30 Δεκεμβρίου 2016
Χριστούγεννα (Γεώργιος Σουρής)
Γεώργιος Σουρής |
Το σπήλαιο, Χριστέ, κοιτώ
και γονατίζω και ρωτώ:
Γιατί και πριν στη φάτνη σου
να γεννηθείς ακόμα,
κι ανθρώπου λάβεις σώμα,
όσοι φανήκαν άνθρωποι
γεννήθηκαν σ’ αχούρια
και σε παλάτια λαμπερά
τα ξέστρωτα γαϊδούρια;Γιατί να κρύβεται, Χριστέ,
στου κόσμου τα φιλιά
φαρμακωμένος πόλεμος
και κιτρινιάρης φθόνος;
Γιατί και του προδρόμου σου
Σωκράτη τη σπηλιά
οι σήμερον σωκρατικοί
εκόπρισαν αφθόνως;Γιατί, Χριστέ, στον κόσμο σου,
και πάντοτε και τώρα,
ίσα να μη μοιράζονται
των αγαθών τα δώρα,
κι άλλοι να τρώνε κάπονες
πεντέμισυ λιτρών,
κι άλλοι να βλέπουν χάσκοντες
εκείνους που τους τρων;Κι άλλα πολλά ρωτήματα
ποθώ, Χριστέ, να κάνω,
μα κι εκ της γης καμιά φωνή,
αλλ’ ούτε κι από πάνω.
Και τραγουδώ μ’ ελιάς κλαδί,
στο βογγητό του πόνου:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα,
πρώτη γιορτή του χρόνου!Εις των αλόγων άλλοτε
την φάτνην εγεννήθη
Μεσσίας λογικότατος,
τυφλά φωτίσας πλήθη,
στη φάτνη δε των λογικών,
που λέγεται Βουλή,
Μεσσίαι δίχως λογικά
γεννήθηκαν πολλοί.
Χριστούγεννα (Μικέλης Άβλιχος)
Μικέλης Άβλιχος |
Στη φάτνη των χτηνών Χριστός γεννάται
χωρίς της Επιστήμης συνδρομή·
η θεία Φύσις κάνει για μαμμή
κι ο δράκος, σαν αρνί, θεός κοιμάται.
Αύριον, άντρας, σα ληστής κρεμάται –
νέα του κόσμου θέλει οικοδομή.
Σταυρό του δίνει ο Νόμος πληρωμή –
πλην άγιο φως στον τάφο του πλανάται.
Διάκοι του Βάαλ, δεν είναι δικός σας
αυτός της φάτνης ο φτωχός Χριστός,
που εκήρυξε για νόμο του τη χάρη.
Εσάς τιμή σας μόνη το στιχάρι.
Πομπές, θεοπομπές το ιδανικό σας,
κι είν’ ο Θεός σας, σαν κι εσάς, μιαρός!
—————————————————————
Σημειώσεις:
(α) Στην κεντρική φωτογραφία (στύλοι Ολυμπίου Διός, 1888), ο περίφημος “Κύκλος της Εστίας”. Όρθιοι από αριστερά: Ιωάννης Ψυχάρης, Δημήτριος Κακλαμάνος, Γεώργιος Κασδόνης, Γιάννης Βλαχογιάννης, Κωστής Παλαμάς, Γεώργιος Δροσίνης, Γρηγόριος Ξενόπουλος. Καθήμενοι από αριστερά: Θεόδωρος Βελλιανίτης,, Νικόλαος Πολίτης, Στέφανος Στεφάνου, Μίκιος Λάμπρου, Γεώργιος Σουρής, Εμμανουήλ Ροΐδης, Εμμανουήλ Λυκούδης. Το ποίημα του Σουρή αντέγραψα από την τετράτομη έκδοση “Γεώργιος Σουρής: Άπαντα” (Συλλεκτικές Εκδόσεις Σύμπαν, 2009)
(β) Ο ληξουριώτης σατιρικός ποιητής Μικέλης Άβλιχος (1844-1917) υπηρέτησε με συνέπεια σε όλη την διάρκεια της ζωής του τις αναρχικές και αθεϊστικές του ιδέες. Αν και εκτός Κεφαλλονιάς η αξία του αναγνωρίστηκε, η τοπική κοινωνία τον απομόνωσε επειδή τα καυστικά του σονέτα ενοχλούσαν την εκκλησία και τους πλουσίους . Το ποίημα το οποίο δημοσιεύω εδώ, το βρήκα στον ιστότοπο του Γιώργου Σαραντάκου.
Τα Χριστούγεννα των ποιητών – 3. Τάσος Λειβαδίτης
ΑηΣτράτης, 1951 Με την γυναίκα του και την κόρη του |
Παγωνιά
στον ουρανό ένα χρώμα βρώμικης φανέλλας
στεκόμαστε στη γραμμή
όρθιοι
κάποιος χνωτίζει τα νύχια του
κάποιος δαγκώνει τα δάχτυλά του
ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου
δε μιλάει
κρυώνει
ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κ’ εκείνο κρυώνει
καθώς μας πλευρίζουν τα καμιόνια
μια μυρουδιά μπενζίνας
οι πόρτες που ξανακλείνουνε
ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι
η φωνή του μες απ’ τις μύτες του σηκωμένου γιακά
ένας – ένας
ακούει τ’ όνομά του
και βγαίνει
αντίο, αντίο
το χώμα τρίζει κάτω απ’ τις αρβύλες
κάποιος σηκώνει το χέρι του
τίποτ’ άλλο
το παιδί με τα σπυριά προχωράει
στη θέση του μένουν δυο χνάρια από αρβύλες
που σε λίγο θα σβήσει η βροχή
ένα χέρι γλυστράει το ρολόι του στην παλάμη σου
δε θα μου χρειαστεί, λέει — αντίο
το χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κρυώνει ακόμα.Ξεκινάνε τα φορτηγά.
Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ’ ένα αντίσκηνο
δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου
μα είναι πολλά τα χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου
πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.
Έχει αρκετή θέση
για να πεθάνεις.Θα κουβαλήσουμε κι απόψε το σακκί της νύχτας
θα κολλήσουμε τ’ αποτσίγαρο στη μύτη της αρβύλας μας
θ’ ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά
όπως το βράδυ ακουμπάνε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.Ελάτε λοιπόν
όλοι μαζί
να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της ελπίδας
τώρα που η λάμπα μας έσβησε
που νυστάζει η σκοπιά
και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη
της ομίχλης.Μας ήρθε μ’ ένα χαμόγελο και μια τραμβαγέρικη πατατούκα.
Του κάναμε τόπο
άπλωσε μια λινάτσα, την έστρωσε καλά καλά
και μας κοίταξε.
Φυσούσε ένας αγέρας δυνατός απ’ το Νοτιά
και το μούτρο του ήταν βλογιοκομένο σαν ψιχαλισμένος δρόμος.
Ύστερα βράδιασε και βγάζοντας τα χέρια από τις τσέπες
μας έδωσε κάτι φτηνές μέντες
πασαλειμένες χνούδια και καπνό.
Τον πήραν νύχτα ξαφνικά και τον σκοτώσαν στο προαύλιο
η πατατούκα του πεταμένη πάνω στο χώμα
μα δάγκωνε σφιχτά στα δόντια το χαμόγελό του
μη του το πάρουν.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο
έχω ένα σταχτί ουρανό μέσα μου
κρύβω στην τσέπη μου ένα όνειρο κουρελιασμένο
σφίγγω στα χέρια τ’ άγνωστο όνομά μου
σαν το παιδάκι που αγκαλιάζει ένα ξύλινο πόδι
ακουμπισμένο σε μια γωνιά.Μη με λες λοιπόν σύντροφο.
Την ώρα που οι συντρόφοι μας πεθαίνουνε τραγουδώντας
την ώρα που εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη
εγώ σε προδίνω
καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.Το ξέρω, ένας σύντροφος πρέπει να ζήσει μιαν άλλη ζωή
και να πεθάνει απλά
όπως κανείς τραβάει την κουβέρτα ως τα μάτια του
κι αποκοιμιέται.Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στίχους τους γράφω
μήπως μιλήσουν για μένα – όχι, μη με λες σύντροφο.
Είμαι ένα τσαλακωμένο χαρτί που κόλλησε στην αρβύλα σου
καθώς
προχωράς.Η ασετυλίνη που σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
– Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομμένο.Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγώνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
– Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.Κ’ η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.
ΑηΣτράτης, 1951: Με το βιβλίο στο χέρι και τον Γιάννη Ρίτσο δίπλα του |
—————————————————-
Σημείωση: Ο ποιητής Τάσος (Αναστάσιος-Παντελεήμων) Λειβαδίτης (1922-1988) είναι αδελφός του ηθοποιού Αλέκου Λειβαδίτη. Η έντονη πολιτική δράση που ανέπτυξε στον χώρο της αριστεράς, του κόστισε μια τετραετία (1947-1951) στις εξορίες και στις φυλακές. Το παραπάνω ποίημα γράφτηκε το 1950, στην Μακρόνησο. Η αντιγραφή έγινε από την τρίτομη συλλογή όλων των ποιημάτων του “Τάσος Λειβαδίτης: Ποίηση”, η οποία κυκλοφορούσε από τις εκδόσεις “Κέδρος” και έχει εξαντληθεί (ευτυχώς για τους εραστές τής ποίησης, ξανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Μετρονόμος”).
28 Δεκεμβρίου 2016
Τα Χριστούγεννα των ποιητών – 2. Ζωή Καρέλλη
Πόσο έχω ξεχάσει.
Πρέπει απ’ αρχής πάλι το ταξίδι
ν’ αρχίσει.
Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις;
Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει…
Μαζύ πορευτήκαμε ένα διάστημα,
όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό.
Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ
τίποτα πια να δω δεν μπορώ;
Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό,
σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο,
εγώ, ανήσυχος, βιαστικός.
Μήπως κι’ η ώρα πλησίασε;
Πού να το ξέρω!Πού είναι τα δώρα;
είχαμε τότε τοιμάσει δώρα
ήμερα, ήσυχα
δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι’ ευλάβεια τού φέρναμε.Τώρα σ’ αυτόν τον καιρό
σίδερο, κεραυνό και φωτιά.
Η Ζωή Καρέλλη με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο (Θεσσαλονίκη, 1959) |
Ήμασταν τρεις,
τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω
κι’ αισθάνομαι τα χέρια μου
πότε άδεια, πότε βαριά.
Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα
του κόσμου, τώρα κανείς
δε βασιλεύει με βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ. Ποιος μ’ οδηγεί;
Δίχως συντροφιά,
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω,
συμφορά της στέρησής Του.
Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας
κι’ υποταγής; Εμείς, άνθρωποι
της παράφορης τούτης εποχής,
τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς
να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη
να βρούμε την προσφορά.
Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας
ο τόσος αγώνας.
Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν
άλλοτε, δώρα απλά.
Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά.
Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,
χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,
δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω.Εν συντριβή βαδίζοντα.
——————————————–
Σημείωση: Η θεσσαλονικιά ποιήτρια, δοκιμιογράφος, μεταφράστρια και θεατρική συγγραφέας Ζωή Καρέλλη (1901-1998 – λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Χρυσούλας Αργυριάδου) ήταν αδελφή τού Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Για το έργο της τιμήθηκε κατ’ επανάληψη τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Το 1982 έγινε η πρώτη γυναίκα αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών ενώ το 1995 ο πρόεδρος της δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος της απένειμε το “Μετάλλιο του Ταξιάρχη του Φοίνικα της Ελληνικής Δημοκρατίας”. Για την συλλογή από την οποία προέρχεται το παραπάνω ποίημα, το υπουργείο παιδείας της Γαλλίας της έδωσε την διάκριση “Palmes Académiques” το 1956. Εδώ, η αντιγραφή έγινε από το δίτομο έργο “Τα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη”, Οι εκδόσεις των φίλων, 2000 (τρίτη έκδοση).
27 Δεκεμβρίου 2016
Τα Χριστούγεννα των ποιητών – 1. Μίλτος Σαχτούρης
Μίλτος Σαχτούρης, 1943 |
Χριστούγεννα 1943
Οι γιορτινές μέρες πυκνοκατοικημένες
γυναίκες αγκαλιάζουν πράσινα κλωνιά δεν κλαίνε
κι ο γέρος εθνικός κήπος κουβαλάει στις πλάτες του
τρεις πεθαμένους κύκνους
και τα παιδιά πετάνε ψίχουλα στον ουρανό
οι γιορτινές μέρες έχουν ένα λείο πρόσωπο
ένα μικρό Χριστό στο κάθε δάκρυ της λησμονημένης
ένα αρνάκι μια σταλιά στις παγωμένες της παλάμες
ένα πουλί αστέρινο καρφίτσα στα μαλλιά της.
Χριστούγεννα 1948
Μίλτος Σαχτούρης – Δελφοί, 1957 |
Σημαία
ακόμη
τα δίκανα στημένα στους δρόμους
τα μαγικά σύρματα
τα σταυρωτά
και τα σπίρτα καμένα
και πέφτει η οβίδα στη φάτνη
του μικρού Χριστού
το αίμα το αίμα το αίμα
εφιαλτικές γυναίκες
με τρυφερά κέρινα
χέρια
απεγνωσμένα
χαϊδεύουν
βόσκουν
στην παγωνιά
καταραμένα πρόβατα
με το σταυρό
στα χέρια
και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς
το τόπι
ο σιδηρόδρομος της λησμονιάς
το τόπι του θανάτου.
Μίλτος Σαχτούρης – Επαμεινώνδας Γονατάς, 1965 |
Ο νεκρός στις γιορτές
Εδώ και πολλά χρόνια
σαν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα
(αυτός) ο νεκρός γεννιέται μέσα μου
δε θέλει δώρα
δε θέλει χρήματα
πάγο και χιόνια
χιόνια και πάγο
σκισμένα ρούχα
αχνά παπούτσια
ο χρυσός νεκρός
θα βγει έξω
δεν τον γνωρίζει κανένας
τον αλήτη νεκρό
θα κάτσει στο πικρό καφενείο
να πιει τον καφέ του
κι ύστερα πάλι
σε λίγες μέρες
ήσυχα θα πεθάνει (ο νεκρός)
όταν έρθει ο χρόνος
κι όλες οι ρόδες
κόκκινες όπως πρώτα
θα γυρίζουν πάλι.
Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών
Μίλτος Σαχτούρης, 1970 (περ.) |
Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987
είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987
ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!
σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα…
Α! ναι είναι πάρα πολλά.
Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Διονύσιος Σολωμός
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Νίκος Εγγονόπουλος
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Μπουζιάνης
πόσα ο Σκλάβος
πόσα ο Καρυωτάκης
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα
πέρασε ο Σκαλκώτας
πόσα
πόσα
Δυστυχισμένα Χριστούγεννα Ποιητών.
————————————————–
[Σημείωση: Όλα τα ποιήματα αντιγράφτηκαν από το “Μίλτος Σαχτούρης: Ποιήματα (1945-1998)”, εκδόσεις Κέδρος, 2014]