Το 2000, η ιατρική επιθεώρηση Journal of the American Medical Association – JAMA δημοσίευσε ένα άρθρο για τη σχέση των φαρμακευτικών εταιρειών και των γιατρών.
Το άρθρο συνόψιζε τα συμπεράσματα συνολικά 538 επιμέρους μελετών σχετικά με την αλληλεπίδραση γιατρών και φαρμακοβιομηχανίας μέσα από ιατρικά συνέδρια, ταξίδια, γεύματα και λοιπά «δώρα», υποστηρίζοντας ότι περισσότερα από 11 δισ. δολάρια ξοδεύονταν κάθε χρόνο από τις φαρμακευτικές εταιρείες για την προώθηση των προϊόντων τους.
Υπολογιζόταν ότι 8.000-13.000 δολάρια ξοδεύονταν ετησίως για κάθε γιατρό.
Από τα βασικότερα συμπεράσματα της μελέτης ήταν ότι η ανάπτυξη στενών σχέσεων ανάμεσα στους γιατρούς και τις φαρμακοβιομηχανίες είχε άμεση επίδραση στη συνταγογράφηση, γεγονός που προέκυπτε από την ταχύτητα με την οποία υιοθετούνταν ένα νέο φάρμακο, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις ήταν ακριβότερο από τα υπάρχοντα, χωρίς να παρέχει κανένα πλεονέκτημα σε σχέση με αυτά.
Την ίδια χρονιά, άλλο άρθρο που δημοσιεύτηκε στο έγκυρο British Medical Journal, γραμμένο από δύο Ελληνες επιστήμονες, τους Ιωάννη Α. Γιαννακάκη (Τμήμα Υγιεινής και Επιδημιολογίας, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων) και Ιωάννη Π. Α. Ιωαννίδη (Τμήμα Κλινικών δοκιμών και βασισμένης σε ενδείξεις Ιατρικής, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων), με τίτλο «Χίλιες και μία ιστορίες για το πώς οι φαρμακοβιομηχανίες “φροντίζουν” τις υλικές ανάγκες των γιατρών», περιέγραφε με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο ένα ταξίδι αναψυχής 200 Ελλήνων γιατρών με έξοδα μεγάλης φαρμακευτικής εταιρείας, που εντελώς συμπτωματικά εκείνη την περίοδο είχε κυκλοφορήσει ένα ολοκαίνουργιο αντιυπερτασικό φάρμακο.
Στα 17 χρόνια που ακολούθησαν κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Η φαρμακοβιομηχανία στην Ελλάδα είδε τον τζίρο της να εκτοξεύεται στα χρυσά χρόνια της δεκαετίας 2000-2010, την ώρα που ο τότε υπουργός Υγείας Αλέκος Παπαδόπουλος αποχωρούσε από τον θώκο του (2002) λέγοντας την αξέχαστη πλέον ατάκα: «Φεύγω πριν με φάνε τα πιράνχας της Υγείας».
Αργότερα ήρθαν τα Μνημόνια και οι οριζόντιες περικοπές στις δαπάνες άγγιξαν για τα καλά τις φαρμακοβιομηχανίες.
Ενδεικτικά, πάντως, αξίζει να αναφέρουμε ότι το 2002 η φαρμακευτική δαπάνη ήταν στο 1,53 δισ. ευρώ (ποσοστό 44,6% στο σύνολο των δαπανών υγείας) και το 2009 είχε φτάσει στα 4,3 δισ. ευρώ (ποσοστό 56,6% στο σύνολο των δαπανών υγείας).
Η υπόθεση Novartis έφερε στο φως ξανά όλες τις παθογένειες ενός συστήματος που είχε, όπως φαίνεται, πολλές τρύπες.
Οπως αναφέρει και στη συνέντευξή του σήμερα στην «Εφ.Συν.» ο υπουργός Υγείας, Ανδρέας Ξανθός, «η φαρμακοβιομηχανία έχει ένα μεγάλο μερίδιο στο δημόσιο χρέος της χώρας» και «υπήρξε μια ασύδοτη περίοδος όπου σημειώθηκε έκρηξη της φαρμακευτικής δαπάνης».
Οπως φαίνεται, όμως, από τα στοιχεία που παρουσιάζουμε σήμερα, η προκλητή αυτή ζήτηση που οδήγησε στην εν λόγω έκρηξη της δαπάνης βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στον συνδυασμό ΜΜΕ και Ιατρικής Κοινότητας, υπό τη σκέπη βέβαια των φαρμακευτικών εταιρειών που πουλάνε το προϊόν.
Ο ασθενής ως πελάτης
Εδώ και μία πενταετία, το φαρμακευτικό μάρκετινγκ, η προώθηση δηλαδή προϊόντων και νέων τεχνολογιών στην Υγεία, έχει στρέψει το βλέμμα του στο Διαδίκτυο, είτε πρόκειται για τα λεγόμενα ιατρικά ενημερωτικά sites είτε για τα social media είτε για νέους τρόπους επικοινωνίας με τους γιατρούς μέσω ηλεκτρονικών σημειωμάτων.
Σύμφωνα με έρευνα που φέρει τον τίτλο: «Προώθηση Φαρμακευτικών Προϊόντων: Συνταγές για Εμπορική Επιτυχία (Launching Pharmaceutical Brands: Formulas for Commercialization Success)», της Cutting Edge Information, αμερικανικής εταιρείας που ειδικεύεται στον κλάδο των αναλύσεων της Υγείας, οι φαρμακευτικές εταιρείες επενδύουν ολοένα και περισσότερα ποσά στα ψηφιακά μέσα, παρά στα παραδοσιακά.
Γιατί; Επειδή, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, το 80% των ενήλικων χρηστών του Ιντερνετ ψάχνει online για πληροφορίες υγείας.
Εκατομμύρια άνθρωποι καθημερινά επισκέπτονται ιατρικού περιεχομένου ιστοσελίδες προκειμένου να ενημερωθούν για διάφορες παθήσεις.
Η στροφή στο Διαδίκτυο αποτυπώνει και μια διάθεση των φαρμακευτικών να περικόψουν τις δαπάνες, καθώς είναι ένα μέσο σαφέστατα πιο φτηνό και, το κυριότερο, άμεσο.
Τα χορηγούμενα συνέδρια, εξάλλου, κοστίζουν πολλά, ενώ τα ταξίδια και τα υπόλοιπα δώρα αποδεικνύονται ιδιαίτερα ακριβά, κατά συνέπεια η αποτελεσματική και κυρίως φτηνή λύση είναι το Διαδίκτυο.
Συν τοις άλλοις, η έρευνα της Cutting Edge Information αναφέρει ότι υπάρχει συνεχής αύξηση δημιουργίας και λειτουργίας διαφόρων ειδών ιατρικών ιστότοπων εκ μέρους των φαρμακευτικών εταιρειών και άλλων φορέων.
Είναι ξεκάθαρο από τα παραπάνω ότι στόχος των εταιρειών είναι να αποκτήσουν απευθείας πρόσβαση στον καταναλωτή, με παράκαμψη της άποψης του γιατρού, όπου είναι αυτό δυνατόν, το λεγόμενο consumer targeted medicine, όπως είναι γνωστό με όρους μάρκετινγκ.
Με απλά λόγια, φανταστείτε έναν κόσμο όπου στο σουπερμάρκετ της γειτονιάς σου θα μπορείς εκτός από, π.χ., ασπιρίνη να βρίσκεις και άλλα φάρμακα που θα παίρνεις χωρίς συνταγή γιατρού.
Εντυπωσιακό; Μα ήδη γίνεται, αφού η εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ μερίμνησε γι’ αυτό και στην Ελλάδα.
Το τοπίο στην Ελλάδα
Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση από αυτή την τάση.
Μια εικόνα μάς προσφέρει η έρευνα του Εργαστηρίου Ηλεκτρονικού Επιχειρείν ELTRUN, του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, που δημοσιεύτηκε το 2013.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας:
Οι 8 στους 10 χρήστες του Διαδικτύου δήλωσαν ότι το χρησιμοποιούν προκειμένου να ενημερωθούν ή να συλλέξουν πληροφορίες σχετικά με ιατρικά θέματα.
Τα 2/3 εξ αυτών ψάχνουν στα ιατρικά sites να βρουν περισσότερες πληροφορίες για τα συμπτώματα πριν επισκεφτούν έναν γιατρό.
Επίσης 1 στους 3 χρήστες προτιμά να διαβάζει blogs/forums όπου συμμετέχουν άτομα με παρόμοια προβλήματα υγείας με τον ίδιο.
7 στους 10 που συμμετείχαν στην έρευνα είχαν επισκεφθεί γιατρό που χρησιμοποιεί το διαδίκτυο για να βελτιώσει τις υπηρεσίες του. Μάλιστα, περίπου 1 στους 2 από αυτούς τους πολίτες πίστευε ότι η ενεργή συμμετοχή του γιατρού του στο Διαδίκτυο του ενισχύει την επικοινωνία μαζί του και του μειώνει το άγχος γιατί τον «ένιωθε συνέχεια δίπλα του».
Ωστόσο, μόλις το 6% των ερωτηθέντων χρηστών δήλωσαν σίγουροι για την αξιοπιστία όσων διάβαζαν στα ιατρικά sites.
Το επόμενο βήμα του Εργαστηρίου είναι η καταγραφή και η αξιολόγηση των ιατρικών sites στην Ελλάδα, μια έρευνα που θα διενεργηθεί την άνοιξη του 2017.
Σύμφωνα με μια πρώτη εκτίμηση, αυτή τη στιγμή υπάρχουν περίπου 300-350 ιστότοποι ιατρικού-παραϊατρικού περιεχομένου στη χώρα μας, αριθμός ιδιαίτερα μεγάλος για τον πληθυσμό μας.
Νομοθετικό πλαίσιο διαφάνειας
Πολλές χώρες έχουν υιοθετήσει ένα νομοθετικό πλαίσιο διαφάνειας στη σχέση εταιρειών και γιατρών, πράγμα που αναμένεται να γίνει και στη χώρα μας σύντομα, όταν ξεπεραστούν κάποιες ενστάσεις που έχει καταθέσει η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.
«Κινούμαστε προς αυτή την κατεύθυνση», λέει στην «Εφ.Συν.» ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός, στον απόηχο της υπόθεσης Novartis.
«Ενα πρώτο μέτρο σ’ αυτή την κατεύθυνση είναι η υποχρεωτική δημοσιοποίηση της συναλλαγής της φαρμακοβιομηχανίας με επιστημονικές εταιρείες και γιατρούς».
Οι 1.500 ιατρικές εταιρείες
Σύμφωνα με τα στοιχεία, σήμερα δραστηριοποιούνται στη χώρα μας περίπου 1.500 ιατρικές εταιρείες.
Οι αιτήσεις τους για έγκριση συνεδρίων από τον ΕΟΦ -σε συνεργασία με τις φαρμακευτικές- φτάνουν σε απίστευτους αριθμούς.
Μόνο για τον τομέα της ογκολογίας γίνονται περίπου 100 συνέδρια κάθε χρόνο στην Ελλάδα.
Η εικόνα που επικρατεί σήμερα, στην Ελλάδα της κρίσης, είναι ότι κάθε χρόνο γίνονται περίπου 3.000 συνέδρια διαφόρων τύπων, ημερίδες και καμπάνιες για ιατρικά θέματα υπό την αιγίδα τέτοιων εταιρειών.
Θα ήταν ενδιαφέρον κάποια στιγμή να αποσαφηνιστεί ο ρόλος τους και η σχέση τους με τη φαρμακοβιομηχανία.
Μια ενδιαφέρουσα διάσταση δίνει στο θέμα ο Χρήστος Ντέλλος, διευθυντής καρδιολογικού τμήματος στο Τζάνειο Νοσοκομείο, σε άρθρο του με τίτλο «Ιατρικές Εταιρείες Ερευνας Νοσημάτων ή Ερευνας Αγοράς: Τι κάνει ο ΕΟΦ;».
Γράφει χαρακτηριστικά:
«Οι επίσημα αναγνωρισμένες από το Υπουργείο Υγείας ιατρικές επιστημονικές εταιρείες ειδικότητας είναι σαράντα τέσσερις. Ποιοι επομένως ιδρύουν κάθε μέρα νέες ιατρικές εταιρείες για να εμφανίζονται σήμερα περίπου 1.500;
Τα ίδια τα μέλη των επίσημων ιατρικών εταιρειών ειδικότητας, οι πρώην και νυν πρόεδροι και μέλη των διοικητικών συμβουλίων τους, πανεπιστημιακοί καθηγητές και συντονιστές διευθυντές ΕΣΥ, δηλαδή σύσσωμη, εκτός εξαιρέσεων, η ιατρική ελίτ της χώρας! […]
Ιατρικές εταιρείες με την επωνυμία “ίδρυμα”, “κολέγιο”, “ινστιτούτο”, “εταιρεία μελέτης”, “εταιρεία έρευνας” και ό,τι άλλο μπορεί να παραπέμπει σε βαθυστόχαστη επιστήμη.
Ιατρικές εταιρείες με ακριβώς το ίδιο αντικείμενο με πολλές άλλες, αλλά με τίτλο που η σειρά των λέξεων είναι διαφορετική.
Ολες μαζί είναι ταυτόχρονα και ταξιδιωτικά γραφεία για τα τουριστικά συνέδρια αναψυχής, από περιοδεύοντες ιατρικούς θιάσους […]
Με τέτοιο βέβαια συνεδριακό οργασμό, από ιατρικές εταιρείες με μεγαλύτερο ζήλο για την εμπορική προώθηση νέων ακριβών θεραπειών και από τη φαρμακοβιομηχανία, την οποία συχνά πιέζουν για περισσότερα και δαπανηρότερα συνέδρια, οι γιατροί της χώρας μας θα έπρεπε να είναι οι σοφότεροι του κόσμου.
Μήπως όμως έτσι υποβάλλονται σε πλύση εγκεφάλου και σε τοξικές δόσεις κατευθυνόμενης ενημέρωσης με κίνδυνο επιστημονικής και ηθικής δηλητηρίασης, από ιατρικές εταιρείες με μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην έρευνα αγοράς και στο οικονομικό όφελος από τη διοργάνωση συνεδρίων, από όσο στην έρευνα νοσημάτων;
Εκτός και αν, ειδικά στη χώρα μας, έχουμε κάθε μέρα στην ιατρική δεκάδες “νέες εξελίξεις”, που πρέπει να τις πληρώνουμε, ακόμα και αυτές τις τραγικά δύσκολες μέρες, πολύ ακριβά.
Αλλωστε, το κύριο θέμα που θα έπρεπε να συζητείται στα ιατρικά συνέδρια σήμερα, δηλαδή η εκπαίδευση στη φροντίδα ασθενών σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης και η ορθολογική χρήση των περιορισμένων οικονομικών πόρων, δεν περιλαμβάνεται στα προγράμματα των συνεδρίων, μιας και δεν έχει σπόνσορα»!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τα γενόσημα σκάνδαλα της Novartis ανά την υφήλιο