Posted by sarant στο 22 Δεκεμβρίου, 2016
Τη Δευτέρα που μας πέρασε παρουσιάστηκαν στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» τα φετινά βιβλία των εκδόσεων Αρχείο, και ανάμεσά τους τα «Αττικά», χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη σε δική μου επιμέλεια, που τα έχω ήδη παρουσιάσει εδώ.
Είναι βέβαια αλήθεια ότι σας έχω μιλήσει ξανά και ξανά γι’ αυτόν τον τόμο, σε σημείο που κινδυνεύω να γίνω βαρετός. Από την άλλη, όμως, συνηθίζω τις παρεμβάσεις μου σε εκδηλώσεις, εκπομπές κτλ. να τις ανεβάζω στο ιστολόγιο, κι έπειτα στην ομιλία μου παρεθεσα αρκετά αποσπάσματα από χρονογραφήματα του Βάρναλη, οπότε μπορείτε να πάρετε ακόμα μια γεύση από το βιβλίο. Στο τέλος του άρθρου έχω και ένα λινκ σχετικό με τα Αττικά.
Η εκδήλωση στην ιστορική αίθουσα του Παρνασσού σημείωσε επιτυχία. Είχα τη χαρά να δω από κοντά κάμποσους φίλους του ιστολογίου, που με τίμησαν με την παρουσία τους, και τα είπαμε έστω και σύντομα πριν αρχίσει η εκδήλωση ή με μεγαλύτερη άνεση στον μπουφέ μετά την εκδήλωση -και με μερικούς και ακόμα πιο μετά.
Φωτογραφία από την εκδήλωση -μπορώ να διακρίνω τουλάχιστον πέντε φίλους του ιστολογίου ενώ μερικοί ακόμα κάθονταν στις άκρες και δεν τους πήρε ο φακός
Καλησπέρα από εμένα, σας ευχαριστώ πολύ που ήρθατε σε τούτη την ιστορική για τα ελληνικά γράμματα αίθουσα για αυτή την παρουσίαση.
Το βιβλίο που επιμελήθηκα και θα σας παρουσιάσω είναι τα Αττικά του Κώστα Βάρναλη. Όπως είπε στην εισαγωγή της η Ηρώ Διαμαντούρου, που πρέπει εδώ να την ευχαριστήσω, όπως και τον Νίκο Αλπαντάκη, για την καθοριστική συμβολή τους στη διαμόρφωση του βιβλίου, εδώ έχουμε συγκεντρώσει τα χρονογραφήματα του ποιητή για την Αθήνα και την Αττική, για τα κτίρια, τα τοπία και τους ανθρώπους της. Ο τίτλος, βέβαια, δεν είναι του ποιητή, αλλά νομίζουμε ότι αντιπροσωπεύει πιστά το περιεχόμενο του βιβλίου.
Τα χρονογραφήματα ενός ποιητή. Μήπως ξεκινάμε με ένα οξύμωρο, με την έννοια ότι από τον ποιητή περιμένουμε ποιήματα –ίσως και με πολλαπλό οξύμωρο, αφού το χρονογράφημα είναι είδος εφήμερο, θα λέγαμε το κατ’ εξοχήν εφήμερο είδος, όσο κι αν αποτελεί, κατά τον ορισμό του Σπύρου Μελά, τον «πρεσβευτή της λογοτεχνίας στη δημοσιογραφία», όσο κι αν το υπηρέτησαν κορυφαίοι λογοτέχνες, από τον Ροΐδη και τον Κονδυλάκη ίσαμε τον Παπαντωνίου και τον Νιρβάνα, και φυσικά τον ίδιο τον Βάρναλη;
Θέλω να πω, έχει νόημα να εκδίδεται σήμερα μια συλλογή, μια ογκώδης μάλιστα συλλογή εφήμερων κειμένων που γράφτηκαν πριν από 60 με 75 χρόνια; Γιατί να ενδιαφέρει τον σημερινό αναγνώστη; Γιατί να το πάρετε και να το διαβάσετε; Για να το πάμε ακόμα πιο πέρα, γιατί να σκαλίζουμε σήμερα τα δημοσιογραφικά κείμενα του Βάρναλη ή όποιου άλλου μεγάλου λογοτέχνη; Μήπως γινόμαστε καταλοιποθήρες, όπως είχε ονομάσει ο Βάρναλης όσους σκάλιζαν τα αρχεία ποιητών που μόλις είχαν πεθάνει, για να βγάλουν στη δημοσιότητα ανέκδοτα ποιήματά τους, που συνήθως ήταν πρωτόλεια;
Δεν νομίζω, εφόσον μάλιστα εδώ έχουμε κείμενα δημοσιευμένα και εφόσον ο Βάρναλης καθόλου δεν υποτιμούσε τα δημοσιογραφικά του κείμενα και τα χρονογραφήματά του, πολλά από τα οποία άλλωστε συγκέντρωσε και ο ίδιος σε βιβλία. Είχε μάλιστα αναγγελθεί στη δεκαετία του 1950 ότι θα εξέδιδε και επιλογή των χρονογραφημάτων του, και στο Αρχείο Βάρναλη τα χρονογραφήματα είναι ταξινομημένα έτσι που να υποβάλλουν την ιδέα ότι ετοίμαζε κάποια έκδοση, αλλά το σχέδιο αυτό δεν ευοδώθηκε.
Ωστόσο, αξίζει να προσέξουμε ότι ο Βάρναλης έψεξε τους καταλοιποθήρες σε ένα χρονογράφημά του, πράγμα που μας δείχνει τη σημασία που έδινε στα χρονογραφήματα. Να προσέξουμε επίσης πως όλον τον καιρό που ο Βάρναλης συνεργαζόταν για βιοπορισμό με εφημερίδες, λεξικά και εγκυκλοπαίδειες η αμιγώς λογοτεχνική του παραγωγή ήταν λιγοστή· φαίνεται πως η δημοσιογραφική δουλειά τον κούραζε ή ίσως τον αφυδάτωνε. Όπως άλλωστε έχει τονίσει κι ο ίδιος ήδη από το 1932, «για να δημιουργήσεις, χρειάζεται να ’χεις άνεση και κέφι, να περνάς μια ζωή ‘οτσιόζαμ’, τεμπέλικη, όπως λεν κι οι Λατίνοι». Μη μπορώντας να βρει την άνεση, οικονομική ή άνεση χρόνου, ο Βάρναλης σχεδόν σταμάτησε να γράφει λογοτεχνία. Ενδεικτικό είναι ότι, μόλις συνταξιοδοτήθηκε, στράφηκε και πάλι στη λογοτεχνία ολοκληρώνοντας, αν και άρρωστος, το θεατρικό του έργο Άτταλος ο Γ’ και γράφοντας, σε προχωρημένη πια ηλικία, τα ποιήματα της συλλογής του Ελεύθερος κόσμος ύστερα από δεκαετίες ποιητικής σιγής.
Οπότε, τα χρόνια εκείνα της λογοτεχνικής του αγρανάπαυσης, στα χρονογραφήματα κυρίως διοχέτευε ο Βάρναλης την ποιητική του διάθεση, γι’ αυτό και πολλά από τα κομμάτια του τόμου αυτού δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από καθαυτό λογοτεχνικά έργα, καθώς λειτουργούν σαν «παραθύρια απ’ όπου μπορούσε να ξανασάνει ο ποιητικός του λογισμός. Μπορεί το καθένα να αποτελεί ένα πολύ συνοπτικό πεζογραφικό έργο, όμως σε πολλά από αυτά έχει εισχωρήσει η ποίησή του», όπως επισήμανε ο Αντώνης Μπουλούτζας στην περυσινή ανακοίνωσή του στο 34ο Συμπόσιο Ποίησης της Πάτρας.
Πράγματι, όπως θα διαπιστώσετε έστω και φυλλομετρώντας τον τόμο, τα χρονογραφήματα είναι γραμμένα με κέφι, με τη χαρακτηριστική του μαστοριά, με την αστραφτερή, χυμώδη δημοτική γλώσσα του. Στα περισσότερα ο συγγραφέας τους δείχνει απλόχερα (αλλά χωρίς να επιδεικνύει) την πολυμάθειά του και ειδικά την αρχαιομάθειά του. Κατά τη γνώμη μου, τα κείμενα του τόμου αυτού τοποθετούν τον Βάρναλη στην κορυφή των μεγάλων και του χρονογραφήματος.
Δικαιολογείται λοιπόν η έκδοση. Αλλά πόσα είναι τα χρονογραφήματα του Βάρναλη και πότε γράφτηκαν; Συνολικά τα υπολογίζω σε λίγο περισσότερα από 3500 κομμάτια, που χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες.
Περίπου 1500 προπολεμικά και κατοχικά, γραμμένα στην περίοδο 1939-1944, δημοσιευμένα όλα στην Πρωία.
Πάνω από 2000 μεταπολεμικά χρονογραφήματα, γραμμένα στην περίοδο 1950-1958 και δημοσιευμένα στις εφημ. Προοδευτικός Φιλελεύθερος (1950-1953), Προοδευτική Αλλαγή (1953) και Αυγή (1953-1958).
Η αρχική μου σκέψη ήταν να εκδοθούν δύο τόμοι με ανθολόγηση χρονογραφημάτων, ένας προπολεμικός κι ένας μεταπολεμικός, αλλά όταν είδαμε τον πλούτο και την ποιότητα του υλικού η Ηρώ Διαμαντούρου με πολλήν τόλμη πρότεινε να εκδώσουμε πολύ περισσότερα χρονογραφήματα, σε τόμους οργανωμένους θεματικά. Ταβέρνα και καφενείο, Αστυνομικό δελτίο, Γλωσσικά και φιλολογικά, θα είναι μερικοί από τους τόμους που ευελπιστούμε να εκδοθούν, όσο βαστάνε οι δυνάμεις του εκδοτικού οίκου και του επιμελητή, έτσι ώστε τελικά να δημοσιευτεί μεγάλο ή και το μεγαλύτερο μέρος των χρονογραφημάτων του Βάρναλη.
Σε αυτόν τον πρώτο τόμο, στα Αττικά, η κατοχική περίοδος υπεραντιπροσωπεύεται αφού λόγω των συνθηκών δεν ήταν δυνατό να γραφτούν χρονογραφήματα με πολιτικό σχολιασμό ή με αναφορά σε κοινωνικά προβλήματα ή στη διεθνή επικαιρότητα –έτσι, η πολεογραφική ή φυσιολατρική θεματολογία ήταν μια καλή λύση.
Ο Βάρναλης δεν ήταν γέννημα θρέμμα Αθηναίος, βέβαια· αλλά από τότε που ήρθε 18χρονος στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Φιλοσοφική, κάτοικος Αθηνών ήταν, με εξαίρεση τα διαστήματα όπου υπηρέτησε ως εκπαιδευτικός στην επαρχία, στην Αργαλαστή και στην Αμαλιάδα ή όταν ήταν επιστρατευμένος. Και με το να μην έχει «σπίτι στο χωριό» όπως οι περισσότεροι, στην Αθήνα και στην Αττική περνούσε ολοχρονίς, αφού και για παραθερισμό συνήθως διάλεγε την Αίγινα. Επομένως, είναι από τους αρμοδιότερους για να μιλήσει για την Αττική και την Αθήνα, πολύ περισσότερο που, σαν μανιώδης εκδρομέας που ήταν, είχε οργώσει την Αττική –περιγράφει μάλιστα πώς είναι ο ιδανικός τύπος του επικούρειου εκδρομέα· διαβάζω από χρονογράφημά του που έχει ακριβώς τον τίτλο «Εκδρομείς». Αφού περιγράψει πρώτα, απορριπτικά, εκείνους που βγαίνουν στο ύπαιθρο με μεγάλες παρέες και ένα σωρό συμπράγκαλα και όσους έχουν μονομανία με την ορειβασία και ασκητικοί καταβροχθίζουν χιλιόμετρα, γράφει:
Ο τρίτος τύπος του εκδρομέως είναι ο επικούρειος. Η παρέα του κυμαίνεται από τους τρεις έως πέντε. Δεν έχουνε απάνω τους τίποτα το διακριτικό. Μοιάζουνε με κοινούς επιβάτες. Θα μπορούσε ένας ειδικός να τους διακρίνει από τα παλιόρουχα που φοράνε κι από κανένα μπαστούνι που βαστάνε. Ούτε γυλιός, ούτε τσάντα, ούτε δέμα. Αυτοί πάνε να περάσουνε μιαν ευχάριστη αισθησιακή μέρα. Θα περπατήσουνε πεντέξι ώρες πηγαιμό και γυρισμό –ο πηγαιμός για να τους ανοίξει η όρεξη, ο γυρισμός για να χωνέψουνε. Δεν κουβαλάνε τίποτα γιατί όλα θα τα βρούνε στο μαγαζί, ακόμα και κουβέρτα για να ξαπλωθούνε το μεσημέρι κάτου από τα πεύκα. Θα φάνε καλά, θα πιούνε πολύ και θα κοιμηθούνε τρεις ώρες κάτου από τα μπάρσαμα του ρετσινιού κι ύστερα θα χώσουνε το κεφάλι τους στη βρύση για να ξυπνήσουν. Περπατάνε χωρίς βία, ξεκουράζονται όπου δάσος και νερό κι είναι οι μόνοι εκδρομείς, που μπορούνε να χαρούνε τις ομορφιές της Φύσης. Κι ενώ οι πρώτοι κι οι δεύτεροι τύποι την άλλη μέρα ξυπνούνε σκοτωμένοι, αυτοί μονάχα λυπούνται πως δεν είναι κάθε μέρα Κυριακή!
Την εποχή που γράφτηκαν τα χρονογραφήματα αυτά ο Βάρναλης κατοικούσε στην οδό Δημοχάρους 43 στο Κολωνάκι, κοντά στη Γεννάδειο βιβλιοθήκη –πίσω από τα Παραπήγματα, μια αναφορά που δεν θα λέει πολλά στους νεότερους αφού εδώ και αρκετές δεκαετίες τα στρατιωτικά παραπήγματα έχουν δώσει τη θέση τους στο Ναυτικό Νοσοκομείο και στο Πάρκο Ελευθερίας. Αξίζει να δούμε τις χειρόγραφες οδηγίες που έδωσε το 1935 (όταν ήταν εξόριστος στον Αϊ-Στράτη) σε μια γιατρό που θα επισκεπτόταν τη σύζυγό του τη Δώρα στο σπίτι τους: Λεωφορείο Γενναδείου Βιβλιοθήκης τέρμα. Από κει τραβάς απάνω την οδό Γενναδίου και στρίβεις δεξιά το δεύτερο δρόμο πίσου από τη μάντρα των Παραπηγμάτων.
Φυσικά, η Αθήνα τότε ήταν πολύ μικρότερη, παρόλο που ο Βάρναλης, όταν τη συγκρίνει με την πόλη που γνώρισε το 1902 τη βρίσκει αχανή. Θα χαμογελάσουμε διαβάζοντας ότι ο Βάρναλης του 1950 βρίσκει δύσκολη τη ζωή των πεζών στους αθηναϊκούς δρόμους, ότι νιώθει να καταδυναστεύεται από τα τροχοφόρα:
Άλλοτες, όταν η πρωτεύουσα είχε εκατό χιλιάδες ψυχομέτρι, τα πεζοδρόμια ήσαν διπλά στο φάρδος κι οι δρόμοι φυσική τους προέχταση. Μπορούσαν τα ευτυχισμένα πόδια της περασμένης γενεάς να περπατούν άνετα, να στέκονται, να συζητούν στη μέση των δρόμων: ήτανε δικοί τους. Τα λίγα μόνιππα της οδού Σταδίου και της οδού Πατησίων ήτανε τόσο λίγα, που μοιάζανε με ντροπαλούς φιλοξενούμενους.
Τώρα, που ο πληθυσμός δεκαπλασιάστηκε, το δικαίωμα των δρόμων καταργήθηκε κι η ελευθερία των στενών λουρίδων, που μας απομείνανε, στένεψε περισσότερο.
Βλέπετε, ο σημερινός αναγνώστης των Αττικών έχει το προνόμιο να μπορεί να κάνει δυο συγκρίσεις –αντί για μία που έκανε ο αναγνώστης του 1940-1950. Μπορεί να συγκρίνει την κατάσταση που περιγράφει ο Βάρναλης με τη σημερινή, αλλά και με εκείνη που θυμόταν ο Βάρναλης από τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν όλα ήταν ειδυλλιακά (παρόλο που ξέρουμε ότι δεν ήταν διαβάζοντας άρθρα συγκαιρινών, ας πούμε τις επιφυλλίδες του Ροΐδη, που κάνουν λόγο π.χ. για το βάσανο της σκόνης στους αθηναϊκούς δρόμους του 1900), αφού η μνήμη εξιδανικεύει τις νεανικές αναμνήσεις:
Για την Κολοκυνθού γράφει ο Βάρναλης το 1942:
Τώρα όλος ο δρόμος είναι ασφαλτοστρωμένος και γύρω σπίτια ψηλά ή χαμηλά, καινούργια ή παλιά φράζουνε τον ορίζοντα και δεν περπατείς πια στο ύπαιθρο αλλά μέσα στην πόλη. Και το ποτάμι; Δεν είναι πια ποτάμι. Είναι… υπόνομος. Ωστόσο εμείς περπατήσαμε χτες στο ύπαιθρο –με την φαντασία· δε μιλούσαμε, για ν’ ακούμε τ’ αηδόνια –με τη φαντασία— και μέσα μας η νεανική καρδιά πετούσε —με τη φαντασία. Τα ταξίδια μας όλα είναι ταξίδια της φαντασίας!
Στρίψαμε δεξιά χωρίς να περάσουμε το γεφύρι και γιαλό γιαλό (παράλληλα με τον όχτο) συνεχίσαμε το δρόμο μας προς τα Σεπόλια. Τίποτα δε θυμίζει τον παλιό καλόν «αιώνα». Άλλοτες στεκόμαστε έξω από κανένα περιβόλι και λέγαμε του περιβολάρη, που σκάλιζε τα λάχανά του:
–Μπάρμπα; Δε μας δίνεις κανένα λάχανο –αφράτο και γλυκό- για να το φάμε ωμό;
Ο «μπάρμπας» διάλεγε ένα λάχανο δυο-τριών οκαδώ και μας το έδινε.
–Πόσο κάνει;
–Τίποτα!
Και τώρα στάσου μια στιγμή να πάρεις ανάσα! Δε θα το ξανακούσεις αυτό το «τίποτα».
Αλλ’ αν χάθηκε η παλιά Κολοκυθού, έμεινε απείραχτος ο… ουρανός. Το βράδυ μετά τις εφτά βγήκε το φεγγάρι. Σπάνια ο αττικός ουρανός είχε τόσο ωραία σύννεφα. Σκούρα, άσπρα, γκρίζα ήσαν στρωμένα απάνου από τον Υμηττό ως την Πάρνηθα και το φεγγάρι για μια στιγμή έσκασε μέσα στο μπλε κανάλι ενός κενού, εκατό φορές πιο λαμπερό απ’ όσο φαίνεται με την αιθρία. (…) Σε μιαν ώρα μέσα ζήσαμε όλη την βιργιλιακή χαρά του ύπαιθρου –«σε μιαν ώρα μέσα μια ζωή περάσαμε μαζί».
Το φεγγάρι και ο ουρανός είναι ίδια και σήμερα –διαβάζοντας τα Αττικά, θα διαπιστώσετε πώς και πόσο έχουν αλλάξει η πόλη και οι κάτοικοί της. Σας ευχαριστώ που με ακούσατε!
Να προσθέσω ότι τις προάλλες είχα επίσης εκτενή συζήτηση με τον κριτικό και δημοσιογράφο Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, με βάση την οποία εκείνος έγραψε ένα άρθρο για το ΑΠΕ, που θα το δείτε σε αρκετούς ιστότοπους -παράδειγμα εδώ, όπου δημοσιεύεται ολόκληρο το άρθρο.
Σχετικά
Αττικά, 400 χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη (1939-1958)
Τα σύννεφα, αδερφάκια μου θλιμμένα
Το πάθημα του Μποχώρη και μια ακατάγραπτη συνεργασία του Κώστα Βάρναλη με εφημερίδα