νοε 24, 2016 | Posted by Theorema
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στις http://staxtes.com/2003/?p=10268 στις 24 Νοεμβρίου 2016)
Την βλέπω που ανακατεύει το νερό και μου’ ρχεται να φωνάξω. Τη γυναίκα μου, την Ειρήνη. Είκοσι χρόνια μαζί, ένα φαγητό δεν έμαθε να μαγειρεύει. Ούτε βραστό αυγό δεν ξέρει να φτιάχνει η άχρηστη, και μου καμώνεται για μαγείρισσα περιωπής με ένα πάκο τορτελίνια. Σκίζει το χαρτί του Knorr και πετάει τον κύβο στην κατσαρόλα. Μετά ανακατεύει ξανά να πάει παντού η μυρωδιά, έτσι λέει. Δεν αντέχω πια, δε γίνεται άλλο, έσκασα, απόψε θα της το πω. Όλα θα της τα ξεράσω. Να ξεμπερδεύω. Να ανασάνω. Να φύγει από πάνω μου αυτή η συμφορά.
«Μύρισε να δεις τι ωραία που ευωδιάζει το φαΐ», λέει και μου δείχνει με την κουτάλα το βραστό νερό με τα πρασινοκόκκινα ίχνη – αυτό που ονομάζει «φαΐ».
Δεν ξέρω τι να κάνω. Πλησιάζω και τραβάω μια μυτιά σα να ρούφαγα κόκα. Τους σιχαίνομαι τους κύβους Knorr, μου φέρνουν αναγούλα.
«Ωραίο», της λέω ξεροβήχοντας και της χαμογελάω κι από πάνω.
Πρέπει να τελειώνω με όλα αυτά. Να ξεκαθαρίσω τη θέση μου και να φερθώ σαν άντρας. Ωραία, έγινε. Ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος είμαι που ερωτεύεται άλλη. Έγκλημα έκανα στην τελική ή μήπως το κυνήγησα κιόλας; Τόσα χρόνια είμαστε μαζί, αδέρφια γίναμε! Ίδιο αίμα. Πηδιέσαι όμως με την αδερφή σου; Είναι ποτέ δυνατόν; Όχι πως με τη Σοφία έμπλεξα μόνο για το σεξ, εννοείται. Τα βλέπω όλα σοβαρά, έρωτας βαρβάτος. Στην αρχή ήταν μια γλυκιά ιδέα, ένα καλό κρεββάτι, λίγη παρέα τις ώρες της μοναξιάς. Σιγά σιγά άρχισα να κολλάω μαζί της. Την σκεφτόμουν συνεχώς, έκανα δέκα ρεηφρές την ώρα στο κινητό μπας κι έστειλε μέηλ, δεν κοιμόμουν τις νύχτες. Οδηγούσα και της αφιέρωνα τραγούδια ενώ δεν ήταν εκεί, μιλάγαμε, της έλεγα και μου απαντούσε, στο μυαλό μου πανικός. Μια δεύτερη ζωή μες στο κεφάλι μου, ακόμα πιο ζωντανή από την πρώτη. Και οι κλεμμένες μας στιγμές, ευτυχία…
«Τα τορτελίνια επιπλέουν. Λες να έγιναν; Μάλλον. Έτσι γράφει στο πακέτο», με ρωτάει και με κοιτάζει σαν να ξέρει τι σκέφτομαι. Σαν να με διαβάζει.
«Σβήσε τη φωτιά και σούρωσέ τα», της απαντώ και την ίδια στιγμή σκέφτομαι πως θέλω να της φέρω την κατσαρόλα στο κεφάλι. Ή να χώσω μέσα το κεφάλι μου εγώ. Καλύτερη ιδέα.
«Η κρέμα γάλακτος με το ροκφόρ πόση ώρα πρέπει να βράσει; Να τρίψω σκόρδο τώρα ή μετά;», ρωτάει με φωνή αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού και με πιάνει ζαλάδα.
«Λιώσε στην κρέμα το τυρί, ανακάτεψέ τα κάνα τέταρτο σε σιγανή φωτιά με ξύλινο κουτάλι, ρίξε μανιτάρια, μπέικον, αλατοπίπερο και στο τέλος λίγο βούτυρο και μια πρέζα σκόρδο», απαγγέλλω τη συνταγή που υποτίθεται πως είχε αναλάβει να μαγειρέψει.
Είναι ενοχλητική και κάπως απωθητική. Παρόλα αυτά δεν την μισώ. Απλώς τώρα πια την βρίσκω αδιάφορη, κρύα, εκνευριστική, ασέξουαλ. Κάποτε την ερωτεύτηκα μέχρι θανάτου, σήμερα απλώς την ανέχομαι και μελαγχολώ. Μπορεί και αυτή το ίδιο.
Η Σοφία περιμένει να περάσουμε μαζί τα Χριστούγεννα.
«Αν της το πεις επιτέλους», μου ξεκαθάρισε, «μπορούμε να μείνουμε μαζί από το ίδιο βράδυ. Αν διστάσεις ξανά, έληξε – θα πάω πίσω στο νησί και μη με ψάξεις».
Να μην την ψάξω…
«Έλα λίγο μωρέ να δεις τη σάλτσα», με φωνάζει η γυναίκα μου και σπεύδω σαν κουρδισμένο ρομπότ κοντά της.
Η σάλτσα έχει δέσει, τα υλικά έχουν γίνει ένα μεταξύ τους, οι μυρωδιές έχουν συγχωνευτεί. Ένας χυλός που μυρίζει όλα τα υλικά μαζί και κανένα χώρια. Όπως κι εμείς οι ίδιοι τελικά. Όπως και οι ζωές μας.
Την κοιτάζω που σερβίρει στην κουζίνα μας. Με τα γνωστά μαχαιροπίρουνα, τα οικεία πιάτα, τα παλιά μας ποτήρια. Στο τραπέζι που αγοράσαμε μαζί μια μέρα στο Μοναστηράκι. Στην κοινή κουζίνα μας. Σκέφτομαι το βόλεμα των γυαλικών μέσα στα ντουλάπια. Των σεντονιών στο συρτάρι. Των ρούχων στις κρεμάστρες. Των βιβλίων στα ράφια. Το δικό μου δίπλα της, μέσα στο σπίτι αυτό. Το βόλεμά μας. Τεράστιο μαρτύριο το ξεβόλεμα από ένα βόλεμα σαν αυτό, σκέτη αγωνία η ανασφάλεια του άλλου. Είμαι δειλός, ένα φοβισμένο και παραιτημένο πλάσμα, θα έπρεπε να ντρέπομαι και το ξέρω. Όμως δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Αυτός είμαι, κι είναι πια αργά για αλλαγές. Κι αν η Σοφία με παρατήσει και καταρρεύσω μετά; Αν στραβώσει κάτι;
Τουλάχιστον τώρα ξέρω πως η ζωή μου είναι στρωμένη, σίγουρη, σαφής. Αν με τη Σοφία δεν τα βρούμε στη συγκατοίκηση, στα οικονομικά, στις διακοπές ή όπου, τι κάνω εγώ μετά; Αν με βαρεθεί και με στείλει στο διάολο; Είναι μόλις τριάντα εννιά χρονών. Η ζωή μπροστά της. Εγώ πάτησα τα πενήντα πέντε, δεν είμαι και στην πρώτη μου νιότη, τα προβλήματα υγείας ολοένα και πιο πολλά, η ψυχική μου άνεση στενεύει. Παρόλο τον έρωτα και το ωραίο σεξ, παρόλη την κάβλα, παρόλο μου τον θαυμασμό για το λαχταριστό σώμα της και το λαμπερό μυαλό της, είμαι τώρα για νεανικές περιπέτειες, για πρόβες δεσμών και για δοκιμές ζωής;…
«Τρώμε, αγάπη μου», φωνάζει από μέσα η γυναίκα μου, και τότε ξέρω μέσα μου πως ούτε και φέτος θα χωρίσω.
Σχετικά