Σχίζας Γιάννης
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου οι κινεζικοί μούστοι, τα λεμόνια της Αργεντινής και τα σταφύλια της Χιλής διακινούνται στις διεθνείς αγορές μαζί με ένα σύνολο άλλων προϊόντων -συχνά «αδιαφανών» από την άποψη της ποιότητας και του τρόπου παραγωγής των- η προτίμηση του τοπικού προϊόντος φαίνεται να αποτελεί μια πρακτική απειλούμενη με εξαφάνιση…
Κάτω από αυτό τον τίτλο η «Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού» πρωτοστατεί σε έναν κύκλο συζητήσεων που αναφέρεται στα τοπικά αγροτικά προϊόντα, στις ιδιαιτερότητες της γεωργικής παραγωγής, στη σημασία της μεσογειακής διατροφής. Τα θέματα είναι πολυσυζητημένα, όμως αυτό δεν κάνει περιττή την επαναφορά τους στον δημόσιο διάλογο: Όπως η καθαριότητα του σώματος δεν γίνεται ποτέ περιττή, παρ’ ότι επαναλαμβάνεται σε ημερήσια βάση…
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου οι κινεζικοί μούστοι, τα λεμόνια της Αργεντινής και τα σταφύλια της Χιλής διακινούνται στις διεθνείς αγορές μαζί με ένα σύνολο άλλων προϊόντων -συχνά «αδιαφανών» από την άποψη της ποιότητας και του τρόπου παραγωγής των- η προτίμηση του τοπικού προϊόντος φαίνεται να αποτελεί μια πρακτική απειλούμενη με εξαφάνιση… Στην πραγματικότητα, όμως, η εγγύτητα καταναλωτή και παραγωγού έχει κάποια ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα: Γιατί εκτός από την εξοικονόμηση μεταφορών και συντήρησης, κάνει τον πρώτο πιο επιφυλακτικό και τον δεύτερο πιο επιμελή όσον αφορά την ποιότητα του προϊόντος. Δεν είναι παράδοξο το ότι στην Αμερική και σε πολλές χώρες γίνεται συζήτηση όχι απλώς για την «περιαστική» αλλά και για την «αστική γεωργία» (!), που διαθέτει μεγαλύτερη ευελιξία και πιο ελεγχόμενη ποιότητα από την παγκοσμιοποιημένη «ομόλογή» της…
Πρόσφατα, μια ημερίδα που οργανώθηκε στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο είχε ως τίτλο την ερώτηση: «Πόσο εφαρμόσιμες στην πράξη είναι οι ορθές γεωργικές πρακτικές;». Οι γεωργικές πρακτικές που παράγουν ποιοτικά προϊόντα χωρίς να υποβαθμίζουν το περιβάλλον -νερά, εδάφη, βιοποικιλότητα- αποτελούν οπωσδήποτε διαρκές θέμα και περιοχή ανταγωνιστικής τριβής μεταξύ του «συμβατικού» τρόπου παραγωγής και του λεγόμενου «βιολογικού» ή «οικολογικού». Η συζήτηση είναι σε εξέλιξη, με την παρέμβαση του ποιοτικού καταναλωτή να είναι σε μεγάλο βαθμό καθοριστική για την τροπή του διαλόγου, όμως το απολύτως βέβαιο είναι ότι η νεοφιλελεύθερη και οικονομίστικη προσέγγιση με την έμφαση στο ζήτημα των τιμών αδυνατεί να συνεκτιμήσει όλα τα στοιχεία του προβλήματος, όπως είναι η ποιότητα του προϊόντος, η διαχείριση του περιβάλλοντος, οι επιβαρύνσεις παραγωγών και πολιτών.
Τελευταίο αλλά ίσως σημαντικότερο είναι το ζήτημα της διατροφής -ούτω καλούμενης «μεσογειακής»: Μια φορά κι έναν καιρό, στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο, η χώρα επαίρετο για το «λιτοδίαιτον του Έλληνος», για να περάσει στη συνέχεια στη σκληρή μπριζολοκρατία και να επανακάμψει στη σκουπιδοφαγία (junk food) της μνημονιακής περιόδου. Όμως πλάι σε αυτό τον κύκλο αναπτύχθηκε -σε ευθύγραμμη, μάλλον ανοδική τροχιά- το κίνημα της ποιοτικής διατροφής, αυτό που προωθούσε στη χώρα μας ο αξέχαστος Γιάννης Καλαντζής με τον τίτλο «αργοφαγία» (slow food). Αυτό το τελευταίο οφείλουμε στους εαυτούς μας αλλά και στο μέλλον, με τον όποιο, «μεσογειακό» ή άλλον προσδιορισμό εμφανίζεται…
πηγή: Η Αυγή
Στην ίδια κατηγορία:
Ισχυρές βροχές και καταιγίδες την Κυριακή
Σε αναστολή της επίσχεσης εργασίας καλούν φορείς της πόλης τους εργαζόμενους του ΟΑΣΘ μετά την παρέμβαση Τσίπρα
Το προσφυγικό στο επίκεντρο της αυριανής συνεδρίασης του δημοτικού συμβουλίου Χίου
Υπό έλεγχο η κατάσταση των μαθητών από την Κομοτηνή που έπαθαν δηλητηρίαση