ΦΩΤΟ: ΛΕΝΑ ΒΛΑΣΤΑΡΑ
Δεν είναι εύκολος μήνας ο Δεκέμβρης. Μία ημέρα πριν από το δημοψήφισμα στην Ιταλία και τις εκλογές στην Αυστρία και λίγο πριν από τις κρίσιμες για τη χώρα μας αποφάσεις του Eurogroup, γυρίζουμε τον χρόνο πίσω 72 χρόνια.
Σαν σήμερα, 3 Δεκεμβρίου 1944 -τότε ημέρα Δευτέρα- στην Αθήνα ξεκινούσε μία ακόμη μάχη, που έμεινε στην Ιστορία ως ο «Μεγάλος Δεκέμβρης».
Οι μάχες των Δεκεμβριανών ξεκίνησαν τυπικά στις 5 του μήνα, ωστόσο ήδη από τις 3 Δεκεμβρίου είχαν πέσει οι πρώτοι νεκροί από σφαίρες της αστυνομίας.
Δεκάδες βιβλία έχουν γραφεί για εκείνες τις 39 ημέρες που διήρκεσαν τα Δεκεμβριανά, σκληρές μάχες με χιλιάδες θύματα έγιναν σε πολλές γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, μεταξύ του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, υπό την καταλυτική επιρροή του ΚΚΕ από τη μια και των βρετανικών, κυβερνητικών και παρακυβερνητικών (Χίτες, ταγματασφαλίτες κ.λπ.) δυνάμεων από την άλλη.
Ηταν το προοίμιο ενός τραγικού Εμφυλίου, που θα ξεκινούσε λίγους μήνες μετά και το αποτέλεσμα μιας νίκης, που δεν πρόλαβε κανείς να χαρεί, καθώς τα Δεκεμβριανά ξεκίνησαν λίγο μετά την απελευθέρωση της Αθήνας (12 Οκτωβρίου 1944).
Ο πόλεμος μπορεί να είχε μόλις τελειώσει, ωστόσο ένας νέος, εξίσου αιματηρός ήταν έτοιμος να ξεκινήσει.
Οι ελπίδες των ταλαιπωρημένων Ελλήνων για δημοκρατία και λαοκρατία, ύστερα από 4 χρόνια τριπλής κατοχής, διαψεύστηκαν.
Λίγες μέρες μετά την αποχώρηση των Γερμανών, κατέφτασαν στην Ελλάδα οι Βρετανοί, με επικεφαλής τον αντιστράτηγο Ρόναλντ Σκόμπι.
Οι Βρετανοί αρχικά αντιμετωπίστηκαν από τον κόσμο ως σωτήριοι σύμμαχοι.
Τους επευφημούσαν, τους αντίκριζαν με ελπίδα και χαμόγελα.
Κανείς τους δεν μπορούσε να φανταστεί πως μια νέα «κατοχή», βρετανική αυτή τη φορά, είχε ήδη αποφασιστεί από Βρετανούς και Ελληνες, σύμφωνα με τους «νέους διεθνείς συσχετισμούς δυνάμεων».
Τοίχοι της Αθήνας διάτρητοι από σφαίρες
Πραγματικά, ίσως να μην υπάρχει άλλη πρωτεύουσα στον κόσμο που να φέρει πάνω της τόσο πολλά ίχνη – σημάδια μιας μάχης που κράτησε έναν μήνα και έγινε πριν από 72 χρόνια.
Στην Αθήνα, στην καρδιά της πόλης (Εξάρχεια, Αμαλίας, Αλεξάνδρας, Ιερά οδός) και κυρίως στις «ανατολικές συνοικίες» όπου οι μάχες ήταν ισχυρές, οι τοίχοι μέχρι και σήμερα βγάζουν τις δικές τους κραυγές, φανερώνοντας τη δική μας ιστορία.
Πολλά από τα κτίρια που μέχρι και πριν από κάποιες λίγες δεκαετίες έφεραν πάνω τους πληγές των Δεκεμβριανών έχουν ασβεστωθεί, αναπαλαιωθεί ή γκρεμιστεί.
Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη στίγματα – ξεβαμμένοι τοίχοι που αποβάλλουν τους πολλαπλούς σοβάδες και φανερώνουν τα κρυμμένα συνθήματα.
Και φυσικά, οι σφαίρες. Πολυκατοικίες ολόκληρες, οι κάτοικοι των οποίων ή δεν ξέρουν ή αρνούνται να μιλήσουν, να ξαναθυμηθούν, να ξαναζήσουν το τότε.
Δύσκολο «τότε». Και αιματηρό.
Αυτή τη «γραμμένη» με μπογιά, με σφαίρες, βλήματα και με βόμβες ιστορία θελήσαμε να αναδείξουμε, καταγράφοντας μια βωβή μα ταυτόχρονα τόσο ηχηρή σιωπή… αυτή των τοίχων της Αθήνας, με σημάδια των Δεκεμβριανών.
Μια μικροϊστορία, με τη ματιά του ερευνητή και όχι του ιστορικού, ο οποίος καταγράφει την αλήθεια που χάνεται στον χρόνο.
Αναμένουμε θεσμοί, πολιτεία, ιστορικοί, αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες να τη μελετήσουν, να την καταγράψουν, να την προστατεύσουν και να την αναδείξουν.
Καισαριανή: το ελληνικό Στάλινγκραντ
⤊ Στην οδό Βασιλέως Αλεξάνδρου, στην Καισαριανή, μέχρι και τις αρχές του ’90 ένα μπαλκόνι έστεκε με ένα ξύλινο Κ (από το ΚΚΕ) στην άκρη της φωτογραφίας κάτω από το παράθυρο, καρφωμένο στον τοίχο, και τις τέσσερις σημαίες –Βρετανίας, ΗΠΑ, ΕΣΣΔ και Ελλάδας– ζωγραφισμένες στο πλάι του. Το σπίτι αυτό ήταν παλιό στρατηγείο του ΕΛΑΣ. Το καρφωμένο «Κ» έμεινε εκεί πάνω από μισό αιώνα, «επέζησε» από εμφυλίους, δικτατορίες και δημοκρατίες και τελικά «έπεσε ηρωικά», μαζί με όλο το οίκημα. Στη θέση του σήμερα υπάρχει μια πολυκατοικία.
«Σαράντα επτά μάχες έδωσε ο ΕΛΑΣ της Καισαριανής μέχρι την απελευθέρωση. Απ’ αυτές, εικοσι εννέα μόνο μέσα στον Αυγουστο του ’44. Εκείνο τον Αύγουστο, μόνο δύο μέρες δεν ακούστηκαν τουφεκιές», γράφει στα απομνημονεύματά του ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ στην Καισαριανή, Παναγιώτης Αρώνης, που έφυγε από τη ζωή πέρυσι.
Το «ελληνικό Στάλινγκραντ»: έτσι ονομάστηκε η Καισαριανή, καθώς καμία από τις 47 παραπάνω μάχες δεν έχασε ο ΕΛΑΣ.
Ο στρατηγός Τσακαλώτος έγραψε πως«στη συνοικία αυτή σημειώθηκε ο σκληρότερος αγώνας των Δεκεμβριανών»!
Το ρέμα του Ηριδανού, αρχαίο ποτάμι που δεν υπάρχει πια, τότε ήταν το φυσικό σύνορο (εκεί όπου σήμερα είναι ο δρόμος της πανεπιστημιούπολης) ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και στην ταξιαρχία του Ρίμινι.
Τα τανκς των Βρετανών μπόρεσαν να μπουν στη συνοικία μόνο κατά το τέλος του Δεκέμβρη, όταν πλέον η μάχη είχε σχεδόν κριθεί.
Τότε, οι δυνάμεις του Σκόμπι προχώρησαν σε γενική επίθεση. Αντρες και γυναίκες του ΕΛΑΣ περνούσαν, έχοντας κάνει τρύπες, από σπίτι σε σπίτι, για να μην τους βρίσκουν.
«Ενας ολόκληρος τοίχος έπεσε επάνω μου εξαιτίας των πυρών», είχε δηλώσει ο Χρήστος Παπακωνσταντίνου, αγωνιστής τότε.
«Ευτυχώς φορούσα ένα γερμανικό κράνος και γλίτωσα. Ερχότανε τανκς με στρατιώτες. Αρχίζω να ρίχνω με το μυδράλιο. Αλλά πού να πάθουν κάτι τα άρματα! Τα λέγαμε, “μεγαθήρια”. Ηθελαν πιο βαρύ οπλισμό, που εμείς δεν διαθέταμε. Τότε μπήκε μέσα στο τετράγωνο με τις πολυκατοικίες, πηδώντας από μπαλκόνι σε μπαλκόνι. Ρίχνουν, ακούω ένα μπαμ και είχε φύγει όλη η γωνία».
Εκεί, στις λαϊκές πολυκατοικίες, που είχαν αδειάσει από τον κόσμο (βλέπε μαρτυρία Δημήτρη Χατζηδημητρίου), έμεναν οι υπερασπιστές της συνοικίας.
«Μας φέρανε έναν όλμο και δεν ξέραμε πώς να τον χειριστούμε. Ο αδερφός μου είχε γυρίσει από την Αλβανία, ολμιστής. Ηξερε να χειριστεί το λάφυρο από τους Γερμανούς. Μόλις ήταν έτοιμος να στοχεύσει, ένα βλήμα όλμου του εχθρού έπεσε και τον σκότωσε», έχει πει ο αγωνιστής Νίκος Παπαθανασίου πριν από λίγα χρόνια.
«Το βράδυ έριχναν φωτοβολίδες για να βλέπουν τις κινήσεις των ανταρτών», είναι η μαρτυρία της Μαρίας Χαρίτου, νοσοκόμας του ΕΛΑΣ τότε.
«Δεν σταμάτησαν ποτέ να πυροβολούν. Η Καισαριανή είχε αδειάσει τελείως… Ειδικά το τετράγωνο (“κάστρα-παράγκες” το λέγαμε) ρημάχτηκε. Εκεί πολεμούσαν άντρες και γυναίκες. Η Ξένη, η Εύα, η Ευτυχία, όλες με αυστηρή πειθαρχία. Τι να το κάνεις… ήταν άνιση μάχη ο Δεκέμβρης».
Σήμερα, στα «κάστρα-παράγκες» ζουν μετανάστες δεύτερης γενιάς, Ελληνες, νέα παιδιά αλλά και μεγαλύτεροι.
Κάποιοι θυμούνται ακόμη το τότε. Δυστυχώς, το τετράγωνο έχει υποστεί αρκετές παρεμβάσεις (χρώματα, air condition, κατασκευές).
Μόνο μία πινακίδα του δήμου θυμίζει τι έγινε εκείνο τον Δεκέμβρη και ένα τεράστιο γκράφιτι.
Mαρτυρία Δημήτρη Χατζηδημητρίου 88 ετών, Καισαριανή
Ο Δημήτρης Χατζηδημητρίου, 88 χρόνων σήμερα, μένει ακόμη σε ένα από τα σπίτια στο «τετράγωνο του Δεκέμβρη», όπως μας το χαρακτήρισε, αναφερόμενος στο τετράγωνο πολυκατοικιών μεταξύ των οδών Βρυούλων, Φωκαίας, Τζων Κέννεντυ και Ηρώων Πολυτεχνείου, δίπλα στον κεντρικό δρόμο της Καισαριανής.Ο κ. Χατζηδημητρίου ήταν 15 ετών όταν ξεκίνησαν τα Δεκεμβριανά και διέμενε στο ίδιο σπίτι όπως και σήμερα, 72 χρόνια μετά.
«Ηταν τόση η ένταση των γεγονότων που δεν μπορούσαμε να μείνουμε στα σπίτια μας. Το βλέπεις μέχρι σήμερα – πόσες σφαίρες, ακόμη και ρίψεις όλμων γίνονταν εδώ και βομβαρδισμοί από εγγλέζικα αεροπλάνα. Τα σημάδια αυτά μαρτυρούν την αλήθεια όσων σου λέω.
Εγιναν πολλές και σκληρές μάχες σε όλη την περιοχή και ιδιαίτερα στο δικό μας τετράγωνο. Μαζευτήκαμε, ο πατέρας μου, η μητέρα μου, ο αδελφός μου, η αδελφή μου και ο γαμπρός μου, ανεβήκαμε στον Υμηττό και κατεβήκαμε από την άλλη μεριά, ώσπου φτάσαμε στα Σπάτα.
Ο αδερφός μου ήταν άρρωστος και τον μεταφέραμε στην πλάτη. Με τα πόδια και τον αδερφό μου στην πλάτη, ανεβήκαμε το βουνό και το κατεβήκαμε ώστε να φτάσουμε στα Σπάτα. Εγώ ερχόμουν μια μέρα την εβδομάδα και έβλεπα τι γινόταν…».
Τα σημάδια των Βρετανών
«Στο πάρκο που σήμερα είναι αυτοδιαχειριζόμενο, ήταν η κλινική του Γερουλάνου που μετέπειτα την έδωσε στον γαμπρό του τον Σμπαρούνη. Εκεί έγινε μεγάλη μάχη, που ονομάζεται και μάχη του Χημείου και μάχη των Εξαρχείων, στην οδό Αραχώβης και σε πολλούς άλλους δρόμους.
Οταν δεν υπήρχαν μάχες, εμείς σαν παιδιά, παίζαμε»
Μαρτυρία Χρήστου Ενισλείδη 84 ετών, Εξάρχεια
«Γεννήθηκα το 1932, με τα Δεκεμβριανά ήμουν 12 χρόνων. Μεγάλωσα στην οδό Δαφνομήλη, είναι η συνέχεια της οδού Σίνα.
Είμαι γέννημα-θρέμμα κάτοικος Νεάπολης, ο παππούς μου εγκαταστάθηκε εκεί το 1897. Πολύ λίγα σπίτια υπήρχαν τότε και χαμηλά.
Ακόμη υπάρχουν στην περιοχή κάποια μισοχαλασμένα χαμηλά σπίτια, που είχε χτίσει ο παππούς μου με τα χέρια του.
Το σχολείο μου ήταν στην οδό Σίνα 70, έργο του Πικιώνη, 100 μέτρα από το Γαλλικό Ινστιτούτο.
Θυμάμαι πολύ καθαρά τη μέρα της απελευθέρωσης 12 Οκτωβρίου του 1944. Ηταν πολύ όμορφη μέρα, μεγάλη μέρα, γέλια, χαρές, ο ένας φιλούσε τον άλλο, χόρευαν στους δρόμους παραδοσιακούς χορούς.
Δεν είχαμε σχολείο και τρέχαμε να γεμίσουν τα μάτια μας.
Είδα τα τελευταία αυτοκίνητα των Γερμανών, πρέπει να ήταν ασυρματοφόρα, ξεχώριζαν από τις μεγάλες κεραίες, και πίσω τους μοτοσικλετιστές.
Θυμάμαι τον λόγο του Παπανδρέου στο Σύνταγμα, ήμουν εκεί. Από τον εξώστη του υπουργείου Δημοσίων Εργων και Συγκοινωνιών. Πολύς κόσμος και κάτω στην πλατεία και πάνω.
Φώναζε ο κόσμος “Λαοκρατία-Λαοκρατία”. Και ο Παπανδρέου είπε: “Πιστεύουμε εις την λαοκρατία, αλλά όχι στην οχλοκρατία”.
Δεν θυμάμαι παρουσία ΕΛΑΣιτών ή ανταρτών εκείνη τη μέρα.
Θυμάμαι πάρα πολλά συνθήματα, ακόμα και επί Κατοχής, ακόμα και στην οδό Δαφνομήλη.
Οι μεν αριστεροί, το ΕΑΜ με κόκκινη μπογιά, η ΕΠΟΝ με πράσινα γράμματα, οι δε δεξιοί (οργάνωση Χ, Ιερά Ταξιαρχία) με μπλε μπογιά. Θυμάμαι σύνθημα του ΕΛΑΣ “τον Κουρεμένο τον σκότωσαν άνθρωποι του Ράλλη”, αλλά δεν ξέρω σε ποιον αναφέρονταν.
Θυμάμαι τους Αγγλους, μια που είχαν έρθει το 1940, με το μέτωπο της Αλβανίας, αλλά και μετά το 1944.
⟰ Mαρτυρία Χρήστου Ενισλείδη: “Η πολυκατοικία έπεσε και σκόρπισε σα σελίδες βιβλίου. Το θυμάμαι. Αλλοι έλεγαν πως την έριξαν τάνκς, που δεν το πιστευω. Αλλοι, οι ίδιοι ο ΕΛΑΣίτες. Το πιθανότερο είναι να έπεσε από βομαβαρδισμούς των Αγγλων, καθώς ήταν κέντρο των ανταρτών, με φαρμακείο κ.λπ”
Κοροϊδεύαμε εμείς, παιδάκια τότε, και τραγουδούσαμε “όλα ρία όλα ρα, παίζει λόρδα η κοιλιά!”…
Τα παιδιά σε όλους τους πολέμους είναι παιδιά. Θυμάμαι με τα Δεκεμβριανά, ήμασταν πίσω από τους ΕΛΑΣίτες και μαζεύαμε τους κάλυκες από τις σφαίρες και παίζαμε.
Εμείς το βλέπαμε σαν παιχνίδι. Βάζαμε κάποιους κάλυκες και παίζαμε αμάδες.
Ρίχναμε μια πλάκα προς ένα συγκεκριμένο σημείο και όσους έπαιρνε η πλάκα, τους κέρδιζε αυτός που είχε ρίξει.
Παίζαμε και βόλους και πολλά άλλα παιχνίδια. Ανάμεσα στις σφαίρες κι εμείς με τα παιχνίδια μας – κάναμε τις σφαίρες παιχνίδι.
Ακόμη και ένα χάρτινο καπελάκι που έγραφε επάνω ΕΛΑΣ, το είχα και δεν το ‘βγαζα από το κεφάλι μου.
Με τα Δεκεμβριανά, θυμάμαι τους φοιτητές που ήρθαν από το Χημείο και φώναζαν “Απεργία!”. Τότε καταλάβαμε ότι γίνεται κάτι σοβαρό.
Ολο τον Δεκέμβρη δεν κάναμε σχολείο. Τρέχαμε στους δρόμους, όλη μέρα στη γύρα, να βρούμε λίγο φαγητό και παίζαμε – για μας τα πάντα ήταν παιχνίδι.
Το ξαναλέω: Τα παιδιά είναι πάντα παιδιά.
Η οικογένειά μου δεν ανακατεύτηκε στα Δεκεμβριανά, αλλά θυμάμαι πολλά παιδιά που πήγαν είτε από τη μια μεριά είτε από την άλλη.
Καθώς η συνοικία δεν ήταν αριστοκρατική, μάλλον μεσοαστική, οι περισσότεροι ήταν με το ΕΑΜ.
Στην αρχή ήταν όλοι μαζί, αλλά στη συνέχεια… Το αίμα, βλέπεις. Το αίμα άρχισε να χωρίζει τους ανθρώπους…
Τους θυμάμαι όλους με τα ονόματά τους. Ποιος ήταν σε ποια οργάνωση. Μα κανένα όνομα δεν θα πω, καθώς μπορεί να ζούμε ακόμη.
Στο πάρκο που σήμερα είναι αυτοδιαχειριζόμενο, ήταν η κλινική του Γερουλάνου που μετέπειτα την έδωσε στον γαμπρό του τον Σμπαρούνη.
Εκεί έγινε μεγάλη μάχη, που ονομάζεται και μάχη του Χημείου και μάχη των Εξαρχείων, στην οδό Αραχώβης και σε πολλούς άλλους δρόμους.
Θυμάμαι ένα σπίτι που η οροφή του έμοιαζε με παγόδα και είχε γίνει διάτρητη από τις σφαίρες.
Εγιναν πολλές μάχες, με πυρά από τον Λυκαβηττό, από τον λόφο του Στρέφη και από πολλά άλλα σημεία. Σφαίρες και όλμοι που έπεσαν και μέσα στα σπίτια μας.
Την Πρωτοχρονιά του 1945 έπεσαν πενήντα όλμοι. Θυμάμαι το περιστατικό που ένα βλήμα όλμου (μια άλλη μέρα) έκοψε το χέρι μιας νεαρής κοπέλας. Ελένη την έλεγαν.
Τον γιατρό που περιποιήθηκε το τραύμα της τον έλεγαν Αλυγιζάκη. Κρεμόταν το χέρι της. Το θυμάμαι πολύ έντονα. Κρεμόταν, το έκοψε και το είχε βάλει κάτω από το κρεβάτι. Η μητέρα της Ελένης είχε σκοτωθεί νωρίτερα…
Οταν δεν υπήρχαν μάχες, εμείς σαν παιδιά, παίζαμε. Ολο τον Δεκέμβριο σφύριζαν οι σφαίρες, αδέσποτες και μη.
Πολύς κόσμος σκοτώθηκε από αδέσποτες σφαίρες. Δεν υπήρχε φαγητό. Κόσμος έσπαζε τα μαγαζιά για να βρει κάτι να φάει. Δεν υπήρχαν ούτε ξύλα, ήταν μέσα του χειμώνα, ο κόσμος είχε αγριέψει.
Θυμάμαι πως από τους βομβαρδισμούς γκρεμίστηκε ένα σπίτι και έμεινε μόνο η πόρτα του σαλονιού.
Σε μια φωτογραφία του Κεσέλ, υπάρχει μόνο το ένα φύλλο της πόρτας, το άλλο λείπει. Αυτό που λείπει, το είχαμε πάρει εμείς – εγώ και ένας φίλος μου.
Το κουβαλάγαμε για να το κάψουμε για ξύλα. Κάποια στιγμή, μας κατάλαβαν κι άρχισαν να πυροβολούν προς τη μεριά μας.
Μικρά παιδιά ήμασταν, πετσί και κόκαλο, βάλαμε το πορτόφυλλο ως προκάλυμμα, να φυλαχτούμε από τις σφαίρες.
Μείναμε εκεί, στην άκρη του δρόμου, μέχρι που βράδιασε, σταμάτησαν οι πυροβολισμοί και στη συνέχεια απομακρυνθήκαμε με την πόρτα που την κάναμε ξύλα για τη σόμπα.
Απέναντι από τον Αγ. Νικόλαο υπήρχε ένα καφενείο, όπου πήγαιναν και ΕΛΑΣίτες και Χίτες.
Στη γωνία Σεργίου Πατριάρχου και Δαφνομήλη ήταν ένα εξωτερικό φυλάκιο, μια σκοπιά.
Εκεί ήταν ένας Κρητικός, με αυτόματο όπλο, που είχε το παρατσούκλι “Αφάσκιωτος”. Το όπλο του έπαθε εμπλοκή και θυμάμαι ότι ήρθε ένας αξιωματικός που λεγόταν Κολοκοτρώνης και του ξεμπλόκαρε το όπλο, αλλά αυτό λίγο μετά μπλόκαρε πάλι.
Σιγά σιγά πύκνωσαν οι σφαίρες, εμείς μέναμε κρυμμένοι. Κάποια στιγμή είδα τον Νίκο Τσίρο, ένα νέο παιδί της γειτονιάς, που κρατούσε ένα ιταλικό όπλο, μια αραβίδα (ξεχώριζε από την αναδιπλούμενη ξιφολόγχη).
Κάπως έκανε να δει από πού έρχονταν οι σφαίρες και μια από αυτές τον χτύπησε στην καρδιά. Το είδα μπροστά στα μάτια μου σε απόσταση 30-40 μέτρων.
Τον πήραν και τον πήγαν σε ένα μπακάλικο. Απέναντι έμενε ο Αλυγιζάκης ο γιατρός, αλλά από τις σφαίρες δεν μπορούσε να βγει.
Και πάλι ο Κολοκοτρώνης έβγαλε το όπλο του και διέταξε τον γιατρό να βγει. Αυτός έβγαλε την άσπρη του μπλούζα, σαν λευκή σημαία, να σταματήσουν οι σφαίρες να περάσει τον δρόμο.
Εφτασαν κοντά στο Νίκο, τον γύρισαν μπρούμυτα και τότε είδαμε τα αίματα από το χτύπημα που είχε δεχθεί.
Μια τεράστια τρύπα στο πίσω μέρος της πλάτης. Ηταν μικρός, νεαρό παιδί. Είπαν πως δέχτηκε σφαίρα που έσκαγε μέσα στο σώμα. Στα μάτια μου μπροστά έγινε.
Τα Δεκεμβριανά άρχισαν να τελειώνουν με τα Φώτα, εδώ στο κέντρο. Στα περίχωρα οι μάχες συνεχίζονταν.
Ο ΕΛΑΣ οπισθοχωρούσε, αλλά με μάχες. Δεν σταμάτησε να αγωνίζεται ώς το τέλος…
Τι να πεις σήμερα; Πώς να τα πιάσεις όλα αυτά που έζησες, άκουσες, ένιωσες εσύ αλλά και οι φίλοι σου, οι γείτονές σου, και να τα βάλεις στη ζυγαριά;
Σ’ το λέω, το αίμα χωρίζει τους ανθρώπους. Στον πόλεμο σκληραίνει ο άνθρωπος… ».
Οι Αγγλοι οχυρωμένοι στην Ακρόπολη
Οι Αγγλοι και οι κυβερνητικοί και παρακρατικοί σύμμαχοί τους είχαν οχυρωθεί στην Ακρόπολη (παρ’ όλο που είχε συμφωνηθεί ο Παρθενώνας και η γύρω περιοχή να μείνουν εκτός ζώνης πυρός), καθώς και στον Λυκαβηττό, τη Βουλή των Ελλήνων και άλλα παρόμοια μέρη, στρατηγικής σημασίας, όπου θα είχαν το συγκριτικό πλεονέκτημα.
Βομβάρδισαν ανελέητα την πρωτεύουσα με αεροσκάφη «Σπιτφάιαρ» και «Μποφάιτερ», είχαν εγκαταστήσει παντού ελεύθερους σκοπευτές και οχυρώνονταν πάνω στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης με οπλοπολυβόλα.
Παράλληλα, χρησιμοποίησαν το ίδιο έμψυχο υλικό όπως οι Γερμανοί, δηλαδή τους προδότες γερμανοτσολιάδες, ταγματασφαλίτες, χωροφύλακες, δωσίλογους, συνεργάτες ακόμα και ποινικούς οι οποίοι πρόσφεραν «αφιλοκερδώς» την πολύτιμη «πατριωτική» βοήθειά τους για να αποτραπεί, αφ’ ενός ο κομμουνιστικός κίνδυνος και αφ’ ετέρου να τη γλιτώσουν οι ίδιοι, που ήταν υπόδικοι.
Τραγούδια
(παραθέτουμε απόσπασμα από το κείμενο της αγωνίστριας Βούλας Δαμιανάκου, «Το αντάρτικο τραγούδι», από το βιβλίο «Τα αντάρτικα τραγούδια», εκδόσεις τετράδιο, Αθήνα, 1976)
«Γενικά ο λαός τραγούδησε τον αγώνα του από την αρχή έως το τέλος.
Σ’ όλες του τις εκφάνσεις κι ακόμη και τον φοβερό Δεκέμβρη που έχασε τη μάχη, σίγουρος για την τελική του νίκη, υποχωρούσε από την Αθήνα τραγουδώντας αισιόδοξα:
“Μας πήραν την Αθήνα, ΕΑΛ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ
μας πήραν την Αθήνα, ζουμ τριαλαλό
μόνο για ένα μήνα κάπα κάπα έψιλον
κουκου κουκουέ”
“Μόνο για ένα μήνα” και όχι “μέσα σε ένα μήνα”, όπως κακώς έχει αποδοθεί. Ποιος συγχωρούσε τέτοια κατάρα!
Δεν υπήρχε ούτε σκιά ηττοπάθειας. Ο λαός πίστευε απόλυτα στην ηγεσία του και στις υποσχέσεις της πως οπωσδήποτε η λαϊκή δημοκρατία είναι εξασφαλισμένη, ακόμη δεν υπήρχε Βάρκιζα, αγνοούσε τη Γιάλτα και πάνω απ’ όλα, είχε τα όπλα».