amancalledkkmoiris | 9, 2017 ~ KAPA |
Πριν πολλά πολλά χρόνια -σήμερα είναι και επίκαιρο να πει κανείς ’την εποχή των μαμούθ και των παγετώνων’- ήταν μια μέρα σαν κι αυτήν που βρέθηκα σ΄ ένα παγωμένο δωμάτιο μαζί με ένα κορίτσι που το δέρμα του μύριζε γάλα και αμύγδαλο και τα μαλλιά του γυαλίζαν σαν τους σπασμένους πάγους έξω στα πεζοδρόμια.
Το δωμάτιο ήταν ευγενής παραχώρηση ενός ενήλικα, που σίγουρα θα ’βρει κάποτε θέση σε κάποιον παράδεισο για την χειρονομία του αυτή, και οι οδηγίες που έδωσε ρητές και ξεκάθαρες: “όπως το βρείτε το σπίτι και τον καναπέ έτσι θα τα αφήσετε, βάλε μουσική αλλά μη τυχόν και δω γρατζουνιά σε δίσκο ο οποίος θα ξαναμπεί μετά στη θέση που βρισκόταν. Θέρμανση δεν θα έχει, έχει όμως ουίσκι και Μεταξά στο ντουλάπι κάτω από τον ενισχυτή. Ποτήρια καθαρά και στη θέση τους, όταν φύγετε. Πριν πάει δυο γιατί στις δυόμιση σχολάω”.
Θέρμανση δεν είχε (δεν ξέρω γιατί, δεν ενδιαφέρθηκα να μάθω, ποιος νοιάζεται για άνευ σημασίας λεπτομέρειες) και αυτό σήμερα θα πόναγε πολύ μα τότε δεν ήταν παρά μια ειρήσθω εν παρόδω υπενθύμιση. Η μόνη ζέστη έβγαινε από έναν ROTEL, από κείνο το αναιμικό κίτρινο φως που λαμπύριζε πίσω από τους αριθμούς και τις βελόνες που ανεβοκατέβαιναν όχι με την μουσική αλλά από τα ντουπ ντουπ κάτω από τις χοντρές μας μπλούζες. Ακόμη κι όταν βγήκαν οι μπλούζες, το δωμάτιο ήταν σαν χαμάμ. Να ήταν το φως αυτό, να ήταν το δισκάκι που βάλαμε -Wish you were here, σιγουράντζα μονόδρομος- , να ήταν ο Μεταξάς και η πρώτη μας γνωριμία μαζί του, να ήταν ότι η ώρα κόντευε μία κι ακόμη με τα στόματά μας καταγινόμασταν, ήρθαμε και κορώσαμε.
Δεν ξέρω τι είναι κρύο σήμερα. Τότε κρύο ήταν το ρολόι να δείχνει δυο και είκοσι (δεν αφήνεις έτσι εύκολα τα κορίτσια που το δέρμα τους μυρίζει γάλα και αμύγδαλο), να κλείνεις την πόρτα, να αφήνεις το κλειδί κάτω από το χαλάκι της εξώπορτας και καθένας να παίρνει το δρόμο για το σπίτι του. Που είχε θέρμανση αλλά για μέρες -ως την επόμενη φορά δηλαδή- είχε τον χρόνο παγωμένο στις δυο και είκοσι.