Αλέξανδρος Ζέρβας
Την ώρα που οι ευρωπαϊκές ηγεσίες περιμένουν να διαπιστώσουν (σε κατάσταση πανικού πάλι) «τα όρια της απήχησης του λαϊκισμού» αυτή τη φορά στην Ιταλία στο δημοψήφισμα της Κυριακής, ένα πράγμα είναι πια ηλίου φαεινότερο.
Η χώρα με την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος είναι εδώ κι αρκετό καιρό χρεοκοπημένη.
Οι 14 μεγαλύτερες τράπεζές της είναι κυριολεκτικά σε μαύρα χάλια, καθώς διαθέτουν στα χαρτοφυλάκιά τους περίπου το 1/3 του συνόλου των «κόκκινων δανείων» στην Ευρωζώνη.
Ποιο είναι λοιπόν το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» σε τέτοιες περιπτώσεις; Ναι, σωστά μαντέψατε.
Το ιταλικό μνημόνιο βρίσκεται πλέον προ των των πυλών.
Έλα όμως που στις παρούσες συγκυρίες το θέμα έχει κολλήσει στο «σερβίρισμα» της νέας σκληρής λιτότητας που θα έλθει να πέσει στο κεφάλι του ιταλικού λαού.
Γιατί, με δεδομένο ότι η ιταλική οικονομία θεωρείται, τυπικά τουλάχιστον, «too big to fail», δεν είναι και πολύ εύκολο για το ευρωπαϊκό διευθυντήριο να ομολογήσει πως τα έκανε σε τέτοιο βαθμό μαντάρα, ώστε να την οδηγήσει σε αυτό το οριακό σημείο.
Επιπλέον, ένα μεγάλο κομμάτι το πολιτικού προσωπικού της χώρας (μέσα σε αυτό κι ένα σημαντικό τμήμα του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος) δε μοιάζει κι ιδιαίτερα πρόθυμο να συναινέσει σε κάτι τέτοιο.
Κάπου εδώ λοιπόν έρχεται το δημοψήφισμα.
Τυπικά οι Ιταλοί καλούνται την Κυριακή να αποφασίσουν για το μέλλον της Γερουσίας, με την κυβέρνηση να προτείνει τη δραστική μείωση των μελών της (από τους 315 στους 100), την αλλαγή του τρόπου εκλογής τους και τελικά τον περιορισμό του ρόλου της στον τρόπο λήψης αποφάσεων.
Στην ουσία, λοιπόν, στο ιταλικό δημοψήφισμα της Κυριακής, στο όνομα της περιστολής των κρατικών δαπανών (μεγάλη συζήτηση διεξάγεται για τους μισθούς των Γερουσιαστών) και της κυβερνητικής σταθερότητας, μπαίνει από το παράθυρο η απόπειρα επιβολής του νόμου των αγορών με όσο το δυνατόν λιγότερα δημοκρατικά προσχώματα.
Είναι άλλωστε δεδομένη η αποστροφή που εκφράζουν οι εκπρόσωποι κορυφαίων οικονομικών think tank για συγκεκριμένες συνταγματικές διατάξεις χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, οι οποίες δεν είναι και πολύ βολικές για «κάποιον που θέλει να κάνει χοντρές business».
Με άλλα λόγια, ο σοσιαλιστής Ιταλός πρωθυπουργός προσπαθεί την Κυριακή να πετύχει δυο πράματα: πρώτον, να ξεφορτωθεί ένα κορυφαίο θεσμικό όργανο που πιθανότατα θα του δημιουργούσε πονοκεφάλους, σε περίπτωση που επιχειρήσει να φέρει δύσκολα μέτρα.
Δεύτερον, έχει ως στόχο να ενισχύσει το προσωπικό του πολιτικό κεφάλαιο ενόψει ενός τέτοιου ενδεχόμενου.
Το δυστύχημα για τον ίδιο είναι πως δεν έκανε τον κόπο να διδαχθεί από τα λάθη που έκαναν πολύ πρόσφατα άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες, που κατέφυγαν στο λαό μέσω δημοψηφισμάτων.
Επέλεξε να διαχειριστεί την όλη διαδικασία εργαλειακά, έθεσε με έπαρση το δίλημμα «ή ψηφίζετε ΝΑΙ ή φεύγω», πόνταρε στη στήριξη του πλέον διεφθαρμένου κι απεχθούς τμήματος της ευρωπαϊκής ελίτ.
Ήταν δε σε κάθε περίπτωση αποκαλυπτικό να βλέπεις τον Ματέο Ρέντσι να λαμβάνει την αμέριστη στήριξη του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και του Γερούν Ντάισελμπλουμ, όταν ο ίδιος προ λίγων εβδομάδων τους κατήγγελλε μεγαλοστόμως.
Προς έκπληξή του, λοιπόν, διαπιστώνει ότι υπάρχουν πάρα πολλοί Ιταλοί πολίτες, οι οποίοι δε δείχνουν διατεθειμένοι να πέσουν στην παγίδα.
Κάπως έτσι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κινείται εκ νέου στην κόψη του ξυραφιού.
Από τη στιγμή που ο Ρέντσι μοιάζει τόσο αναλώσιμος, είναι πιθανό από τη Δευτέρα να χρειαστεί πάλι η αναζήτηση κάποιου «πρόθυμου» τεχνοκράτη να κάνει τη βρώμικη δουλειά.
Την ίδια στιγμή όμως κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι αυτός θα καταφέρει να μακροημερεύσει, ιδιαίτερα όταν θα κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να του μείνει στα χέρια το τραπεζικό σύστημα (η ΕΚΤ έχει έτοιμο έκτακτο σχέδιο μπας και σώσει την κατάσταση).
Πολλώ δε μάλλον, όλο και περισσότεροι αμφιβάλλουν κατά πόσο ο ιταλικός λαός θα δείξει έστω κι οριακή ανοχή σε οποιαδήποτε τυχόν απόπειρα επιβολής του «ευρωπαϊκού κεκτημένου».