Δύο Έλληνες νομικοί, ο Ανδρέας και ο Αλέξης Αναγνωστάκης, έφεραν στην ολομέλεια του Δικαστηρίου της Ε.Ε. το αίτημα για αναστολή πληρωμών, έλεγχο και η διαγραφή του απεχθούς χρέους. Πρόκειται για αίτημα της κίνησης «Σεισάχθεια» και πρωτοβουλίας Ευρωπαίων πολιτών, που αναμένουν πλέον την απόφαση του ανωτάτου ευρωπαϊκού δικαστηρίου, η οποία μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στην αναθεώρηση των Συνθηκών που διέπουν τη λειτουργία της Ε.Ε.
Την Τρίτη 13 Δεκεμβρίου, στη μεγάλη αίθουσα του Δικαστηρίου, στο Λουξεμβούργο έγινε η ακροαματική διαδικασία επί της αίτησης που είχαν υποβάλει οι δύο δικηγόροι και ο συνάδελφός τους Francois Moyse, κι εάν γίνει δεκτή, τότε θα πρέπει να εφαρμοστεί η λεγόμενη «Αρχή της Κατάστασης Ανάγκης», σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Η «Αρχή της Κατάστασης Ανάγκης» προβλέπει ότι «όταν η οικονομική και πολιτική υπόσταση του Ευρωπαϊκού Κράτους κινδυνεύει από την εξυπηρέτηση του απεχθούς χρέους (καλπάζουσα ανεργία, κατάρρευση μισθών-συντάξεων, κλείσιμο νοσοκομείων, σχολείων, κοινωνικών υπηρεσιών, ατομική εξαθλίωση κ.λπ.) η αναστολή πληρωμής μέχρι λογιστικού ελέγχου και αποκατάστασης είναι αναγκαία».
Το Πρωτοβάθμιο Γενικό Δικαστήριο είχε απορρίψει την καταχώρηση της πρωτοβουλίας Ευρωπαίων πολιτών, οι οποίοι με τη συλλογή ενός εκατ. Υπογραφών ζητούσαν την καθιέρωση της «Αρχής, της Κατάστασης Ανάγκης», ως ευρωπαϊκού νόμου, για τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη «Δίκη της Σεισάχθειας», όπως αποκαλέστηκε η αίτηση αναίρεσης των δύο Ελλήνων νομικών, η υπόθεση εξετάστηκε στην Ευρεία Σύνθεση του σώματος, μετά από απόφαση του προέδρου του δικαστηρίου, καθώς έκρινε πως πρόκειται για ζήτημα «υψίστης σημασίας».
Σε μία ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα και σε μία πολύωρη διαδικασία, οι συνήγοροι των Ευρωπαίων Πολιτών τόνισαν πως υφίσταται ἡ «προσήκουσα νομική βάση για την εκ μέρους της Ένωσης παροχή χρηματοπιστωτικής συνδρομής προς τα κράτη-μέλη, που αντιμετωπίζουν ή διατρέχουν τον κίνδυνο, να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, μέσω της καθιερώσεως μηχανισμού χρηματοδοτήσεως», επικαλούμενοι τις ισχύουσες Συνθήκες και Αποφάσεις της Ε.Ε.
Για την ορθή εφαρμογή αυτών των αποφάσεων, ζητούν τη μη πληρωμή του απεχθούς χρέους, με αποκλειστικό σκοπό την ενίσχυση της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών-μελών, καθώς η κύρια προέλευση του συγκεκριμένου μέρους του χρέους στην Ευρώπη είναι η κυβερνητική διαφθορά (υπερκοστολόγηση δημοσίων έργων, εξοπλιστικά, δωροδοκίες τύπου Siemens κλπ).
Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να γίνει αναστολή των πληρωμών, για να γίνει ενδελεχής έλεγχος και στη συνέχεια να μην πληρωθούν τα αντίστοιχα «χρέη διαφθοράς», συμβάλλοντας σε εξυγίανση και ορθολογισμό των δημόσιων οικονομικών. Παράλληλα, θα πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι υπεύθυνοι αυτού του τμήματος του χρέους, οι οποίοι θα κληθούν να τα πληρώσουν οι ίδιοι.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δια των πληρεξούσιων δικηγόρων της, για μία ακόμη φορά ισχυρίστηκε ότι στερείται αρμοδιότητας, για την υποβολή τέτοιας πρότασης στα ευρωπαϊκά όργανα, χωρίς να προσδιορίζει ποιό είναι το αρμόδιο όργανο. Επίσης, υποστήριξε ότι σε περίπτωση διαπίστωσης ύπαρξης της Αρχής της «Κατάστασης Ανάγκης» ως κανόνα του Διεθνούς Δικαίου, δεν αρκεί για να στηρίξει νομοθετική πρωτοβουλία εκ μέρους της.
Μετά από τις αρχικές αγορεύσεις έγινε επανειλημμένος κύκλος εξαντλητικών ερωτήσεων και παρατηρήσεων προς τις δύο πλευρές, ενώ το λόγο έλαβαν τόσο ο πρόεδρος και ο γενικός εισαγγελέας, όσο και αρκετά μέλη του Δικαστηρίου, επιδιώκοντας να φωτίσουν σε βάθος τις θέσεις των δύο πλευρών, με πλήθος επίμονων ερωτήσεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι έννοιες του «απεχθούς χρέους» και της «κατάστασης ανάγκης» τίθενται για πρώτη φορά στη δικαστική ιστορία της Ευρώπης και της Ε.Ε., ενώπιον του κοινοτικού Δικαστηρίου, ενώ η απόφασή του, μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στην αναθεώρηση των Συνθηκών της Ε.Ε. που ισχύουν σήμερα. Εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι τα συγκεκριμένα κείμενα συντάχθηκαν χωρίς να προβλέπονται καταστάσεις, όπως η σημερινή της βαθιάς οικονομικής ύφεσης σε αρκετά κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Είναι ενδεικτικό ότι κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi, απευθυνόμενος προς το Δικαστήριο, επεσήμανε χαρακτηριστικά: «Συμφωνούμε ότι η Ελλάδα έχει αυτή τη στιγμή περιορισμένες δυνατότητες».