Θανάσης Βασιλείου
Τη δεκαετία του 1950, ο Οσκαρ Χάντλιν -καθηγητής Ιστορίας στο Χάρβαρντ- στο βραβευμένο με Πούλιτζερ έργο του «The Uprooted» (Οι Ξεριζωμένοι) έδινε την εικόνα της Αμερικής ως κοινωνίας μεταναστών ως εξής: «Κάποτε ήθελα να γράψω την ιστορία των μεταναστών στην Αμερική. Μετά κατάλαβα ότι οι μετανάστες ήταν η ιστορία της Αμερικής».
Εμοιαζε πεισμένος πως τα εθνοτικά και οι εθνικισμοί έμοιαζαν «ξεθωριασμένα, ένα γραφικό κομμάτι παλαιάς κληρονομιάς, που χάνουν σταδιακά την πρακτική τους αξία». Δεν φανταζόταν την έλευση του Τραμπ…, του Φάρατζ, της Μαρίν Λεπέν, του Βίκτορ Ορμπαν κ.ά., με τον «μετανάστη» και τον «αιτούντα άσυλο» να είναι ο απειλητικός δακτυλοδεικτούμενος.
To 1943 η Χάνα Αρεντ στο «We refugees» μιλούσε γι’ αυτούς που σώθηκαν από τους ναζί με την προσφυγιά: «Μας είπαν να ξεχάσουμε και ξεχάσαμε… Μας θύμιζαν ότι η καινούργια χώρα θα γίνει ένα καινούργιο σπίτι…
Αναθρεμμένοι με την πεποίθηση ότι η ζωή είναι το υψηλότερο αγαθό και ο θάνατος η μεγαλύτερη συμφορά, γινόμαστε μάρτυρες και θύματα μεγαλύτερων φρικαλεοτήτων απ’ ό,τι ο θάνατος – δίχως να είμαστε ικανοί να ανακαλύψουμε ένα ιδανικό υψηλότερο από τη ζωή… Η αισιοδοξία μας είναι η μάταιη προσπάθεια να κρατήσουμε το κεφάλι έξω από το νερό… αν σωθούμε αισθανόμαστε ταπεινωμένοι, και αν κάποιος μας βοηθήσει αισθανόμαστε εξευτελισμένοι…» («Εμείς οι πρόσφυγες», Εκδόσεις του 21ου, 2015).
Σήμερα, η αντίδραση της Ε.Ε. στην προσφυγική και μεταναστευτική κρίση είναι χάος που δείχνει να αψηφά τη λογική. Κόλαφος για τα καθαυτό ανθρώπινα δικαιώματα. Στο DNA της Ευρώπης, μάλλον, ενσωματώνονται τα ιστορικά μονομερή δικαιώματα της δικής της παγκόσμιας μετανάστευσης, αποικιοκρατικού τύπου (κατάκτηση, βία, πλιάτσικο, καταστροφή κ.λπ.), όπου ο εκπρόσωπος-εκφραστής ενός «ανώτερου πολιτισμού» δικαιούται να δρα εις βάρος ενός «κατώτερου».
Ούτε καν η γήρανση του πληθυσμού και τα συνακόλουθα δημογραφικά δεν κουβεντιάζονται, σε σχέση με το αν τα κράτη-μέλη (και ποια συγκεκριμένα κράτη-μέλη της Ε.Ε.) χρειάζονται τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Αντί για λύσεις, η τρέχουσα κρίση φέρει ό,τι είναι άσχημο, αναποτελεσματικό και δυσλειτουργικό για το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Η γριά χελώνα φυλάει το καβούκι της. Τι πάει στραβά;
Μια εύκολη απάντηση θα μπορούσε να δείξει τον Commissioner της μεταναστευτικής πολιτικής: Dimitris Avramopoulos. «Στην Ελλάδα έχει επιτευχθεί “σημαντική πρόοδος”, η συμφωνία Τουρκίας-Ε.Ε. “αποδίδει καρπούς”, με τις χώρες του Βίζεγκραντ “υπάρχει πρόοδος”»… δηλαδή, όλα βαίνουν καλώς. (βλέπε «Εφ.Συν.» «Ξαναθυμήθηκε το Δουβλίνο η Ε.Ε.», 9.12. 2016). Για ακόμα μία φορά, έλλειψη σαφήνειας∙ τίποτα.
Η σύγχυση των γραμμών μεταξύ των προσφύγων και των μεταναστών -κωδικός που αποκλείει τους πάντες-, χρόνια τώρα, κατέστησε αδύνατο να αναπτυχθούν πειστικά επιχειρήματα υπέρ της προστασίας των προσφύγων ή, έστω, δράσεις υπέρ μιας αποτελεσματικής μεταναστευτικής πολιτικής. Κάθε ειλικρινής και εποικοδομητική συζήτηση καταργείται και κερδίζουν έδαφος όσοι πουλάνε φόβο και πρωτογονισμό.
Βέβαια, παραλογίες, φόβος και πρωτογονισμός ουδέποτε έλειψαν. Ας θυμηθούμε από την πρώιμη νεωτερικότητα τη σύγχυση των Ευρωπαίων τον 15ο και τον 16ο αιώνα, πώς αντιμετώπιζαν το «παγκόσμιο θέμα» -ένα θέμα καθαρά οικογενειακών δυναστικών φιλονικιών των Αψβούργων και των λοιπών ηγεμόνων για τίτλους, θησαυρούς, κερδοσκοπία, εδάφη και… ερμηνείας των ιερών Γραφών- ως σύγκρουση μεταξύ του βάρβαρου Ισλάμ από τη μία, και του «κοινού της χριστιανοσύνης» από την άλλη. Τότε, ο Ερασμος, σύμβουλος του Κάρολου Κουίντου, παρακινούσε τα έθνη της Ευρώπης σε γενική σταυροφορία κατά των Τούρκων.
Και ακόμα περισσότερο, ο Γάλλος ποιητής Ρονσάρ, το 1555, πρότεινε εγκατάλειψη της ηπείρου και μεταφορά ολόκληρων των ευρωπαϊκών κοινωνιών στον Νέο Κόσμο, όπου εκεί θα μπορούσαν απερίσπαστες να περισώσουν τις αξίες τους και να συνεχίσουν την ανάπτυξή τους, ανεμπόδιστες από τις ανίερες και βάρβαρες επιθέσεις.
Αλλά αν αφήσουμε τα παλιά και πάμε στο τώρα, σε αρκετά, οφείλουμε απαντήσεις. Γιατί φεύγουν από τη Συρία και το Ιράν, από την Αφρική; Αλλά και γιατί αδειάζει η Ελλάδα από τους νέους;
Τι θα καθορίσει το αύριο; Ως έναν βαθμό, ο σχεδιασμός μιας μεταναστευτικής πολιτικής. Το αν θα ζήσουμε σε μια ανοιχτή, ανεκτική παγκόσμια κοινωνία, ή σε κοινωνία βυθισμένη στις ανισότητες, τους αποκλεισμούς και τη φτώχεια, θα σχετίζεται με τον τρόπο που θα τεθεί το πλαίσιο της κουβέντας στο φαινόμενο που είναι τόσο παλιό όσο και ο άνθρωπος: η κινητικότητα του παγκόσμιου πληθυσμού.
Μέχρι να κοιτάξουμε, όμως, στα μάτια τον μακρινό Αφρικανό μας πρόγονο, τουλάχιστον ας δεχτούμε πως «Η εισβολή των αμάχων» δεν είναι τωρινή υπόθεση (δανείζομαι τον τίτλο από πρόσφατο βιβλίο του φίλου Σταύρου Λυγερού, εκδ. Πατάκη, 2016). Ακούστε τον Αινεία με τη φωνή που του δίνει ο Βιργίλιος:
«Βρήκα εκεί πλήθος τρανό συντρόφων νεοφερμένων, γυναίκες, άντρες, νέοι συγκεντρωμένοι για την εξορία, ένα πλήθος αξιολύπητο… κι ελπίδα καμιά δεν έμενε για βοήθεια. Υποχώρησα στη μοίρα και με τον γονιό στους ώμους κίνησα για το βουνό…» Κρατήστε τό «ελπίδα καμιά».
Δεν είναι ο ήρωας της Τροίας που μιλά∙ είναι ο ηττημένος του δικού του κόσμου, ο ταπεινωμένος που αναμετριέται με τις ψυχικές και σωματικές δυνάμεις του, που ζητά να βρει την αυτοπειθαρχία του, την αυτοεκτίμησή του και να συναντήσει το μερτικό του, να αποφασίσει την αποστολή του: μια νέα ζωή.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
18 Δεκεμβρίου – Διεθνής Ημέρα Μεταναστών