thegreekcloud | 26.11.2016 | 16:45
Έξη τραπέζια έξω, τα τέσσερα γεμάτα μανούλες μόνες. Βαθέων πρώτων -άντα. Οι άντρες τους θα λείπουν ταξίδι για δουλειές, λέει ο ένας. Σαφλαμάδες, λέει ο άλλος. Ανεπρόκοπες, όλα τα μωρά στη νύστα, λέει ο τρίτος. Ο τέταρτος ποστάρει τα συμπεράσματα.
–
Στα τρίτα τσίπουρα περνάει ανάμεσά μας μανούλα τριανταφεύγα, καλλίπυγος, κομμωτηρίου. Από το διπλανό τραπέζι ο πιο αυθόρμητος βγάζει απ΄τα σώψυχά του (όπως στο πρώτο Alien) ένα ‘Ποιάααααα Στικούδη’, είκοσι γελάνε μέχρι δακρύων, ένας ποστάρει.
–
Αλέξης μαλάκας, Κυριάκος μαλάκας, εμείς μαλάκες, έναν σοβαρό δεν βρήκαμε τόσην ώρα να τον μνημονεύσουμε, Σπανούλης μαλάκας, Πασκουάλ μαλάκας, ’γιατί δε μιλάς ρε μαλάκα;’, ‘σκάσε, ποστάρω’.
–
Σουτζούκι πέταλο, γδαρμένο, τηγανισμένο (στα κάρβουνα μας πέφτει βαρύ), κάθε μπουκιά και κοντύτερα στην τσιμεντωμένη αρτηρία, ’σιγά μωρέ, τα τσίπουρα είναι σαν τουμποφλό, όλα τα ανοίγουν΄, εκεί που πάμε να αναθαρρήσουμε με τα κατά παραγγελία επιστημονικά συμπεράσματα έρχεται στο τραπέζι και μια τηγανιά με ο,τι βρίσκεται μέσα στο τετράποδο (τα έξω τα λιανίσαμε), τρεις βουτάνε στο πιάτο, ένας γκουγκλάρει ’ισχαιμικό επεισόδιο, συμπτώματα’.
–
‘Ρε σεις, αυτή με το καστανό καρέ τρεις φορές ζήτησε αναπτήρα, τι παίζει;’, ‘μην τον παίρνεις κι εσύ όταν στον φέρνει, πες την να τον κρατήσει, άλλους δυο έχουμε εδώ’, ’τι λες ρε μαλάκα; με παίζει αφού, δεν βλέπεις;’, ‘εσύ πώς βλέπεις ότι σε παίζει δηλαδή ρε σαψάλη; πλάτη την έχεις’, ’τι σκατά γράφεις τόση ώρα στο κινητό ρε μαλάκα;’
–
’Αυτό κερασμένο, φέρνω και φρούτα για τη μέση’. Φεύγει και ξανάρχεται με ένα πιάτο με κασέρι ντόπιο και καβουρμά με αβγά. Τρεις βουτάνε στα αβγά, ένας γκουγκλάρει ‘strange fruits’.
–
’Αυτη η ξανθια στο μέσεντζερ που της στέλνεις μηνυμα, μανούλα κι αυτή; καλή φαίνεται’, ’Γιατί κρυφοκοιτάς ρε παπάρα;’
–
Το πρώτο μαγαζί που πέτυχα να σερβίρει τσίπουρα με φανκιές. Τελικά ήταν από το διπλανό κουρείο. Σε τι μεταμοντέρνα πόλη ζω και άργησα τόσο να το πάρω χαμπάρι γαμώτο! Θα κουρεύομαι συχνότερα, δεν υπάρχει σοβαρό αντικείμενο βέβαια αλλά εκεί στις φαβορίτες κάτι θα βρίσκει να ψαλιδίσει. Άει σιχτίρ για -ήντα.
–
’Πόνεσε η ψυχή μου να την βλέπω να ΄ρχεται να ζητάει συνέχεια τον αναπτήρα, θα της πω ΄κράτα τον’’, ’Μη τολμήσεις, θα σε χτυπήσω’.
–
Χαλβάς ψητός, με λεμόνι και κανέλα. Κοιτιόμαστε ξινισμένοι. Αυτά τα κάναμε στα δεκαοχτώ, φορώντας αμπέχωνα και πίνοντας μαλαματίνες. Για ποιους μας πέρασε; Πιστήμονες άνθρωποι, σιροπιαστά τουλάχιστον, μη σου πω και καζάν ντιμπί. Toν φωνάζουμε, παίρνει το πιάτο ξινισμένος, σε πέντε λεπτά βουτάμε στα σιρόπια. Η ξινίλα σ΄αυτή την πόλη δεν ζει παραπάνω από πέντε λεπτά.
–
’Θα πάμε για καφέ μετά ή για μαργαρίτες;’, ‘Για τα Επείγοντα κουβέντα, ε;’, ‘Όλο την καταστροφή φέρνεις ρε μαλάκα΄, ’Ρε συ, έχεις ένα χρώμα που θα ζήλευαν και οι παπαρούνες΄, ’Χέσε μας ρε μαλάκα, όλο ποστ νομίζεις ότι γράφεις;’, ‘Σκάστε και οι δυο, έρχεται να ξαναπάρει τον αναπτήρα΄.
–
Μια μανούλα με πολύ ωραίο μαύρο κολάν ήρθε στο κέφι και χορεύει Έιμι, από το κινητό. Valery. Τα φτιάχνουν πάρα, μα πάρα πολύ ωραία τα κολάν σήμερα.
–
’Από δέκα ευρώ καθένας’ , ’σίγουρα; παραπάνω νόμιζα’, ’καλά, εσύ νόμιζες και ότι θα σε σώσει ο Τσίπρας’, ’άντε γαμήσου βρε μαλάκα που μου το χτυπάς ενάμιση χρόνο΄, ’καλά, άμα θες άσε και δραχμές εσύ, σίγουρα έτοιμες θα τις είχες’, ’ρε μαλάκα έχεις μούτρα να μιλάς κι εσύ που ψήφισες το τσικό του Αβέρωφ;’, ‘σκάστε ρε, έρχεται να αφήσει τον αναπτήρα’.
–
Πίνουμε καφέδες τελικά. Ας περιμένουν οι μαργαρίτες. Γιατί οι γυναίκες δεν συγχωρούν όσους από ευωχία εκπέσαν.
–
Όταν κάθεσαι και πίνεις έξω, Σάββατο, με ήλιο μερακλίδικο, μέσα Νοέμβρη, όλα είναι μαγικά μέχρι τις πέντε παρά τέταρτο, παρά δέκα, εκεί. Μετά είναι ώρα για παραλαβή από κομμωτήριο, ’α ωραία στα έβαψε μωρό μου, άλλαξες’, ’μόνο λούσιμο και πιστολάκι έκανα, στραβός είσαι;’.
Δειτε επίσης: