«Τα στοιχειώδη» του Χρήστου Μποκόρου
04.12.2016, 22:39 | efsyn
Στερνοπαίδι φτωχιάς, πολυμελούς οικογένειας, ο Κοσμάς Μπίλιας, χτυπημένος απ’ τη μοίρα, αγράμματος, κάτοικος Κρεμμυδαρούς, άλλως πώς Δραπετσώνας, προσπαθεί να επιβιώσει αδέσποτος σε παλαιότερες, αλήστου μνήμης δεκαετίες. Σαββατόβραδο και το στομάχι του παίζει ταμπούρλο απ’ την πείνα. Στα λιγοστά σουβλατζίδικα και τις ταβέρνες του συνοικισμού κόσμος πάει κι έρχεται, τρώει, πίνει, γελά, τραγουδά, χορεύει, φλερτάρει, διασκεδάζει. Τους παρατηρεί περίλυπος. Είναι δεν είναι δεκάξι χρόνων. Την επαύριο το πρωί στον Αγιο Διονύση παίρνει τριπλή μερίδα αντίδωρο και δυο σακουλάκια κόλλυβα, που του ανοίγουν, αντί να του κλείσουν, την όρεξη.
Τη στήνει κατά το μεσημεράκι έξω απ’ τον φούρνο του Τσαλίκη, ώσπου βλέπει μια πιτσιρίκα, που εύκολα κάνει ζάφτι, να βγαίνει κρατώντας ταψί με αχνιστό αρνί και πατάτες. Ορμά, αρπάζει τη λαμαρίνα με το λαχταριστό έδεσμα κι όπου φύγει φύγει. Η μικρή μπήγει τις τσιρίδες. Περαστικοί αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει και παίρνουν τον ταλαίπωρο Κοσμά το κατόπι. Μοναδική του έννοια να φάει ό,τι προλάβει. Τρυπώνει λοιπόν σ’ ένα γιαπί κι απιθώνει σε κάτι κλάπες το λάφυρό του. Τον πιάνουν να καταβροχθίζει ένα κομμάτι ψαχνό με τ’ αριστερό και με το δεξί να περιδρομιάζει τα συμπαρομαρτούντα.
Εμφανίζεται μες στον πανζουρλισμό κάποιος αστυφύλακας, οι νοικοκυραίοι τού παραδίδουν τον Μπίλια κι εκείνος τον σέρνει απ’ τ’ αυτί ώς το Τμήμα. Νωρίς τη Δευτέρα περνά την πύλη του αυτόφωρου. Ο ευτραφής δικαστής, που δεν έχει χωνέψει καλά καλά το σχολιανό γιουβέτσι, σκανδαλίζεται παχυλά απ’ το απύθμενο θράσος του αναιδούς τέντι μπόι και ελαφρά τη καρδία, αλλά με βαριά την κοιλιά, του ρίχνει ένα εξάμηνο χωρίς αναστολή. Φώναζε βλέπεις κι ο πατέρας της παθούσης πως έμεινε νηστικός κυριακάτικα. Στην ψειρού βρίσκει επιτέλους τζάμπα μάσες και ξάπλες. Μεσημέρι-βράδυ στήνεται απ’ τους πρώτους στην ουρά για το περίσσευμα, οι εύποροι κρατούμενοι τού προμηθεύουν πορτοκάλια, μήλα, καφέ και τσιγάρα, αρκεί να τους παστρεύει τα λερωμένα τ’ άπλυτα.
Ντουνιά κάλπικε και γιαλαντζί. Μπουγάδα και πακετάκι Καρέλια η ταρίφα. Τον κακομεταχειρίζονται, μα αυτός τους ευγνωμονεί. Εκλαμβάνει και την πιο σβουριχτή σφαλιάρα ως χάδι. Αποφυλακίζεται αποκαλόκαιρο. Το σπίτι τον έχει ξεγράψει. Σεριανίζει στις ακτές του Πειραιά. Ρουφά λαίμαργα αγέρι θαλασσινό και ταξιδεύει τη ματιά του μακριά στην εναργή γραμμή του ορίζοντα. Κοιμάται στο ύπαιθρο, ξενοδοχείο μυριάδων αστέρων, και σιτίζεται σε μαγέρικα, που τον λυπούνται και του πασάρουν τ’ αποφάγια. Με τα πρώτα κρύα νοσταλγεί την ασφάλεια του κελιού.
Ηλιοβασίλεμα δοκιμάζει να κλέψει ένα μοτοσακό, ασχέτως του ότι δεν ξέρει να οδηγάει. Συλλαμβάνεται και καταδικάζεται έναν χρόνο ως υπότροπος. Μ’ αυτά και μ’ αυτά διάγει τον βίο του στην μπουζού ο Κοσμάς· στη στενή πλαταίνει ο κόσμος του. Ιστορίες των πέτρινων χρόνων, θα πείτε. Κι όμως! Γροθιά στο στομάχι η είδηση. Μόλις προχθές στον Βόλο, σαρανταεπτάχρονος άστεγος σπάει το τζάμι αυτοκινήτου με κατσαβίδι. Δεν τον βλέπει κανείς και γι’ αυτό παρουσιάζεται μόνος του. Εξηγεί πως το ’κανε για να φυλακιστεί και να εξασφαλίσει ένα πιάτο φαΐ κι ένα κρεβάτι. Φιλεύσπλαχνος ο ιδιοκτήτης τού Ι.Χ. δεν υποβάλλει μήνυση κι έτσι ο δυστυχής αφήνεται ελεύθερος να λιμοκτονεί στην παγωνιά. Σημεία των καιρών.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: