Σπύρος Γεωργάτος
Σπάνια προεκλογικό σύνθημα έχει συμπυκνώσει τόσα πολλά όσο το εκείνο το προκλητικό «ή εμείς ή αυτοί» που ακούστηκε το 2012.
Η εύκολη ερμηνεία αυτού του συνθήματος, που κάρφωνε στον αέρα τη φενάκη της επίπλαστης συναίνεσης όλων πλήν ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ, ήταν η εξής: ή εμείς, οι άφθαρτοι της Αριστεράς, ή οι άλλοι, της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ που έφεραν τον τόπο στο χείλος της καταστροφής.
Πολωτικό, διχαστικό, μπορεί κανείς να το πει όπως θέλει, αλλά το «ή εμείς ή αυτοί» εξέφραζε την ωμή αλήθεια και απέδιδε χωρίς ωραιοποιήσεις την ανατομία ενός πολιτικού συστήματος που είχε προ πολλού διαρραγεί.
Αρκετά χρόνια μετά, το σύνθημα αυτό ξαναγίνεται επίκαιρο.
Αυτή τη φορά προσλαβάνει όμως ένα καινούργιο περιεχόμενο.
«Αυτοί» δεν είναι πλέον η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, αλλά και κάποιοι άλλοι.
Κι «εμείς» δεν είμαστε πλέον οι άσπιλοι κι αμόλυντοι της Αριστεράς, αλλά κι εκείνοι στους οποίους δεν πάει εύκολα ο νους των επικοινωνιολόγων και των κατ’ επάγγελμα «κομματικών».
Η νέα διχοτομία, που είναι πιο βαθειά και πιο σκληρή, διατέμνει την πολιτική συγκυρία σε τρία επίπεδα.
Στο πρώτο επίπεδο, «εμείς» είναι η χώρα, η εξαθλιωμένη Ελλάδα συν οι πρόσφυγες, ενώ «αυτοί» είναι οι ηγεμονικές δυνάμεις της Ευρώπης.
Από όσα ρητά λέγονται, αλλά κι από τα συμφραζόμενά τους, προκύπτει πλέον μια βάσιμη υποψία: ότι όσες υποχωρήσεις κι αν κάνει η ελληνική πλευρά, όσο πιστά και εάν εφαρμόσει η κυβέρνηση τα όσα συμφωνήθηκαν τον Ιούλιο του 2015, δεν πρόκειται να καταφέρει την ουσιαστική αναδιαρθρωση του χρέους.
Όσο στην Ευρώπη βασιλεύει ο γερμανικός ηγεμονισμός οι πόρτες είναι ερμητικά κλειστές. Τελεία και παύλα.
Χώρος και χρόνος για άλλες αυταπάτες δεν υπάρχει.
Από αξιολόγηση σε αξιολόγηση, η ελληνική κοινωνία περνάει κάθε φορά το ίδιο μαρτύριο.
Η εποπτεία επιτείνεται και στενεύει.
Ο δε κορσές των μέτρων και των «απαραίτητων μεταρρυθμίσεων» επεκτείνεται πια σε όλα τα ζητήματα της δημόσιας ζωής, από τα αμιγώς οικονομικά έως τα απολύτως θεσμικά.
Με θηριώδη πλεονάσματα και άλλες δεσμεύσεις τις προσεχείς δεκατίες είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα καταλήξουμε σε μια διαδικασία διαρκούς μνημονίου, στο συνεχές του οποίου θα εξαϋλωθεί κάθε ίχνος λαϊκής κυριαρχίας και κάθε προοπτική ανάκαμψης –αφού ο εθνικός πλούτος και η εθνική περιουσία θα συνεχίσουν να απομειώνονται με εκθετικό ρυθμό μέχρι να εξαφανισθούν εντελώς.
Αυτό το πλαίσιο είναι ήδη συνθλιπτικό.
Αν προσθέσει κανείς και τον κίνδυνο τυχοδιωκτισμών εκ μέρους της γείτονος χώρας, η εικόνα παίρνει φωτιά.
Και η ευθύνη αυτών που βρίσκονται στα πράγματα αρχίζει να προσμετράται με εντελώς άλλους όρους.
Στο δεύτερο επίπεδο, «εμείς» είναι η Αριστερά, η κυβερνώσα και η άλλη, ενώ «αυτοί» είναι οι σύμμαχοί της, νυν και μελλοντικοί.
Η εικόνα της «συνεύρεσης» βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, των ΑΝΕΛ και της ΧΑ είναι η επιτομή μιας αφύσικης και άκρως επικίνδυνης κατάστασης.
Το να χαρακτηρίζει ο «σύμμαχος» κ. Κατσίκης τους έχοντες διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό ακατάλληλους ως δασκάλους από το βήμα της Βουλής και αυτό να μην έχει συνέπειες είναι όχι μόνο χυδαίο, αλλά και πολιτικά ασυγχώρητο.
Το να απειλεί ο Καμμένος να ρίξει την κυβέρνηση έτσι θελήσει ο Αρχιεπίσκοπος είναι απαράδεκτο.
Και το να απολύεται ο υπουργός Παιδείας γιατί επιχείρησε να εξορθολογίσει κάπως το πλαίσιο της διδασκαλίας των θρησκευτικών –προφανώς με τη συναίνεση της πολιτικής ηγεσίας- είναι κορυφαίο.
Όσο «χαριτωμένα» κι ήταν τα τραινάκια του Καμμένου πριν τις εκλογές, όσο διασκεδαστική κι ήταν η εικόνα του υπουργού εθνικής άμυνας με τη στολή παραλλαγής, όσο «αθώα» κι αν ήταν για ένα διάστημα τα διάφορα ελληνοκεντρικά και τα ψωροπερήφανα, τώρα πλέον όλα αυτά δεν είναι παρά σαφείς εκδηλώσεις μιας ομηρίας.
Ομηρίας μιας δημοκρατικής –και στο τέλος-τέλος πλειοψηφικής- δύναμης της Αριστεράς από έναν περιθωριακού μεγέθους κυβερνητικό εταίρο που τον καθηλώνει η υπερ-συντηρητική πολιτική του καταγωγή και το υπαρξιακό του άγχος.
Ο Καμμένος μπορεί να είναι συνεπής προς τον εαυτό του και κατά κάποιο τρόπο πιστός στις συμφωνίες που έχει συνάψει, αλλά η κυβέρνηση δεν είναι η εθνική ποδοσφαιρική ομάδα.
Αρκεί κανείς να διαβάσει με προσοχή την (πολύ μετρημένη) απάντηση του τουρκικού υπουργείου εξωτερικών στις δηλώσεις του υπουργού εθνικής άμυνας για να καταλάβει πόσο επικίνδυνα είναι και πόσο ελαφρά είναι εκέινα που λέγονται από τον πολιτικό πρϊστάμενο των ενόπλων δυνάμεων.
Αρκεί να θυμίσει κανείς το αντικομμουνιστικό παραλήρημα του Αρχιεπισκόπου για να συνειδητοποιήσει αυτό που ήδη αναφέρθηκε προηγουμένως: ότι οι ευθύνες της κυβέρνησης αρχίζουν να προσμετρώνται πλέον με εντελώς άλλους όρους.
Τέλος, στο τρίτο επίπεδο, «εμείς» είναι η ανιδιοτελής «συνιστώσα» του ΣΥΡΙΖΑ και το ενεργό τμήμα της κοινωνίας, δηλαδή όσες και όσοι επί δυο χρόνια έδωσαν τον καλύτερο ευατό τους για να περισωθεί ό,τι περισώζεται.
Και «αυτοί» είναι όσοι στην νέα διακυβέρνηση είδαν πεδίον δόξης λαμπρόν για να σταδιοδρομήσουν και να επιτύχουν ό,τι δεν πέτυχαν μέχρι τώρα στην καρριέρα τους.
Προεξάρχον παράδειγμα από την πρώτη κατηγορία εκείνο του Ευκλείδη Τσακαλώτου, ο οποίος πραγματικά έχει λιώσει στα πόδια του για να πετύχει κάτι στο Γιούρογκρουπ.
Οι «άλλοι» όμως, κάποιοι παρατρεχάμενοι, απολίτικοι, μπλαζέ τύποι που υπερτιμούν τις ικανότητές τους χωρίς να τους εμπιστεύεται κανείς, τι δουλειά έχουν;
Αυτό το πολιτικό προσωπικό θα αναστηλώσει το Κράτος Προνοίας και την Οικονομία μέσα στο σκηνικό μιας βαθειάς κρίσης;
Δεν υπαινίσσομαι κατά κανέναν τρόπο να μαζευτούν «οι καλοί» από όλα τα κόμματα και να πολεμήσουν «τους κακούς».
Αυτές είναι πλαστές και ύποπτης προελεύσεως ομαδοποιήσεις.
Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία υπάρχουν οργανωμένοι πολιτικοί φορείς που διεκδικούν ο καθένας από την πλευρά του την ψήφο και τη συγκατάθεση του κόσμου.
Αλλά βέβαια μέσα σε κάθε πολιτικό σχηματισμό διεξάγεται μια διαπάλη –ομολογημένη ή ανομολόγητη- ανάμεσα σε δυνάμεις με διαφορετικές προθέσεις και αφετηρίες.
Οι διακομματικές συμφωνίες και οι πολιτικές συναινέσεις είναι ευχής έργον, αν υπάρχει πράγματι ένας κοινός τόπος ανάμεσα σε δυνάμεις με συγγενές ηθικο-ιδεολογικό υπόβαθρο και προγραμματικές στοχεύσεις.
Εκείνο που είναι όμως καταστροφικό είναι η ο καιροσκοπισμός και η πολιτική αγυρτία, μέσα και ανάμεσα στα διαφορετικά κόμματα -γιατί αυτό αλλοιώνει την ουσία της αντιπροσώπευσης και αναιρεί την καταστατική αρχή της δημοκρατίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως «άφθαρτος» πολιτικός φορέας, ανέλαβε να κυβερνήσει με ειλικρίνεια και με αρετή.
Όσο σιγά-σιγά χάνει το ηθικό του πλεονέκτημα, το λέω για τρίτη φορά, τόσο γίνεται ολοένα και πιο φανερό ότι οι ευθύνες της ηγεσίας του θα προσμετρηθούν με εντελώς άλλο -από εκείνον που νόμιζε- τρόπο.
Κι αυτό είναι κρίμα, τόσο για έναν 40χρονο πολιτικό όπως ο Αλέξης Τσίπρας όσο και για όλους εκείνους που στρατεύθηκαν στην ιερή υπόθεση της σωτηρίας του τόπου και στην πραγματική ανανέωση της ελληνικής Αριστεράς.