Το φιλμ ξεκινάει με το μυστήριο μιας σκοτεινής στοάς όπου βρισκόμαστε σα θεατές και μαζί με το φακό το βλέμμα μας έχει σημείο φυγής την μακρινή φωτισμένη είσοδο όπου δεσπόζει ένας υπερφυσικός σταυρός στην κορυφή μιας σκάλας που οδηγεί στην έξοδο. Ξεκινάει λοιπόν ανακαλώντας την σκηνοθετημένη μεταφυσική μαγεία της αρχιτεκτονικής ψευδοπροοπτικής του μπαρόκ , ̶ την ίδια αυτή ψευδοοπροοπτική που αποθεώνεται στην περίφημη στοά του Μπορομίνι, στο Παλάτσο Σπάντα, όπου μπορεί και να γυρίστηκε η σκηνή του φόνου του Ρόγκας και του Γραμματέα στο τέλος, ̶ και όπου οι αποστάσεις είναι σκηνοθετημένα φαντάσματα και η πραγματικότητα κρυμμένη κάτω από τη μύτη μας. Ακούγονται βήματα και εμφανίζεται στο βάθος να πλησιάζει προς το μέρος μας μια ανθρώπινη φιγούρα. Είναι ο εισαγγελέας Βάργκα που τηρώντας αγαπημένη συνήθεια, ήρθε να υποβάλει τα σέβη του στις αιωνόβιες μούμιες των νεκρών προυχόντων στην διάσημη κρύπτη των καπουτσίνων του Παλέρμου. Κοντοστέκεται και παρατηρεί. Ο απαθής μεγαλόπρεπος γηραιός πατριάρχης, ο αγαπημένος ηθοποιός του Ρόζι, ο σπουδαίος ηθοποιός Σαρλ Βανέλ, κοντοστέκεται και κοιτάει. Ο φακός προσπαθεί να εξιχνιάσει το μυστήριο αυτού του προσώπου με πολύ κοντινά πλάνα, ψαύει το πυκνό δάσος των ρυτίδων όπου σωπαίνουν μυσταγωγικά αιώνες πονηρίας και πείρας, παρακολουθεί το βλέμμα που παρακολουθεί τις φρικιαστικές λεπτομέρειες των μουμιοποιημένων προσώπων και σωμάτων των νεκρών που παραστέκονται όρθια πτώματα στη σειρά, στον επισκέπτη. Απόλυτη σιωπή, που κόβεται από – τι άλλο καταλληλότερο – το πένθιμο εμβατήριο της 2ης σονάτας του Σοπέν, παιγμένο απόμακρα από μπάντα πνευστών, φαίνεται πως έξω κηδεύουν κάποιο άλλο πτώμα. Κάποια στιγμή ο Βάργκα έχοντας εκτελέσει τον τελετουργικό στοχασμό και τη συνομιλία με τις μούμιες, γυρίζει την πλάτη στο φακό και αποχωρεί. Τι γλαφυρή πλάτη – με τα χέρια δεμένα πίσω, προχωρεί τώρα με τη σιγουριά του αξιωματούχου ζωντανού προς την έξοδο. Βγαίνουμε μαζί του στο φως και στον εκκωφαντικό θόρυβο του δρόμου. Η μέρα είναι ηλιόλουστη και ποιητική, με νοήματα δίνει στον οδηγό του αυτοκινήτου του που τον περιμένει να καταλάβει πως προτιμά να περπατήσει λιγάκι, μέχρις στιγμής δεν έχει βγει τσιμουδιά από κανένα ανθρώπινο ον, όλα είναι εικόνες που κινούνται και θόρυβοι. Κατευθύνεται στο πεζοδρόμιο που παρακολουθεί έναν ψηλό μαντρότοιχο φορτωμένο γιασεμιά – η ζωή είναι ωραία, θερμή γεμάτη αρώματα λουλουδιών. Κοντοστέκεται πάλι να ρουφήξει βαθιά το άρωμα , μισοχαμογελάει με ξυπνημένη φιλαρέσκεια και τεντώνεται να φτάσει και να κόψει ένα κλαδί γιασεμιού για τη μπουτονιέρα του. Ο φακός παρακολουθεί το χέρι που κόβει το κλαδί την ώρα που αντηχεί ο πυροβολισμός με σιγαστήρα και η ζωή του κόβεται σιωπηλά. Σωριάζεται στο χώμα με ένα μικρό βογγητό. Δεν ακούσαμε τη φωνή του, τη μιλιά του, μόνο ένα μικρό βογγητό ακούσαμε και είδαμε τις εικόνες της σκέψης του στον μακάβριο κόσμο των μουμιοποιημένων πτωμάτων της κοσμικής και θρησκευτικής εξουσίας – ένα τέλειο πολυδύναμο ψυχογράφημα – σαν πορτρέτο του Ρέμπραντ.
*
Υπάρχουν και άλλες δυο κορυφαίες σκηνές στην ταινία – η μία στα 6:34 λεπτά, αμέσως μετά το φόνο του Βάργκα, έχει σεξπιρικές διαστάσεις – ένας υπέργηρος καπουτσίνος ξεναγεί τον αστυνομικό επιθεωρητή στα μυστικά της κρύπτης και των ενοίκων της: «Ο συνοδεύων ημάς καπουκίνος, εκ της μακράς συνηθείας απωλέσας παν αίσθημα φρίκης, κινεί δια του δακτύλου την κρεμαμένην γλώσσαν ενός νεκρού συναδέλφου του, αποθανόντος προ τριακοσίων ετών και μειδιών λέγει: «Μ’ αυτήν την γλώσσα εκήρυξε τον λόγον του θεού». Δεν πρόκειται ασφαλώς για περικοπή του σενάριου ούτε καν του βιβλίου του Σιάσια, αλλά για περιγραφή της Κρύπτης και ενός γραφικού επεισοδίου από την «Κλειώ», το ελληνικό περιοδικό που τυπωνόταν στη Λιψία στα τέλη του 19ου αιώνα. Στο τεύχος 20 του Οκτωβρίου 1885 , στη σελίδα 300, ο υπογράφων με τα αρχικά «δρ. Ε.Μ.» αρθρογράφος, με τίτλο «Οι νεκροί του Παλέρμου», αφηγείται παραστατικά τα της Κρύπτης και του μυστηρίου βαλσαμικού αέρα της, και αναφέρει το συμβάν. Από τον αμλετικό νεκροθάφτη ως τα χρόνια της «Κλειούς» και τα δικά μας, στο απέραντο νεκροταφείο δυνατών και αδυνάτων που είναι η σκηνή της ζωής, μόνη η ατρόμητη λαϊκή θυμοσοφία, το τέρας συλλογικής πείρας, επιβιώνει πάντα για να προσφέρει μια μικρή τελετή μνήμης, μα και το κατεδαφιστικότερο σχόλιο για την ανθρώπινη ματαιότητα, ̶ και στον Ρόζι, μια μοναδική ευκαιρία μεγάλου θεατρικού ρεαλισμού. Και το απολαμβάνει αυτό ο μεγάλος ιταλός σκηνοθέτης, χωρίς να μετακινηθεί ούτε πόντο από τον στόχο της δράσης που είναι η διαλεύκανση μιας δολοφονίας. Η άλλη σκηνή είναι στη 1 ώρα και 14 λεπτά: ο επιθεωρητής Ρόγκας επισκέπτεται τον πρόεδρο του ανωτάτου δικαστηρίου (Μαξ φον Σίντοφ) για να τον προειδοποιήσει πως θα τον δολοφονήσουν. Ο διάλογος και το περιβάλλον όπου διαμείβεται, είναι μάθημα μεταφυσικής της δικαστικής, ή της όποιας εξουσίας, και της διαφθοράς της εξουσίας. Άναυδος ο Ρόγκας μαθαίνει πως η δικαστική πλάνη είναι ανύπαρκτο πράγμα που εφηύρε κάποτε ο Βολτέρος, γιατί κάθε φορά που ο δικαστής αποδίδει – την όποια – δικαιοσύνη, στην πραγματικότητα ιερουργεί όπως ο ιερέας στο μυστήριο της ευχαριστίας όπου κάθε φορά ο άρτος και ο οίνος γίνονται το σώμα και το αίμα του θεανθρώπου. Μαθαίνει ακόμα πως η μόνη απάντηση του κράτους στο σύγχρονο κοινωνικό χάος και την αναταραχή είναι ο αποδεκατισμός – ένας στους δέκα στρατιώτες να αποκεφαλίζεται.
*
Στη συνέντευξή του, ο Ρόζι τονίζει πως οι ταινίες του θα μπορούσαν να είναι χρησιμότατο εποπτικό εργαλείο για την αλήθεια και τη γνώση της ιστορίας. Έχει απόλυτο δίκιο αυτός ο ποιητής της αλήθειας. Δεν μπορούμε δυστυχώς να πούμε το ίδιο, και κάθε σύγκριση είναι συντριπτική, για τον ελληνικό κινηματογράφο.
*
Οφείλω να προσθέσω πως, ευτυχώς, όσα δεν μου έδωσε το σχολειό, ή το ελληινκό σινεμά, μου τα έδωσαν αρκετοί άτυποι, θαυμαστοί δάσκαλοι –ένας απ΄αυτούς υπήρξε εκτός από ακέραιος συνειδητός πολίτης, εγρήγορο πνεύμα, συγγραφέας και εξαιρετικός μεταφραστής, και στοχαστικός κριτικός κινηματογράφου. Ο Αντώνης Μοσχοβάκης, που τις κινηματογραφικές κριτικές του στην «Αυγή» τις έκοβα και τις φύλαγα με θρησκευτική ευλάβεια, είχε το χάρισμα να υπερβαίνει λίγο πολύ αποτελεσματικά τα τραγικά κάποτε διλήμματα που του έθετε ο παλιάς κοπής αριστερός δογματισμός στα ζητήματα της τέχνης. Οδήγησε αρκετές φορές το βλέμμα μου εστιάζοντας το φακό στα ουσιώδη της κινηματογραφικής γραφής. Σε αυτόν οφείλω τη γνωριμία με τα φιλμ του Φραντσέσκο Ρόζι. Ευτυχώς εκδόθηκε το 1994, από την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου, με επιμέλεια των κειμένων από τον Αχιλλέα Κυριακίδη, η «Συνεπιλογή, Κριτικές 1958-1982, Κινηματογραφικά Κείμενα 1» που είναι ό, τι λέει, και ακόμα, είναι από πολλές απόψεις, μοναδική μαρτυρία και πραγματικός θησαυρός. Μόνο που το «1» δεν ακολουθήθηκε, δυστυχώς, μέχρι στιγμής, από «2». Διαθέτει χρησιμότατα προλεγόμενα, και από τον ίδιο τον Μοσχοβάκη. Στη σελίδα 278, ξαναβρήκα με συγκίνηση την ζουμερή κριτική του για τις «Δολοφονίες διακεκριμένων» από την «Αυγή» της 7ης Δεκεμβρίου 1976 – και παραθέτω την αρχή:
«Ο φακός του Φραντσέσκο Ρόζι περιστρέφεται αέναα γύρω από ένα πτώμα. Από το πτώμα του Σαλβατόρε Τζουλιάνο σ’ εκείνο του Ματέι (στην Υπόθεση Ματέι), ύστερα του Λάκι Λουτσιάνο, και τώρα, στη σειρά των πτωμάτων ανώτερων δικαστικών (και στην παράταξη από τις μούμιες των προυχόντων της κρύπτης του Παλέρμο), συνεχίζει μιαν ακατάπαυστη και ακαταπόνητη αυτοψία , ρωτώντας τους νεκρούς να του αποκαλύψουν τα μυστικά των ζωντανών, ανατέμνοντας στα βάθη τους ιστούς του κοινωνικού σώματος και ξεσκεπάζοντας τις αιτίες και τις δυνάμεις (σκοτεινές κι ανεξιχνίαστες) που προκαλούν τη σήψη του». Και καταλήγει παραθέτοντας απόσπασμα από συνέντευξη του Ρόζι στην «Κυριακάτικη Ουμανιτέ»:
«Απαλλασσόμαστε τώρα από τα πατροπαράδοτα σχήματα για την «ωραία, ρομαντική επανάσταση» που ονειρευόμαστε όταν ήμαστε νέοι. Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο περίπλοκη. Δε γίνεται έτσι η επανάσταση. Πρέπει να βρούμε έναν καινούργιο δρόμο, για να πετύχουμε πάντως μια επαναστατική αλλαγή. Αναζητούμε όλοι αυτό το δρόμο, και ίσως ακόμα δεν τον ξέρουμε. Έτσι, αυτή η ταινία ανταποκρίνεται σε μια ψυχική (μου) κατάσταση, συνθεμένη από αμφιβολίες, ανησυχίες, αβεβαιότητες… Αυτές συνόψισα στην ταινία μου. Δεδομένου ότι έχουμε δεχτεί και ζούμε την ιδέα του μεγάλου ιστορικού συμβιβασμού, πρέπει να κοιτάζουμε καλά τα πράγματα κατά πρόσωπο. Το σημαντικό για την Αριστερά είναι να κρατά το ουσιώδες, να κρατά το ηθικό κύρος, τη δύναμη και την ενεργητικότητα, για να επεμβαίνει, για ν’ αλλάζει τη διεφθαρμένη κοινωνία».
Δειτε επίσης: