Η άνοδος της Ακροδεξιάς σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες προαγγέλλει άραγε την είσοδο σε μια σκοτεινή για τη δημοκρατία εποχή, που κυοφορεί ανατροπές ανάλογες με εκείνες της δεκαετίας του 1930; Στο αγωνιώδες αυτό ερώτημα απαντάει με το ακόλουθο άρθρο του ο γνωστός Βρετανός ιστορικός Ιαν Κέρσοου.
Καθώς τα εθνικιστικά και ξενοφοβικά κινήματα ενισχύονται όλο και περισσότερο σε πολλές χώρες, αφού μεγαλώνει η οργή για την αδυναμία του κατεστημένου να προστατεύσει τους πολίτες από τις αρνητικές συνέπειες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, διαδίδεται μια εύλογη ανησυχία για το μέλλον. Τα ευρωπαϊκά φαντάσματα επανεμφανίζονται και μας τρομάζουν: η Ευρώπη επιστρέφει στο σκοτεινό της παρελθόν;
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος –η πιο μεγάλη καταστροφή στην ευρωπαϊκή Ιστορία- υπήρξε το προϊόν μιας πελώριας κρίσης, διασταυρούμενης με εθνικές, εδαφικές και ταξικές συγκρούσεις, στην οποία ήρθε να προστεθεί μια μακρά και καταστροφική επιδείνωση του καπιταλισμού. Στο τέλος του πολέμου, ωστόσο, προσφέρθηκε στην Ευρώπη η δυνατότητα μιας νέας αρχής.
Πρωτόγνωρα ποσοστά οικονομικής ανάπτυξης διοχετεύτηκαν σε πολιτικές οικοδόμησης του κράτους πρόνοιας, που απέφεραν μεγάλα οφέλη στους πληθυσμούς. Η οικονομική συνεργασία αύξησε τις εμπορικές συναλλαγές, παρήγαγε ευημερία και οδήγησε σε μεγαλύτερη ενσωμάτωση. Και αυτή η πορεία ενσωμάτωσης εξάλειψε τον εθνικιστικό ανταγωνισμό, που είχε δαιμονικά αναστατώσει την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Εκείνη η «φωτεινή» περίοδος ανάπτυξης (τουλάχιστον στη Δυτική Ευρώπη) τερματίστηκε κατά τη διάρκεια των πετρελαϊκών κρίσεων της δεκαετίας του 1970, ανοίγοντας τον δρόμο σε μια μακρά περίοδο περικοπής των δαπανών.
Τα κράτη έπρεπε να αντιμετωπίσουν νέα και αυξανόμενα προβλήματα, καθώς δυσκολεύονταν να ικανοποιήσουν τα αιτήματα του κράτους πρόνοιας υπό τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές πιέσεις, τις οφειλόμενες στην αποβιομηχάνιση και σε έναν μεγαλύτερο ανταγωνισμό των παγκόσμιων αγορών.
Αυτές οι πιέσεις ενισχύθηκαν στη δεκαετία του 1990, όταν η παγκοσμιοποίηση αποχαλινώθηκε ξεπερνώντας κάθε πρόβλεψη. Η παγκόσμια απορρύθμιση των τραπεζών οδήγησε τελικά στη δραματική κατάρρευση του 2008 και από ’κεί στην τωρινή κρίση.
Αν το παρατηρήσουμε από μια μακροπρόθεσμη προοπτική, το τωρινό χάος παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες, αλλά ταυτόχρονα είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο της περιόδου του Μεσοπολέμου.
Σήμερα δεν υπάρχει εκείνος ο συνδυασμός κρίσεων που έπληξε την Ευρώπη στον Μεσοπόλεμο, αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς μια νέα μεγάλη τραπεζική κρίση που θα είχε πελώριες και αρνητικές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις. Η επίθεση στις φιλελεύθερες αξίες είναι, εξάλλου, πολύ πιο ισχυρή από όσο υπήρξε σε κάθε άλλη στιγμή από τον Μεσοπόλεμο ώς σήμερα.
Στην πραγματικότητα όμως αυτές οι αξίες έχουν ήδη ριζώσει πολύ πιο βαθιά στην Ευρώπη από όσο ήταν ριζωμένες στον Μεσοπόλεμο. Συνεπώς, μολονότι υπάρχουν απόηχοι του σκοτεινού παρελθόντος, οφείλουμε να παίρνουμε υπόψη μας τις διαφορές. Σήμερα η Ευρώπη είναι μια ήπειρος αποτελούμενη από Δημοκρατίες (αν και η Ουγγαρία και η Πολωνία δίνουν ενδείξεις αυταρχικών παρεκκλίσεων).
Στη δεκαετία του 1930, αντίθετα, η δημοκρατία είχε αποτύχει σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Στα τέλη αυτής της δεκαετίας περισσότερο από τα δύο τρίτα των Ευρωπαίων (χωρίς να λογαριάζουμε τους Σοβιετικούς πολίτες) ζούσαν υπό κάποιον τύπο δικτατορίας.
Μια δεύτερη σημαντική διαφορά σε σχέση με τότε είναι το ότι σήμερα οι στρατοί μετρούν σχετικά λίγο στην ευρωπαϊκή εσωτερική πολιτική, διαφορετικά από τον κυριαρχικό ρόλο που έπαιζαν σε τόσο πολλές χώρες κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Τρίτον, στην πορεία των τελευταίων εξήντα χρόνων η Ευρώπη έμαθε να συνεργάζεται, να διαπραγματεύεται, να αλληλεπιδρά σε όλα σχεδόν τα επίπεδα.
Παρά τις τωρινές δυσκολίες στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αυτές είναι πολύ σημαντικές πρόοδοι. Τέλος, σήμερα στο κέντρο της Ευρώπης βρίσκεται μια ειρηνική και διεθνιστική Γερμανία, σε ανοιχτή αντίθεση με εκείνη της δεκαετίας του 1930. Και έτσι όμως, ο πεσιμισμός είναι κατανοητός. Είναι εξωπραγματικό το ενδεχόμενο η Ευρώπη να πέσει σε έναν πόλεμο μεγάλων διαστάσεων που θα ξεσπούσε στο εσωτερικό της.
Υπάρχει όμως ο κίνδυνος να εμπλακεί σε μια σύγκρουση που θα ξεσπάσει αλλού, ιδίως μεταξύ μεγάλων πυρηνικών δυνάμεων όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα και η Ρωσία. Αναμφίβολα, ζούμε καιρούς μεγάλης αβεβαιότητας. Αρκούν το Brexit και ο πρόεδρος Τραμπ για να μας οδηγήσουν σε ανεξερεύνητες περιοχές.
Και ο οικονομικός προστατευτισμός πρόκειται να αυξηθεί. Τελικά, τα ανοιχτά σύνορα στην Ευρώπη θα κινδυνεύσουν από ένα μείγμα αποτελούμενο από την προσφυγική κρίση και την απειλή της διεθνούς τρομοκρατίας. Η ευθραυστότητα της ευρωζώνης θα μπορούσε να αποκαλυφθεί πλήρως, αν μία από τις μεγάλες οικονομίες της –για παράδειγμα η ιταλική- αντιμετωπίσει ανυπέρβλητες δυσκολίες.
Μένει να δούμε αν η ευρωζώνη θα ήταν σε θέση να επιβιώσει από μια κρίση τέτοιων διαστάσεων. Η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι αρκετά μη δημοφιλής σε μεγάλους τομείς του πληθυσμού της σε όλα σχεδόν τα κράτη-μέλη και ακόμη δεν γνωρίζουμε αν θα είναι ικανή να προωθήσει εκείνες τις θεμελιώδεις και συστημικές μεταρρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για να την αναζωογονήσουν. Ωστόσο, αυτό ακριβώς χρειάζεται.
Η εθνικιστική ξενοφοβία που απλώνεται στην Ευρώπη κάνει λιγότερο ανεκτικές τις κοινωνίες μας και είναι μια απειλή για όποιον θεωρείται διαφορετικός. Σε κάθε περίπτωση, αυτή δεν θα μπορέσει να λύσει τα θεμελιώδη προβλήματα που γεννιούνται από την παγκοσμιοποίηση.
Να αντιδράσουμε σε αυτά τα προβλήματα σημαίνει να επιδιώξουμε μεγαλύτερη ενότητα και όχι μικρότερη, μεγαλύτερη ολοκλήρωση και όχι μικρότερη, μεγαλύτερη και όχι μικρότερη ετοιμότητα να επιφορτιστούμε με τις κοινές υποχρεώσεις και να πάρουμε στα ζεστά τα ζητήματα που προκαλούν κοινωνική δυσαρέσκεια και πολιτικό κατακερματισμό.
Σε έναν κόσμο σε κίνδυνο δεν έχει κανένα νόημα να αναδιπλωθούμε στη φανταστική ασφάλεια των μεμονωμένων εθνών κρατών, να σκεφτούμε μόνον τους εαυτούς μας και να σηκώσουμε την κινητή γέφυρα.
Μια καλή αρχή από μέρους της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα ήταν να πει αντίο για πάντα στις πολιτικές της λιτότητας και να εφαρμόσει ριζοσπαστικά μέτρα για να υποκινήσει την ανάπτυξη, ιδιαίτερα στις περιοχές που αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες στον Νότο της Ευρώπης.
Ολα αυτά θα έδιναν ελπίδα σε μεγάλους τομείς του πληθυσμού, ιδίως στους νέους, τους μεγάλους χαμένους της παγκοσμιοποίησης, και θα καθιστούσαν δυνατή την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στη δυνατότητα η Ευρωπαϊκή Ενωση να έχει καλύτερες απαντήσεις για τα σοβαρά μας προβλήματα, αντί να επιστρέψουμε στον επικίνδυνο και αποτυχημένο εθνικισμό του παρελθόντος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: