Κώστας Μαρούντας
«Το μόνο πράγμα που μας διδάσκει ο θάνατος είναι πως είναι επείγον να αγαπήσουμε» Eric-Emmanuel Schmit
Δεν είναι όλα ακριβώς όπως υποδεικνύει η λογική της αρχικής πρόσληψης από τις ανθρώπινες αισθήσεις ή οι καταγραφές από τους τσελεμεντέδες του πρόχειρου. Κάποιες φορές, τα πιο αναμενόμενα φευγιά είναι τα πιο αναπάντεχα.
Οι πιο κοινωνικές πράξεις είναι οι πιο μοναχικές στιγμές. Τα βαφτιζόμενα ως χειρότερα είναι τα ίδια οι κολυμπήθρες που ονοματοδοτούν (αλλά, και τροχοδρομούν…) τα νέα ξεκινήματα. Η ζωή ξέρει πως στο τέλος θα ηττηθεί από το θάνατο, αλλά δεν παρατάει ποτέ τη μάχη. Ούτε επηρεάζεται παραπάνω από εκεί που αναγκάζεται να ορίσει μέσα πάλης και τακτικές για τη στρατηγική εξυπηρέτηση… Γιατί καταλαβαίνει πως από το είδος του αγώνα που θα δώσει μπορεί να αφήσει τις εντυπώσεις στο θάνατο, αλλά να κρατάει η ίδια την ουσία στα χέρια της. Τα δάκρυα που κυλάνε ενίοτε, είναι προορισμένα για τα αόρατα ρυάκια του εσωτερικού αυτοσεβασμού, αφού έχει αποδειχθεί πολλές φορές πως κάποιοι “ατάραχοι” βράχοι μπορεί και να είναι οι φερετζέδες του υποκριτικά στημένου ή του ασυναίσθητου. Ας είναι. Κάποια θέματα είναι διαχρονικά, δεν θα πάψουν ποτέ να απασχολούν, ενώ αφορούν και στην ανθρώπινη φιλοσοφία και στην ανθρώπινη πρακτική της διαρκούς οικουμενικής καθημερινότητας. Ίσως, στις λίγες περιπτώσεις που δεν γίνεται να τα διαχωρίσεις με τίποτα…
Mπορείς να αποχαιρετίσεις έναν άνθρωπο που έφυγε για πάντα πετώντας του ένα λουλούδι στο φέρετρο, μπορεί όμως να το κάνεις απλά κοιτώντας τον και αναλογιζόμενος επιτόπου τι είναι αυτό που γλύκανε τόσο πολύ την τελευταία εικόνα. Την όψη του προσώπου του που είδες λίγο πριν εισαχθεί στη μόνιμη πλέον κατοικία του (που δεν έχει πόρτα και κουδούνι…) και δεν θα ξεχάσεις ποτέ. Πια, δεν χρειάζονται φωτογραφίες… Γιατί ορισμένες εικόνες τα λένε όλα. Δεν χρειάζεται να ξέρεις κάτι για το παρελθόν, δεν χρειάζεται να ανοίξει το μηχάνημα της σκέψης καν, δεν υπάρχει λόγος για τη σύνταξη ερωτημάτων προς γνώστες και συνοδοιπόρους κάθε μορφής και διαλογής. Βλέπεις και καταλαβαίνεις πολλά. Όλοι θα φύγουμε κάποια μέρα από αυτό το μάταιο κόσμο, το θέμα είναι τι παρακαταθήκη αφήνουμε. Κάποιοι άνθρωποι σήκωσαν τον πήχη ψηλά για να είναι έτσι και αλλιώς δύσκολο το έργο όσων έμαθαν ζώντας κοντά. Για όσους, βέβαια, θέλουμε να το βλέπουμε κάπως έτσι το πράγμα… Στο κάτω-κάτω, τα συναισθήματα που σου γεννάει ο καθένας, τα σπέρνει αυτός, και καλλιεργούνται αμφίδρομα σε μάκρος χρόνου. Έτσι ώστε, η τελευταία εντύπωση να είναι και η παντοτινή…
Κάθε πράξη μετά το θάνατο κάποιου που γίνεται με γνώμονα το δικό του παράδειγμα είναι η μεγαλύτερη παρακαταθήκη πως δεν έφυγε αυτός ποτέ σαν νοηματική ουσία. Η βιολογία έχει τους όρους της, αλλά δεν είναι πάνω από όλα σε ότι αφορά στα ανθρώπινα… Kαι αν πραγματικά αξίζει στη ζωή ο λυρισμός και η ποίηση κάποια στιγμή, ίσως -κατά την προσωπική μου άποψη- να είναι στο σημείο που πρέπει το παρελθόν να σηκώσει το βάρος της καταληκτικής επιβολής μέχρι να ξαναγίνει το κυρίαρχο. Το σημερινό σημείωμα είναι αφιερωμένο στον άνθρωπο που του χρωστάω (πέρα από πολλά άλλα που δεν θέλω να μοιραστώ) όλες τις βάσεις στις οποίες θα στηρίξω από εδώ και πέρα τις επιτυχίες, τις αποτυχίες, τα ωραία και τα άσχημα, χωρίς να κινδυνεύσω με πτώση… Αντίο…
ΥΓ. Υπάρχουν ασθένειες που δεν νικιούνται. Απλά, επιβραδύνονται. Μέχρι οι ίδιες να αποφασίσουν να πατήσουν γκάζι δίνοντας τέλος στους χωροχρόνους που τους “κάπνισε”. Ή μήπως δεν είναι τυχαίο ούτε αυτό; Κάποια φευγιά είναι διαβατήρια (και πτυχία συνάμα…) που παραδίδονται χέρι με χέρι. Ακόμα και από παγωμένα χέρια σωμάτων που εμπιστεύτηκαν με το δικό τους τρόπο τα κλειδιά στον ιδιοκτήτη της ζωής και των έμβιων όντων. Κάποιες απώλειες είναι οι πιο δραστικές παραχωρήσεις σκυτάλης. Αλλά, και τα μεγαλύτερα δώρα που μπορείς να φανταστείς. Όχι σαν θυσίες, αλλά σαν άλλη μια απλόχερη προσφορά έστω και με τρόπο που πονάει. Και σε ενδεδειγμένα timing. Τέλος, όπως έλεγε και ο Φρόιντ “απέναντι σε κάποιον που πέθανε υιοθετούμε μια ιδιαίτερη στάση: κάτι σαν θαυμασμό για κάποιον που τελείωσε μια πολύ δύσκολη δουλειά”…