Δευτέρα, 28 Νοεμβρίου 2016 | rubycloud
It is not our job to remain whole.
We came to lose our leaves
Like the trees, and be born again,
Drawing up from the great roots
ROBERT BLY
(ΙV)
Είχα αποφασίσει να φυτέψω ένα δέντρο, στη μνήμη του δεύτερου σκύλου μας, στο πάρκο απέναντι από το σπίτι, κι έτσι έκλεψα ένα πευκάκι από τη δεντροφύτευση πάνω στο λόφο, εκεί που θάψαμε το σκύλο μας, πίστευα τότε, ότι καθώς κάθε μέρα θα το έβλεπα να μεγαλώνει, κι αφού παιδιά δεν είχα δει να μεγαλώνουν, θα μου θύμιζε αυτό που έφυγε νωρίς – νωρίτερα από εμάς – ο χρόνος, έννοια σχετική πάντα, από μια εποχή και μετά, μετριέται σε ζωντανούς κι αποθαμένους. Ήξερα βέβαια ότι έπρεπε να περιμένω μερικά χρόνια να μεγαλώσει τις ρίζες του, να ριζώσει για τα καλά, και τότε μόνο θα άρχιζε να ψηλώνει· κάποιες άνυδρες βδομάδες, κατέβαινα και το πότιζα, και περίμενα. Ένα πρωί, μεσούσης της άνοιξης και οργιαζούσης της φύσης, μέσα στις πασχαλινές διακοπές μας, οι εργάτες του δήμου, ακολουθώντας εντολές βεβαίως, με περισσή σπουδή και εγγενή ακηδία, κόβοντας τα αγριόχορτα που είχαν πνίξει το πλατειάκι, ξερίζωσαν κι αυτό, αχ μια ζωή τύψεις, που είχα ξεχάσει να βάλω μια σήμανση, ένα σταυρό, ένα σήμαντρο, κάτι…
(V)Απάνω στους βλαστούς, βλαστοί περιδιαβαίνουν / Κωστής Παλαμάς
Ο χρόνος είχε ζαρώσει στην ακινησία της κορυφογραμμής. Το αυτοκίνητο κυλούσε ήρεμα στα ριζά της βουνοπλαγιάς ενώ εγώ κρατιόμουν απαλά από τη δερμάτινη χειρολαβή. Όταν το νοητικό μου κατέγραψε την επανάληψη του τοπίου παρέμεινα σιωπηλή απολαμβάνοντας το θέαμα που αποκαλυπτόταν μπροστά μου ονειρικά σχεδόν, καθώς το παγωμένο φως έπεφτε πάνω του αργά και καταλυτικά. Συντονισμένη στην τραχύτητα του ορεινού δρόμου που ισορροπούσε με την απαλότητα των καμπύλων στροφών ακολουθούσα το χρόνο σέρνοντας το βλέμμα, από μπροστά μέχρι το πλαϊνό μου παράθυρο και ύστερα πέρα μακριά στην εκπνοή της πεδιάδας. Κι εκεί που η ματιά μου λύγιζε και βυθιζόταν, από μέσα μου παραδεχόμουν πως ανέκαθεν τα άκρα, παρότι αιχμηρά, με έθελγαν και με παρέσερναν σε ημιτονοειδείς ονειροπολήσεις. Το χειμώνα, μου εξήγησε, τα αειθαλή φυτά αναρριχώνται κι αγκαλιάζουν τους κορμούς των φυλλοβόλων δέντρων για να τα προστατέψουν από την παγωνιά, αυτό πιστεύει κάποιος που έχει αποκτήσει παιδιά, δικαιολογώντας τάχα την υπερπροστατευτικότητά του, εγώ πάλι είμαι της άποψης ότι θέλουν απλά να ομορφύνουν το γυμνό τοπίο, υποστηρίζοντας την ενδελέχεια της φύσης. Και πως το ίδιο κάνουν όταν επιβιώσουν μετά από μια καταστροφική πυρκαγιά, όσα καταφέρουν μετά από καιρό να ζωντανέψουν πνίγουν στην αγάπη τους καμένους κορμούς περιμένοντας – μάταια ίσως – να ξαναπρασινίσουν· η φύση παραδίδει μαθήματα αλληλεγγύης, συστηματικά και δωρεάν.
Posted by roubinakiM at 2:26 μ.μ.