thegreekcloud | 27.11.2016 | 17:11
Την Παρασκευή που μας πέρασε η Ελλάδα μπήκε στην ουρά των χωρών που «γιορτάζουν» την Black Friday. Το πράγμα ξεκίνησε πριν από περίπου έναν μήνα όταν 2-3 πολυκαταστήματα διαφήμισαν την πρόθεσή τους για διεξαγωγή της Black Friday και στις μεγάλες ελληνικές πόλεις. Η τακτική έπιασε και χιλιάδες Έλληνες βγήκαν στους εμπορικούς δρόμους να προλάβουν τις -γελάω λίγο- εκπτωτικές προσφορές. Το όλο ζήτημα αποτέλεσε φυσικά ένα ακόμα πεδίο ιδεολογικής σύγκρουσης. Ιδιαίτερα έντονης αυτή τη φορά.
Η προσπάθεια του πωλητή να πείσει τον δυνάμει αγοραστή ότι του προσφέρει μια έξυπνη αγορά δεν είναι ούτε καταστροφή του κόσμου, ούτε έκφανση του δυστοπικού Late Capitalism, ούτε τίποτα τέτοιο. Είναι απλά (το) marketing. Δεν είναι η πρώτη φορά που έχουμε εκπτώσεις στην Ελλάδα, ούτε η πρώτη φορά που κάποιοι στήνονται στην ουρά για να αγοράσουν κάτι. Για κάποιον που είναι έκτος οπαδικής κουλτούρας μπορεί να φαίνεται -ας πούμε- αντίστοιχα γελοίο να στήνονται 2000 άτομα στη βροχή για να αγοράσουν ένα εισιτήριο του ΠΑΟΚ που παίζει με την Καραμπάχ. Και όμως, αυτή η συγκεκριμένη τακτική ιδεολογικοποιήθηκε περισσότερο από κάθε άλλη.
Ένας πρώτος και βασικός λόγος είναι νομίζω η αμερικανική ταυτότητα του φαινομένου. Το Βlack Friday αντιμετωπίζεται ως κάτι πρωτόγνωρο, ακριβώς επειδή πλαισιώθηκε πλάι στον γελοίο εορτασμό (δηλάδη 2-3 events στην Αθήνα) του Thanksgiving ή τον ευρύτερο εορτασμό Halloween ως κάτι το αμερικανικό. Μέσα σε ένα μήνα ζήσαμε πολλή Αμερική. Το σχήμα Halloween-Thanksgiving-Black Friday δέθηκε αρμονικά, άλλωστε, μέσω της ενδιάμεσης επίσκεψης του Ομπάμα, αλλά και της ενασχόλησης με τις αμερικανικές εκλογές. Η Αμερική έπιασε τεράστιο χώρο στα party του κέντρου της πρωτεύουσας και στη δημόσια σφαίρα του σχολιασμού μας. Η Black Friday είναι ένα ακόμα δείγμα του πολιτισμικού επεκτατισμού της.
Ξεχνάμε όμως κάτι πολύ βασικό. Η είκονα της cool Αμερικής θα αλλάξει ραγδαία από τη στιγμή που ο Trump θα μπει στον Λευκό Οίκο. Οι μπάντες, οι δημιουργοί των σειρών, το Hollywood θα βρίσκονται πια στην αντιπολίτευση. Ίσως αυτό και να είναι η ευκαιρία να σταματήσουμε να βλέπουμε την Αμερική ως μια συνεκτική και στατική πολιτισμική οντότητα με την οποία βρισκόμαστε συνεχώς σε σχέση ετεροκαθορισμού. Η Αμερική του Trump μπορεί και να μην είναι πάρα πολύ διαφορετική από εκείνη του Obama στα πεδία της εξωτερικής πολιτικής. Αυτό που θα αλλάξει πραγματικά πολύ θα είναι το πώς θα νοούμε εμείς οι -μη Αμερικανοί- πλέον το τι συνιστά Αμερική. Η Αμερική θα χάσει λίγη από τη δύναμη που έχει να ελκύει τόσο τον υπόλοιπο πλανήτη.
Πέραν πάντως της «αμερικανικότητας» της Black Friday, υπάρχει και ένα ακόμη χαρακτηριστικό που έκανε τόσο έντονη την κριτική απέναντί της: η εικονική της αναπαράσταση. Εκατοντάδες νέοι περιμένουν σε μια κυκλική ανθρώπινη μάζα. Αναμεμειγμένες, ανοργάνωτες ομάδες ανθρώπων. Εδώ δεν υπάρχουν ουρές. Εδώ στήνονται άνθρωποι ελεύθερα και αναμένουν καρτερικά. Ο μόνος συνεκτικός ιστός που επιβάλλει μια κάποια τάξη είναι η κοινή πεποίθηση, που γίνεται νόμος: όποιος προλάβει πρώτος, θα αποκτήσει και το προνόμιο της καλύτερης αγοράς.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτή η αρχετυπική εικόνα της Black Friday γίνεται και μια άριστη οπτικοποίηση του πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός και κυρίως του πώς εκλαμβάνει η αριστερά τον τρόπο που λειτουργεί ο καπιταλισμός. Μηδενικός παρεμβατισμός (αυτός που έχει το κλειδιά του μαγαζιού, απλά ανοίγει την πόρτα), κυνήγι ατομικού συμφέροντος (βλέπε τη δεύτερη πιο κλασική εικόνα αναπαράστασης της Black Friday: του ξύλου που πέφτει για το ποιος θα προλάβει ένα προϊόν), τρέξιμο στους διαδρόμους (όποιος κινηθεί γρήγορα θα αποκομίσει και τα ανάλογα οφέλη). Τα πάντα σαν σκίτσου ενός ευφυούς αντικαπιταλιστικού σκίτσου. Ο καπιταλισμός απογυμνωμένος από κάθε προσωπείο.
Δημιουργήθηκε έτσι η διπλή πρόσληψη της Black Friday που δεν είναι αντικρουόμενη, αλλά στηρίζεται στο κλασικό σχήμα: Αμερική=Καπιταλισμός και Καπιταλισμός=Αμερική. Πολύ συχνά, όμως, αυτή η αν μη τι άλλο συνεπής κριτική στάση, ντύθηκε με ηθικιστικές καταγγελίες προτεσταντικού τύπου σε μια αντίστιξη ενός κάποιου πνευματικού αγαθού για το οποίο θα έπρεπε να χτυπιούνται οι καταναλώτες, σε αυτό το καθαρά υλικό για το οποίο εντέλει χτυπιούνται. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτού του τύπου την κριτική γίνεται με βάση την αξιολόγηση του προϊόντος που είναι στοκ. Οι καταναλωτές δεν χτυπιούνται σε αυτές τις ηθικιστικές καταγγελίες για ένα βιβλίο αλλά για ένα τάμπλετ, δεν χτυπιούνται για μια μπλούζα αλλά για ένα κραγιόν, δεν χτυπιούνται για ένα απλό παπούτσι αλλά για μια γόβα. Με άλλα λόγια, μπαίνει στο επίκεντρο της κριτικής μπαίνει το ίδιο το καταναλωτικό αγαθό που αντιμετωπίζεται ως ανάξιο του χαμού που δημιουργεί η ζήτησή του.
Με αυτόν τον τρόπο, τα δύο πιο πάνω χαρακτηριστικά της Black Friday (λειτουργία καπιταλισμού και αμερικανική ταυτότητα) μπαίνουν στο περιθώριο στο όνομα μιας άχαρης ηθικής κριτικής όσων πήγαν να ψωνίσουν και στους οποίους αξίζει η ανάλογη τιμωρία της κλασικής ατάκας «μνημόνια μέχρι να σβήσει ο ήλιος» και οι οποίοι, ταυτόχρονα, είναι υποκριτές γιατί «δεν είχαν Black Friday στα χωριά τους».
Δυστυχώς αυτή η τελευταία ηθικιστική καταγγελία είναι που κυριάρχησε ως κριτική μέσα από ένα τεράστιο φάσμα δυνάμει αναλύσεων, τις οποίες θα μπορούσε να προσφέρει η Black Friday ως πρακτική, ως αναπαράσταση, ως τοπίο. Θυσία στον βωμό της επανάληψης του ίδιου ανέμπνευστου αστείου ξανά και ξανά και ξανά: “Bλακ Friday”.
Δειτε επίσης: