Ο μίτος και η πόλη 8
sraosha | 07.02.2017 | 07:00
Sraosha
Κοίταξε την ξύλινη περίφραξη απέναντι, βαμμένη κόκκινη, να ξεθωριάζει, τους μεταλλικούς σκελετούς διαφημιστικών πινακίδων που όριζαν και περιέκλειαν το κρυφό οικόπεδο για χρόνια, φάτσα στο ταμείο των δικηγόρων, ή τι είναι εδώ απέναντι στην Τρικούπη, με το καρτοτηλέφωνο στην είσοδο και τους κουστουμαρισμένους χειμώνα-καλοκαίρι συναδέρφους της αλληνής. Κοίταξε τα δενδρύλλια: σπουδαία επένδυση τα δέντρα. Τα δέντρα ανήκουνε στο μέλλον. Αργούνε να μεγαλώσουν. Θα ζούνε μετά από σένα. Αλλά αυτός παιδιά δεν μπορεί να κάνει.
«Πιθανότερο είναι να κερδίσετε το λόττο, κύριε», του είπε ο ουρολόγος. Είχε πάει πριν ένα μήνα τάχα για κάτι κύστες, ο ουρολόγος τον είχε εξετάσει, μια χαρά τον είχε βρει. Μετά τον πήρε χαμπάρι και τον άρχισε ο γιατρός: το στόμα είναι πιο βρώμικο από ξέρετε τι, να ήξερε πόσοι και πόσοι έχουνε θέμα και δεν τους σηκώνεται, υπάρχουνε νέα παιδιά που χρειάζονται περιτομή και δεν το ξέρουν, έχουνε βρει τη φαρμακευτική χαρά τους οι ηλικιωμένοι πια, έχουνε δει πολλά τα μάτια του, όλοι από προστάτη θα πάμε μουάχαχα: 100% καρκίνος του προστάτη στους αιωνόβιους, και τέτοια – άραγε έτσι μιλάν όλοι τους; Μετά έγινε πιο επίσημος και τον ρώταγε διάφορα. Ιδιώτης, προσπαθούσε να βρει αφορμή να τα ξαναπούνε. Τον ρώτησε «πώς πάμε από action». «Παντρεμένος είμαι», απάντησε, σιγά μην έλεγε την ιστορία της ζωής του στον ουρολόγο. Ακάθεκτος εκείνος του έκλεισε το μάτι, χαμογέλασε και πρόσθεσε ένα ιατρικό «μάλιστα», γερό και σταθερό σαν αυτό το πράο και στεγνό που ακούς όταν βγουν οι εξετάσεις του πατέρα σου, που δεν θα περάσει τελικά τα εξηνταπέντε, ένα «μάλιστα» που σε ενημερώνει ότι τα πράγματα είναι άσχημα αλλά και σε καθησυχάζει που είναι άσχημα, που δεν είναι χειρότερα, που σε προλειαίνει να γίνεις κι εσύ κοινωνός του πεπρωμένου – αφού μια ζωή ζούσες χωρίς να ξέρεις αύριο πού θα ’σαι. Μετά το «μάλιστα», ο ουρολόγος τον κοίταξε στοχαστικά και σχεδόν πατρικά, σαν να τον είχε πιάσει να βλαστημάει μέσα σε εκκλησία, έξυσε το αριστερό ισχίο του πάνω από την άσπρη στολή: «παιδιά έχετε;». Του εξήγησε ότι έκανε αντισύλληψη – δεν επρόκειτο να του πει ότι ξανάρχισε να βάζει προφυλακτικό με τη χολωμένη Μίνα μετά από ανελέητους καβγάδες και κλάματα και φωνές, στον πρώτο καβγά από τους οποίους εκείνη πέταξε πολύ θεατρικά με μάτια πρησμένα δύο κουτιά αντισυλληπτικά στη λεκάνη της τουαλέτας, ένα-ένα τα χάπια και με τη σειρά: 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13… Δεν του είπε ότι η Μίνα τον έστειλε στον ουρολόγο για να ξέρουνε και τυπικά εάν μπορεί κι αυτός να κάνει παιδιά, εάν και όταν θα λογικευόταν και θα αποφάσιζε να προχωρήσει στη ζωή και να φερθεί σαν άντρας με ευθύνες κτλ., και ότι γι’ αυτό τον λόγο κανονικά έπρεπε να ευχαριστήσει τον γιατρό σε αυτό το σημείο, να πάρει τη συνταγή, να πληρώσει την επίσκεψη και να πάει σπίτι. Ωστόσο κατέληξε να του εξετάσει ο γιατρός και τον προστάτη (καθαρός), να συζητήσουν τελικά την αντρική γονιμότητα που καταρρέει στον δυτικό κόσμο και κανένας δεν ξέρει το γιατί και αναπόφευκτα να πάρει το παραπεμπτικό για σπερμοδιάγραμμα (γιατί όμως;) σε ένα κέντρο γονιμότητας, σχεδόν υπνωτισμένος, όπως όταν επιτήδειος πωλητής καταφέρνει να σου πουλήσει άλλο κινητό από αυτό που είχες στον νου σου: η υγεία ως προϊόν.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία, που λένε πια: μαλακία σε πολιτισμένο περιβάλλον με απαλή τζαζ, σωστό φωτισμό (όχι νοσοκομειακό) και τσόντα σε μεγάλη οθόνη στη σίγαση (στην οποία έπαιζε τρίο με νοσοκόμες): τιμή 150 ευρώ. Επανάληψη της διαδικασίας μετά από μια βδομάδα (ίδια μουσική στον θάλαμο, τώρα στην οθόνη αγρότισσες να ξεπατώνονται στις θημωνιές). Πίσω στον ουρολόγο: κομμένα τα καλαμπουράκια, κομμένο το μικρό όνομα, κομμένα και τα εγκυκλοπαιδικά ότι μουνί δεν έγλειφαν οι άντρες πριν 50 χρόνια. «Πιθανότερο να κερδίσετε το λόττο, κύριε». Ανακούφιση, του ήρθε να πετάξει από τη χαρά του. Στη Μίνα ωστόσο επέστρεψε ενθουσιώδης. «Ας προσπαθήσουμε», της είπε. Ένας χρόνος συνεχών, αλλεπάλληλων πηδημάτων: τρεις φορές τη μέρα στις γόνιμες μέρες. Αγωνία: η Μίνα αγωνιούσε και μετά αγωνιούσε που αγωνιούσε και συνεπώς μείωνε τη γονιμότητά της με το άγχος. Στον χρόνο επάνω αποφάσισε να πάψει να τη βασανίζει: της είπε ότι είναι «υπογόνιμος», «δεν λέμε “στείρος” πια» είχε πει ο γιατρός. Της είπε και ότι της έλεγε ψέματα.
Ακόμα και τώρα, μετά το αγοράκι της, που της μοιάζει και δεν μοιάζει ποσώς στον κρεμανταλά που πήγε τελικά και παντρεύτηκε, η Μίνα επιμένει ότι χώρισαν για το ψέμα, για τη συστηματική και ψυχρή απάτη επί δωδεκάμηνο, για την ανειλικρίνεια και την απάτη, για το ελεεινό κοροϊδιλίκι – όχι γιατί δεν μπορούσε να της κάνει παιδιά. Το αποτέλεσμα πάντως είναι το ίδιο. Του πούλησαν ένα προϊόν, το σπερμοδιάγραμμα, το αγόρασε και το προϊόν αυτό άλλαξε η ζωή του για πάντα. Όλοι ευτυχισμένοι στο τέλος: αυτός ελεύθερος και μετέωρος, φάτσα στα δενδρύλλια που μπορεί αύριο-μεθαύριο να ξεριζώσει κάποιος ζηλωτής δήμαρχος, κάποιος αιρετός άρχοντας που βάζει τον νόμο πάνω απ’ όλα σ’ αυτόν τον τόπο της διάχυτης ανομίας των άλλων, ή που μπορεί να μεγαλώσουν και να δίνουν όσα δίνουνε τα δέντρα· η Μίνα με τον κρεμανταλά σύζυγο και τον πιτσιρικά τους να γίνεται από βρέφος νήπιο.
Από τον ρεμβασμό των απέναντι δέντρων, ας τα πει δέντρα, τον έβγαλε ο γνωστός υπόκωφος πόνος που τα αμερικανάκια λένε blue balls. Στον αδένα που στην περίπτωσή του είναι πιστοποιημένα for entertainment purposes only. Κι ενώ οι δικηγόροι βεβαίωσαν και θέσπισαν ότι δεν ήταν η αιτία διαζυγίου. Η δική του μικρή ιστορία που δεν αφορά κανέναν. Ο κόσμος καίγεται, κι αυτός με το δικό του sorrowed talk, που λέγανε κι οι Ντουράν Ντουράν. Δεν καίγεται καν ο κόσμος, ούτε καν η χώρα δεν καίγεται ακόμα: η πόλη καίγεται. Κι όχι από τον καύσωνα, όπως κάθε Αύγουστο. Δεν είναι θεομηνία και ακραίο καιρικό φαινόμενο που γέμισε την πόλη αυτή με στάχτες, κι ας λάμπει ολοκάθαρη σήμερα.
Σηκώθηκε όρθιος και πήρε να ανηφορίζει προς την Αλεξάνδρας διστακτικά, πολύ διστακτικά. Απέναντι, στη Χαριλάου Τρικούπη, το μόνιμα σταθμευμένο λεωφορείο της αστυνομίας, πάνω στη λεωφορειολωρίδα. Κι αυτή είναι η εποχή που διανύουμε. Αυτή είναι η εποχή που η ζωή βγάζει τη γλώσσα στις αρχές, που ό,τι ήξερες το ξεχνάς και που όλες οι βεβαιότητες απισχναίνονται και σβήνουν· αυτή είναι η εποχή που δημιουργούνται τοπία μυστικά εκ του μηδενός και τελειώνουν οι παρεξηγήσεις και κατά την οποία γίνεται όψιμα όμορφο ότι πάντοτε ήταν αδέξιο και άσχημο. Σταδιακά όλα αλλάζουν και αλλάζουν ξανά και ξανά. Ενώ η πατρίδα που σε ανέθρεψε πεθαίνει πριν καν προλάβει να σκεφτεί να αντιδράσει ή έστω ν’ αλλάξει. Ό,τι ακολουθεί δεν έχει σειρά κι ειρμό, όχι τουλάχιστον αυτόν που ξέρουμε, αυτόν που εξυπακούουν οι κάθε λογής ακολουθίες χρόνων.
Ήρθε λοιπόν τώρα η ώρα να κάνει κι αυτός μια στροφή.