Επιστημονικές μελέτες που δημοσιεύονται κατά καιρούς συνδέουν την επιληψία στα
παιδιά με διάφορους παράγοντες και συμπεριφορές που αφορούν στην υγεία της μητέρας. Πρόσφατα μια έρευνα συνέδεσε την πιθανότητα επιληψίας στο παιδί με τη
ρευματοειδή αρθρίτιδα στη μητέρα, ενώ μια παλαιότερη είχε ενοχοποιήσει τη λήψη
αντιβιοτικών από τη μητέρα κατά τη διάρκεια της κύησης.
Στην περίπτωση της πρώτης μελέτης, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Neurology, οι
ερευνητές του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Κοπεγχάγης ανέλυσαν στοιχεία για σχεδόν 2 εκατομμύρια παιδιά για διάστημα 16 ετών. Από αυτά, τα 31.500 (1,6%)
εμφάνισαν επιληψία, ενώ τα 13.500 (0,7%) γεννήθηκαν από μητέρες με ρευματοειδή
αρθρίτιδα.
Τα παιδιά των οποίων οι μητέρες είχαν ρευματοειδή αρθρίτιδα κατά τη στιγμή της γέννας, ήταν 90% πιθανότερο να εμφανίσουν επιληψία αργότερα. Το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 26% για τα παιδιά των οποίων οι μητέρες διαγνώστηκαν με ρευματοειδή αρθρίτιδα μετά τον τοκετό.
Στην δεύτερη έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό PLOS ONE, επιστημονική ομάδα του Νοσοκομείου Great Ormond Street και του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, μελέτησε 200.000 παιδιά στη Μ. Βρετανία.
Παρατηρήθηκε λοιπόν ότι τα παιδιά που είχαν εκτεθεί γενικώς σε αντιβιοτικά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης δεν κινδύνευαν να εκδηλώσουν επιληψία. Όμως, για κάθε μια από τις 150 εγκύους που πήρε μακρολίδη αντί για πενικιλίνη, οι ερευνητές κατέγραψαν ένα επιπλέον παιδί που γεννήθηκε με εγκεφαλική παράλυση ή επιληψία.
Η λέξη «επιληψία» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ιπποκράτη και η ιδέα
ότι ο επιληπτικός καταλαμβάνεται από υπερφυσικές θεϊκές ή δαιμόνιες δυνάμεις, έκανε τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι η επιληπτική κρίση ήταν ένας κακός οιωνός.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι επιληψία είναι η τάση που έχουν ορισμένα άτομα να παρουσιάζουν σπασμούς ή κρίσεις ή επεισόδια. Στον κόσμο υπάρχουν περίπου 50 εκατομμύρια άτομα με επιληψία (40 εκατομμύρια στις αναπτυσσόμενες χώρες και 10
εκατομμύρια στις αναπτυγμένες χώρες). Στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 100.000 άτομα με επιληψία.
«Δεν είναι νοητική ασθένεια και στις περισσότερες περιπτώσεις αντιμετωπίζεται επιτυχώς με φάρμακα.. Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τύποι επιληψίας. Κάποιοι από
αυτούς είναι ήπιας μορφής και αντιμετωπίζονται εύκολα, ενώ άλλοι είναι πιο σύνθετοι και επιλεγμένοι και κάποιες φορές σχετίζονται με άλλες μορφές αναπηρίας. Το πιο συνηθισμένο είδος επιληψίας στα παιδιά είναι καλοήθες και ήπιας μορφής, μερικές φορές δε, δεν χρειάζεται να αντιμετωπιστεί με φάρμακα», εξηγεί ο Μηνάς Καπετανάκης, MD, PhD c, Παιδίατρος – ειδικός Παιδονευρολόγος, Διδάκτωρ Παιδονευρολογίας στο Πανεπιστημίου Lund Σουηδίας και μέλος της Παιδονευρολογικής Εταιρίας Σουηδίας ( HYPERLINK “http://paidoneurologos.gr/index.html” http://paidoneurologos.gr/index.html).
Διευκρινίζει επίσης ότι «η επιληψία στα παιδιά έχει σημαντικές διαφορές από την επιληψία στους ενήλικες. Ένα από τα πιο σημαντικά σημεία είναι ότι ένα παιδί αποτελεί μια οντότητα σε συνεχή μεταβολή τόσο όσον αφορά την σωματική αλλά και
την ψυχική του πρόοδο και ανάπτυξη. Σε κάθε περίπτωση, την ανάπτυξη ενός παιδιού
με επιληψία, επηρεάζει το είδος της επιληψίας, ο τρόπος με τον οποίο ένα παιδί με επιληψία αντιμετωπίζεται από τον περίγυρο του, η δράση και οι παρενέργειες της φαρμακευτικής αγωγής που ακολουθεί και το πώς και κατά πόσο αυτή η αγωγή ή η επιληψία επηρεάζει τη δυναμική της εκμάθησης του παιδιού».
Σύμφωνα με τον Δρ. Μηνά Καπετανάκη, στους ενήλικες οι πιο συνηθισμένοι λόγοι επιληψίας είναι εξωγενείς παράγοντες, όπως ανατομικές ανωμαλίες, λοιμώξεις, φλεγμονές, τραύματα και εκφυλιστικές ασθένειες που προσβάλλουν το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα.
Στα παιδιά όμως εμφανίζονται πολλά είδη επιληψίας που δεν έχουν άμεση σχέση με
εξωγενείς παράγοντες αλλά είναι συνδεδεμένα με ηλικιακά καθορισμένες διαταραχές
στην ωρίμανση, την ευαισθησία και τις λειτουργίες του κεντρικού νευρικού συστήματος.
«Αυτά τα είδη επιληψίας εμφανίζονται συνήθως σε μία ηλικιακά συγκεκριμένη περίοδο. Για παράδειγμα, η Νηπιακή Μυοκλονική Επιληψία συναντάται στην νηπιακή ηλικία (3-5 ετών), ενώ η Καλοήθης Παιδική Επιληψία (ή Ρολάνδιος επιληψία) συναντάται στην παιδική ηλικία (6-12 ετών). Επιπλέον, στα παιδιά εμφανίζονται σπασμοί που δεν έχουν άμεση σχέση με επιληψία αλλά αποτελούν έκφραση σχετικής ανωριμότητας του εγκεφάλου. Τέτοιο παράδειγμα είναι οι πυρετικοί σπασμοί και οι σπασμοί λόγω συναισθηματικής φόρτισης ή αλλιώς κρατήματα αναπνοής, διευκρινίζει ο Παιδίατρος – ειδικός Παιδονευρολόγος.
Η πρόγνωση των επιληψιών στα παιδιά είναι καλή, μιας που το 80% τελικά θα απαλλαγεί από τις κρίσεις. Παρόλα αυτά, ένα ποσοστό μικρότερο του 15% αυτών που θα πάρουν χρόνια φαρμακευτική αγωγή, παρουσιάζει ανθεκτικές στη θεραπεία κρίσεις και μπορεί να ωφεληθεί από την χρήση της κετογόνου δίαιτας ή τη χειρουργική παρέμβαση με τοποθέτηση πνευμονογαστρικού νευροδιεγέρτη ή ακόμα και τη χειρουργική εγκεφάλου, εάν μπορέσει να αναδειχτεί φλοιϊκή δυσπλασία.
«Όταν ένα παιδί πάσχει από επιληψία είναι απαραίτητο οι γονείς και η οικογένειά του
να παίρνουν ενεργό μέρος στην ενημέρωση και στη διαδικασία αντιμετώπισης και θεραπείας. Πρέπει δε, να κατανοεί κανείς ότι δεν είναι μόνον ο ασθενής αλλά και ο περίγυρος του που πάσχει. Είναι λοιπόν απαραίτητο να παρέχεται σε ολόκληρη την οικογένεια σωστή και πλήρης πληροφόρηση καθώς και ψυχολογική στήριξη όπου αυτή χρειάζεται. Ένα παιδί που πάσχει από επιληψία μπορεί να αρχίσει να βλέπει τον
εαυτό του σαν διαφορετικό και αλλόκοτο σε σχέση με τα αλλά παιδιά και αυτό να έχει σαν συνέπεια να χάσει σιγά-σιγά την αυτοπεποίθησή του. Επίσης, μπορεί την ανησυχία και στενοχώρια των γονιών να την θεωρήσει δικό του λάθος και να κατηγορεί τον εαυτό του για αυτό. Είναι σημαντικό να ενθαρρύνεται το παιδί με επιληψία να ζει μια ζωή όσο πιο φυσιολογική γίνεται», συμβουλεύει ο Μηνάς Καπετανάκης.
Τι πρέπει να γνωρίζουν οι γονείς των παιδιών με επιληψία
Ο Δρ. Καπετανάκης συμβουλεύει τους γονείς των παιδιών που έχουν διαγνωστεί με
επιληψία:
– Να φροντίζουν ώστε τα παιδιά να ακολουθούν τη θεραπεία σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντα ιατρού.
– Να αναφέρουν στον ιατρό τυχόν παρενέργειες από τα φάρμακα.
– Να μη διακόπτουν απότομα τα αντιεπιληπτικά φάρμακα.
– Να συμβάλλουν ώστε το παιδί να ζει μια φυσιολογική ζωή, χωρίς αυτό να σημαίνει
ότι ανάλογα με τον έλεγχο αλλά και το είδος των κρίσεων μπορεί να υπάρχουν ειδικοί
περιορισμοί.
«Τα αντιεπιληπτικά φάρμακα είναι αποδεδειγμένα η αποτελεσματικότερη θεραπεία για τον έλεγχο των επιληπτικών κρίσεων. Για το καλύτερο δυνατόν αποτέλεσμα χρειάζεται η λήψη του σωστού φαρμάκου και στη σωστή δόση. Εάν παρόλα αυτά οι κρίσεις δεν ελέγχονται, η εκ νέου διερεύνηση είναι απαραίτητη για την ανακάλυψη των αιτιών της αποτυχίας που μπορεί να απαιτήσουν συμπληρωματική θεραπεία, όπως την κετογόνο δίαιτα», καταλήγει ο Παιδίατρος – ειδικός Παιδονευρολόγος.