thegreekcloud | 31.01.2017 | 15:40
Η Θηβών έχει τόσα κουφάρια μαγαζιών και παλιών εργοστασίων που όλη η λεωφόρος μοιάζει με ένα νεκροταφείο παλιών υλικών. Ξεψυχισμένα υλικά συνθλίβονται κάτω από τη ζέστη του ήλιου, τα ξεφωνητά των καρμπυρατέρ και τα νεφελώδη χνώτα των εξατμίσεων. Δυο-τρία τυροπιτάδικα με λαίμαργους διαβάτες ψιλοκόβουν την ατμόσφαιρα σε αναθυμιάσεις καυσαερίου και ζεστού βουτύρου που λιώνει ανάμεσα στα επάλληλα φύλλα της ζύμης σαν μητρικό γάλα από τα μαστάρια μιας λεχώνας κατσίκας. Για την ακρίβεια, το όλον τοπίο είναι ένα καραμπάμ αγροτικό τοπίο σουρεαλιστικής απόδοσης. Εκεί, που θέλει να ζει ένας κατατρεγμένος κομπάρσος του Καρκαβίτσα, στα στενά των προσφυγικών, στα φιλντισένια δόντια της πόλης, στα σκαλιστά παράθυρα των γεροντικών δημόσιων υπηρεσιών που έχουν πλάκες ξύλα τοποθετημένες οριζόντια για να σφραγίζουν τους αρουραίους απέξω και για να βρίσκουν τα περιστέρια αρκετά απορροφητική τη λιπαρή υφή τους ώστε να εναποθέτουν σαν χοές τα κόπρανά τους τα ασημόχρυσα.
Το πιο τυχάρπαστο στοιχείο για τους διαβάτες των πόλεων είναι η διαπίστωση πως ακόμη και ένα μη φυσικό τοπίο, όπως αυτό από το μπετόν, τους φωτεινούς διαβάτες, τα ντιζαϊνάτα σύγχρονα περίπτερα και τα ακοίμητα θυροτηλέφωνα, αν και σου δηλώνει ευθαρσώς, ρητώς και εγγράφως πως δεν θα επέλθει αλλαγή στο σκηνικό για κάποιο διάστημα (αυτά χωρίς τον κλονισμό από σεισμούς, μετεωρισμούς ανθρώπους, γιορτές και αργίες), μεταμορφώνεται, μετουσιώνεται, τήκεται, πλέκει, κλαίει. Μαγαζάτορες που δεν αλλάζουν τα φωνήεντα που κάηκαν στις επιγραφές τους και τα αφήνουν κομπογιαννίτικα ελληνικά, να κρέμονται οι απολήξεις που ζητούν το ψωμί του ήχου. Σκουπιδοσακούλες που πάνε και έρχονται και κυοφορούν τσόφλια αυγών από τα κυριακάτικα πρωινά, χαρτόκουτα από τα νέα καλογυαλισμένα μποτίνια, σκατόχαρτα και κομματιασμένη φωτογραφία ναυτικού που έκτιε τότε την ποινή του στο κράτος όπως όλοι οι μελλοθάνατοι στα 18 για να γίνουν πολίτες αυτής της άθλιας οπερέτας. Η πόλη μπορεί να ταγγίσει. Ίσως όμως έτσι αφομοιώνει σπίτια, χορδές, αυλές, φυλές. Κάθε μέρα αν δεν παρατηρείς κάτι καινούριο στο ίδιο στενό που ανεβαίνεις για να φτάσεις έως τον Απόλλωνα, στο REX και σε ένα μπαρ που παίζει σακεντέλικ πίσω από το εργοστάσιο της ΣΙΓΓΕΡ δεν έχεις κοιμηθεί εποικοδομητικά.
Και ό έρωτας της ζωής μας μοιάζει με το κόρπους της λεωφόρου, αυτό το φίδι που έχει χοντροκαταπιεί ένα ολόκληρο έθνος και σέρνεται κάτω από τα πόδια των εναπομείναντων, των φημολογούμενων αποικιστών του Άρη. Ο έρωτας που λέμε ως ένας – υπάρχει. Όποιος έχει γνωρίσει πολλούς έρωτες, έχει χορτάσει, έχει φτιάξει, έχει πλάσει ξέρει καλά πως τα ασύνδετα σχήματα δεν είναι τόσο λυρικά, αλλά γίνονται πιο κατανοητά τελικά. Ο επόμενος έρωτας είναι ο μόνος. Οι υπόλοιποι είναι φυσικό να διαγράφονται και να μην μπορείς να φέρεις στα ίσαλα κρανίου-μυαλού την ενθύμησή του. Δεν περνάς χωρίς το τάλαντο τον Αχέροντα ποταμό, βέβαια. Αλλά αξίζει το ταξίδι στο καζάνι της κολάσεως του νέου έρωτα, αυτού που θα είναι ο μόνος.
{Οι φωτογραφίες από την περιοχή είναι του Γιώργου Ζαχαρίου}