Θα ήθελε να κάνει μόνο σινεμά, μας λέει ο Μάκης Παπαδημητρίου, όμως τον απολαμβάνουμε και στο θέατρο και στην τηλεόραση | ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
22.01.2017, 17:26 | εφσυν
Ο Μάκης Παπαδημητρίου και ο Γιώργος Χρυσοστόμου κομπάρσοι σε αμερικανική ταινία. Αυτό απαιτεί το έργο της Μαρί Τζόουνς «Πέτρες στις τσέπες του», που μόλις ανέβηκε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου σε σκηνοθεσία των ίδιων των ηθοποιών. Μια χολιγουντιανή υπερπαραγωγή κινηματογραφείται σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Ιρλανδίας, το Κέρι.
Ο Τσάρλι κι ο Τζέικ είναι δύο ντόπιοι βοηθητικοί ηθοποιοί, δηλαδή κομπάρσοι… Δύο τύποι που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, βρίσκουν δουλειά και τι δουλειά… Κι αυτό που ζουν «παίζοντας» στο Χόλιγουντ, αλλά συγχρόνως και στον τόπο τους, δίπλα στους συγχωριανούς τους, γίνεται πεδίο έμπνευσης για ένα άλλο σενάριο. Με κυρίαρχο γεγονός την αυτοκτονία ενός παιδιού επειδή κόπηκε στο κάστινγκ για κομπάρσους…
Ο Μάκης Παπαδημητρίου, εκτός από κομπάρσος και «συγγραφέας» στο «Πέτρες στις τσέπες του», παίζει στην ταινία του Θοδωρή Αθερίδη «Τέλειοι Ξένοι» αλλά και στο πολιτικό θρίλερ του Γιάννη Σακαρίδη «Πλατεία Αμερικής», μια σπονδυλωτή ταινία όπου ερμηνεύει έναν τύπο που… εκνευρίζεται πολύ βλέποντας πολλούς ξένους να κυκλοφορούν στη γειτονιά του.
Ο Μάκης Παπαδημητρίου | ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
«Αυτοί οι δύο τύποι στο έργο της Τζόουνς γνωρίζονται στα γυρίσματα», λέει ο Μάκης Παπαδημητρίου. «Το να κάνεις τον κομπάρσο είναι μια δουλειά. Κάποιοι είναι λίγο τυχοδιώκτες, οι περισσότεροι όμως επαγγελματίες που συνεργάζονται με γραφεία, έχουν ατζέντη, μερικοί είναι και ψώνια.. Αλλά μήπως οι ηθοποιοί δεν είναι μεγαλύτερα ψώνια;…
»Ο Τζέικ, που ερμηνεύω εγώ, δεν έχει τίποτα. Τα όνειρά του είναι περιορισμένα. Ταξίδεψε στην Αμερική, απέτυχε, γύρισε στη μάνα του. Αποκτά επαφή με την ντίβα που πρωταγωνιστεί στην ταινία και ερμηνεύει την εύνοιά της προς αυτόν ως ερωτικό φλερτ, ενώ στην πραγματικότητα αυτή τον πλησιάζει για να μάθει ντοπιολαλιά, τον τρόπο ζωής του χωριού. “Τι μας λείπει;” λέει στον Τσάρλι. “Μια ευκαιρία. Βρισκόμαστε στον τόπο μας, πληρωνόμαστε 40 λίρες τη μέρα για γυρίσματα τριών εβδομάδων. Γαμώ…”.
»Ο Τσάρλι παλιότερα είχε ένα βίντεο κλαμπ που το “έφαγε” μια πολυεθνική (μεγαλομέτοχος στην εταιρεία παραγωγής που κάνει τα γυρίσματα) κι έχει γράψει ένα μάπα σενάριο το οποίο όμως θεωρεί σπουδαίο και προσπαθεί να πλευρίσει τη δεύτερη βοηθό σκηνοθέτη για να της το πασάρει μήπως και το προωθήσει. Ο Τσάρλι και ο Τζέικ διάβασαν την αγγελία για κομπάρσους, πήγαν, τους πήραν».
• Σε αντίθεση με τον Σον, που απορρίφθηκε, το πήρε βαριά και αυτοκτόνησε. Εβαλε πέτρες στις τσέπες του και έπεσε στο νερό…
Η ιδέα συγγραφής του έργου βασίζεται πολύ στην ιστορία του Σον. Ενα παιδί 17 χρόνων, πρεζάκι, κατεστραμμένο κοινωνικά και οικονομικά, πασχίζει να βρει μια άκρη. Ο πατέρας του έλεγε ότι το σημαντικότερο όλων είναι η γη. Αυτή όμως δεν απέδωσε στον Σον τα αναμενόμενα… Κι έτσι το έριξε στα ναρκωτικά.
Προσπαθεί να ξεφύγει, ζητάει δουλειά ως κομπάρσος στα γυρίσματα, αλλά η ντίβα της ταινίας τον διώχνει ξεφτιλίζοντάς τον μάλιστα. Εκείνος απογοητευμένος αυτοκτονεί. Μετά απ’ αυτό, η παραγωγή της ταινίας πιέζει τους κομπάρσους ώστε να συνεχιστούν τα γυρίσματα, εκείνοι αρνούνται γιατί θέλουν να πάνε στην κηδεία του παιδιού. Γίνεται ένα μπάχαλο.
Ολο αυτό πυροδοτεί στο μυαλό του Τζέικ την ιδέα του σωστού σεναρίου… Και πείθει τον Τσάρλι να παρατήσει το δικό του, που δεν λέει τίποτα, και να κάτσουν να το γράψουν. Για το χωριό τους, για τις αγελάδες, για τον Σον που πνίγηκε, για τους ίδιους. Στο δεύτερο μέρος παρακολουθούμε, λοιπόν, τη συγγραφή αυτού του σεναρίου που δεν είναι παρά η επιθυμία να διηγηθούν τη ζωή τους.
• Στη σκηνή πώς ξεδιπλώνεται αυτό το «σενάριο»; Βλέπουμε δύο ηθοποιούς αλλά στο έργο «εμφανίζονται» δεκαπέντε χαρακτήρες.
Πράγματι, στο πρώτο μέρος εμφανίζονται διάφοροι τύποι. Ανάμεσά τους ένας ηλικιωμένος κατ’ επάγγελμα κομπάρσος, χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά, δύο βοηθοί του σκηνοθέτη της ταινίας αλλά και μια περίεργη φυσιογνωμία, ο νεαρός Σον. Τους φέρνουμε στη σκηνή με κάποιες αλλαγές στη φωνή, στην κίνησή μας, τόσο όσο, χωρίς να γίνεται μπαλαφάρα. Και κάποτε αρχίζουν να γράφουν το σενάριό τους.
Η ιδέα για το στήσιμο της παράστασης βασίστηκε στο πόσο αληθινό είναι όλο αυτό που διαδραματίζεται. Υπάρχει ένα στιλιζάρισμα χωρίς να παραπέμπει σε αυστηρή φόρμα η οποία θα καπέλωνε την ιστορία, αλλά τέτοιο που επιτρέπει κινησιολογικά μια συγκεκριμένη συνθήκη: δύο άνθρωποι συνθέτουν μια ιστορία.
Δεν γυρίζουν την πλάτη, δεν μπορούν να κινούνται όπως θέλουν, είναι σαν να τους «διαβάζεις» σ’ ένα χαρτί όπου πάνω του γράφεται ένα σενάριο. Σαν όλο να είναι ένα φλας μπακ. Δεν υπάρχει ιρλανδέζικη εξοχή, στήσιμο γυρισμάτων και τέτοια. Ενα τροχόσπιτο είναι το σκηνικό, μια μπασκέτα, μια πορτοκαλιά μπάλα κι όλο πίσω ασπρόμαυρο. Το πρώτο μέρος τελειώνει με μια αυτοκτονία. Δραματική σκηνή παρ’ όλο που δεν έχει γραφτεί ως τέτοια.
Σ’ αυτό το σημείο το πράγμα σοβαρεύει κάπως. Το έργο είναι κωμωδία. Με πολλά αστεία περιστατικά αλλά και παρεμβάσεις μας. Το δικό μας χιούμορ πέρασε με σκηνοθετικές προσθήκες προσαρμοσμένες στο κωμικό του κειμένου, όχι επιτηδευμένα.
• Συν-σκηνοθετείτε με τον Γιώργο Χρυσοστόμου. Δεν λείπει το μάτι κάτω από τη σκηνή;
Είχα παρόμοια εμπειρία, πολύ ευχάριστη, με τον Νίκο Κουρή, κάνοντας μαζί το «Τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη και χαίρομαι που τώρα το ξαναδοκιμάζω. Συνεννοηθήκαμε πολύ καλά με τον Γιώργο πριν από τις πρόβες και στη διάρκειά τους.
Είχαμε πει ας ξεκινήσουμε σκηνοθετώντας κι αν δεν μας βγει θα φωνάξουμε κάποιον να αναλάβει. Σταθήκαμε τυχεροί γιατί δεν απομακρυνθήκαμε από την αρχική ιδέα, δεν διαφωνήσαμε πουθενά. Ομως υπάρχει το χρήσιμο μάτι της βοηθού μας Σύρμως Κέκε. Ελπίζουμε να αρέσει και στο κοινό.
• Είστε μαθημένος σε καλές κριτικές ώς τώρα.
Και σε κακές κριτικές, που όμως δεν πειράζει καθόλου… Θα ήταν άρρωστο να έχεις καθολική αποδοχή. Παίζοντας ικανοποιείς πρωτίστως τη δική σου επιθυμία και μετά εύχεσαι να αρέσεις στους περισσότερους. Γιατί σίγουρα σε κάποιους δεν θα αρέσεις. Αλλά το θέμα με τις κριτικές είναι λίγο περίεργο. Λες και κινούνται στη γραμμή του λάιφ στάιλ, του κουτσομπολιού, της εμπάθειας ή της συμπάθειας.
Διαβάζεις κάτι και λες: «Μα αυτό βρήκε να πει;». Σαν να είναι λίγο μεταξύ τους, λες και φτιάχνουν μια κατάσταση για να μαζευτούν κάποιοι με κοινό στόχο: «Ελάτε να διαβάσουμε πόσο άσχημα γράφουν για τον τάδε».
Ή σαν επίδειξη εξυπνάδας, ότι δήθεν ξέρουν και καλά ότι ο τάδε δεν πρέπει να είναι ηθοποιός αλλά μάγειρας… Γράψε τι δεν σου άρεσε με όση αυστηρότητα θέλεις. Αλλά όχι, όπως διάβασα, ότι κάποιος δεν πρέπει να παίζει… Ακύρωσέ τον ως καλλιτέχνη, όχι όμως και ως προσωπικότητα. Στα καλά λόγια ευχαριστιέμαι. Αλλά και στα αντίθετα, δεν θα καθίσω να κλαίω…
• Πώς ψάχνει δουλειά σήμερα ένας ηθοποιός;
Οπως και όπου μπορεί. Αγαπάω το θέατρο αλλά αν δεν είχα δουλειά ως ηθοποιός δεν θα έσκαγα. Θα έκανα κάτι άλλο. Χωρίς επιχορηγήσεις και με τα απότοκα της κρίσης, λίγα θέατρα πλέον στηρίζουν μια παραγωγή πληρώνοντας ηθοποιούς. Ας μη μιλήσουμε για πληρωμή προβών, που κρατούν δύο μήνες το λιγότερο…
Ετσι, μια παράσταση, όσο κι αν πετύχει, έρχεται μία η άλλη. Τι μένει; Να δουλεύεις με ανθρώπους που εκτιμάς και σε εκτιμούν. Είμαι τυχερός με τις συνεργασίες, ο χρόνος θα δείξει αν με έχουν πάει μπρος ή πίσω. Και δουλειές που πήγαν άπατες, εγώ τις χάρηκα πολύ.
Μια τέτοια είναι για μένα από τις ωραιότερες παραστάσεις όπου έχω συμμετάσχει. Οι ρόλοι δεν είναι απωθημένο μου. Μακάρι να υπήρχαν συνθήκες δουλειάς σαν αυτήν στο Θέατρο του Νέου Κόσμου στα περισσότερα θέατρα. Οπως και στο Θέατρο Τέχνης, όπου συνεργάστηκα με τον Γιάννο Περλέγκα. Αλλά υπήρχαν και δουλειές που δεν πέρασα καλά. Κι όταν ερχόταν η ώρα να πάω στο θέατρο, δεν ήθελα. Αυτό δεν είναι καθόλου ωραίο. Θα μου πεις είναι χειρότερο από την ανεργία; Δεν ξέρω…
• Υπήρξε φορά που μια δουλειά με κακούς όρους έγινε αφόρητη;
Ναι και έφυγα. Γενικά έχω αρκετή υπομονή, αλλά μερικές φορές φτάνει ο κόμπος στο χτένι. Το να μπορείς να επηρεάζεις τις συνθήκες εργασίας είναι πιο ευχάριστο, πιο δημιουργικό από τη χαρά ενός ωραίου ρόλου. Το θέμα δεν είναι η προσπάθεια να αρέσεις, αλλά ο διάλογος, η επικοινωνία, η συνεργασία που εξυπηρετεί την ίδια την παράσταση.
Ο Μάκης Παπαδημητρίου και ο Γιώργος Χρυσοστόμου | ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Οι αγωνίες για την προσωπική επιβεβαίωση του ηθοποιού δημιουργούν προβλήματα και πρέπει να λύνονται εκτός πρόβας. Λέμε συνεχώς ότι το θέατρο είναι ομαδική δουλειά, αλλά αυτό δεν είναι μόνο στα λόγια. Δεν μπορώ να βλέπω καλούς ηθοποιούς να τα δίνουν όλα διεκδικώντας τον θαυμασμό σε μια σκηνή με πέντε πρόσωπα…
Δεν υπάρχει τίποτα, λοιπόν, να μοιραστείς; Δηλαδή τι; Οι υπόλοιποι πρέπει να δουλεύουν για σένα; Δεν αντέχω την έπαρση, τη βιρτουοζιτέ κάποιων σε βάρος του συνόλου. Ναι, ρε φίλε, είσαι σπουδαίος, αλλά είσαι μόνος. Γιατί δεν κάνεις έναν μονόλογο να ξεσπάσεις;…
• Υπέρμετρη ματαιοδοξία;
Βλακεία θα έλεγα. Πόσες φορές βλέπουμε άρτιους ηθοποιούς που όμως δεν σου λένε τίποτα; Φτιάχνοντας κάτι για να σε πείσουν, για να σε ξεγελάσουν, χάνουν την προσωπικότητά τους. Το ζήτημα στο θέατρο είναι ποιος μιμείται καλύτερα τον μεθυσμένο; Γι’ αυτό δεν μου αρέσει η Μέριλ Στριπ. Είναι ο τέλειος μίμος, αλλά εμένα αυτό δεν μου λέει κάτι…
• Εσείς τι θα θέλατε να παίξετε;
Εγώ θα ήθελα, αν γινόταν, να κάνω μόνο σινεμά. Μου αρέσει πολύ, περισσότερο από το θέατρο. Βρίσκω το περιβάλλον πιο υγιές, τους ανθρώπους πιο ήρεμους, πιο κανονικούς. Δεν συναντάς μόνο ηθοποιούς, αλλά τεχνικούς, έναν άλλον ενδιαφέροντα κόσμο. Με γοητεύει ακόμα κι αυτό το κατακερματισμένο της δουλειάς που δεν ξέρεις τι έκανες, πώς ήσουν.
Το βρίσκω λυτρωτικό. Εχεις την ευθύνη της σκηνής σου, όλα τα άλλα αφορούν τον σκηνοθέτη. Βέβαια, δεν υπάρχει αγορά για τον ελληνικό κινηματογράφο, παρά την εξωστρέφεια που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια.
• Διδάσκετε σε κάποια δραματική σχολή;
Το έκανα για 4-5 μήνες. Είναι μεγάλη ευθύνη να διδάσκεις υποκριτική. Απαιτεί χρόνο, αφοσίωση. Δεν θέλω να είμαι δάσκαλος, να μπαίνω σε μια τάξη και να λέω: «Κάντε αυτό». Οταν έρθει η στιγμή να ασχοληθώ πολύ με τη δουλειά μου ή αναγκαστώ να λείψω για κάποιο γύρισμα, τι θα τους πω; Η εκπαίδευση είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αντιμετωπίζεις περιστασιακά και με προχειρότητα.
• Τι σπρώχνει τόσους νέους στο θέατρο;
Ο,τι και τόσους άλλους στα πανεπιστήμια. Εχουμε πολλούς ηθοποιούς και πολλούς μαθηματικούς επίσης. Ούτε αυτοί μπορούν να απορροφηθούν στην εργασία τους. Αν είχα τελειώσει το Φυσικό, θα ήμουν 20 χρόνια άνεργος, μάλλον…
Και μη χειρότερα…
• Θα τελειώσει κάποτε αυτό που ζούμε ως χώρα;
Θέλω να ελπίζω ότι κάτι θ’ αλλάξει. Είναι μεγάλο το διάστημα που ζούμε μέσα στη μιζέρια. Μεταξύ μας, δεν θεωρώ ότι πιστέψαμε στ’ αλήθεια τις υποσχέσεις για τα θαύματα που θα συμβούν, παρά την απογοήτευση που δείχνουμε. Κάθε φορά λέμε «και μη χειρότερα». Αν το δούμε ψύχραιμα, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος που θα μπορούσαμε να είχαμε. Από την άλλη δεν ξέρω ποια χρησιμότητα μπορεί να έχει η δική μου πολιτική άποψη. Ηθοποιός είμαι, δεν θεωρώ ότι η γνώμη μου μπορεί να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα.
Βλέπω και στο fb πολλές απόψεις, αγωνία για λάικ και αριθμό φίλων και τρελαίνομαι. Ενώ έχω λογαριασμό από το 2007 -βρήκα πολλούς παλιούς συμμαθητές-, το έκλεισα. Μου έλεγαν συνάδελφοι «άνοιξέ το για την προώθηση της παράστασης». Το έκανα και μετά το ξανάκλεισα. Πρόκειται για μια ψευδή εικόνα. Είναι πανεύκολο να πεις κάτι που δεν εννοείς. Εντάξει, το κατανοώ ως μέσον εκτόνωσης, αποσυμπίεσης.
Ομως δεν πιστεύω ότι θα επηρεάσει κάποιο κόσμο να πάει σε μια παράσταση. Θα πάρεις χίλια λάικ και άλλα τόσα «θα έρθουμε». Δεν θα έρθει κανείς από αυτούς και δεν πειράζει καθόλου. Πιστεύω περισσότερο στα μπάνερ, στις αφίσες ή στις ραδιοφωνικές διαφημίσεις…
Θέατρο του Νέου Κόσμου/Κεντρική Σκηνή (Αντισθένους 7 και Θαρύπου, τηλ.: 210-9212900). «Πέτρες στις τσέπες του» της Μαρί Τζόουνς. Μετάφραση: Αγγελική Κοκκώνη. Σκηνοθεσία: Γιώργος Χρυσοστόμου, Μάκης Παπαδημητρίου. Σκηνικά-κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη. Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης. Μουσική επιμέλεια: Φωτεινή Γαλάνη. Παίζουν: Μάκης Παπαδημητρίου, Γιώργος Χρυσοστόμου. Παραστάσεις: Τετάρτη 18.30. Πέμπτη, Παρασκευή 21.15 μέχρι τις 28 Μαΐου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: